Έγγραφο του ΕΟΔΥ έφερε στη δημοσιότητα ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Παύλος Πολάκης την περασμένη εβδομάδα, σύμφωνα με το οποίο «συνολικά από την αρχή της πανδημίας έως και 01/03/22 έχουν χάσει τη ζωή τους εκτός ΜΕΘ 16.519 (εντός και εκτός νοσοκομείου)», ενώ «η μέση διάρκεια παραμονής των διασωληνωμένων ασθενών εκτός ΜΕΘ, (ανεξάρτητα από την έκβαση τους αν δηλαδή μπήκαν στη συνέχεια σε ΜΕΘ, απεβίωσαν ή εξήλθαν από το νοσοκομείο) ήταν 4,7 μέρες». Όσοι κατάφεραν να ανασύρουν την είδηση αξίζουν πολλά μπράβο και είναι εκπαιδευμένοι αναγνώστες του διαδικτύου. Το έγγραφο δεν λέει κάτι περισσότερο από όσα υποστήριξε και η έκθεση Τσιόδρα - Λύτρα πριν μερικούς μήνες, φέρει όμως τη βαρύτητα εγγράφου του ΕΟΔΥ το οποίο πιστοποιεί, για άλλη μια φορά, δεδομένα που δεν συνάδουν με τους ισχυρισμούς του πρωθυπουργού για μη ύπαρξη επιστημονικών δεδομένων για τους θανάτους εκτός ΜΕΘ και τους διαρκείς κομπασμούς σύσσωμου του κυβερνητικού επιτελείου για επιτυχή διαχείριση της πανδημίας.
Αυτήν την πραγματικότητα, που μελέτες και έγγραφα πιστοποιούν, και τις αιτίες της υπάρχουν κάποιοι που την ζουν κάθε μέρα επί δύο χρόνια: Οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό του ΕΣΥ. «Αυτά τα στοιχεία βγαίνουν στην επιφάνεια αναγκαστικά, μετά από επίκαιρη επερώτηση, αλλιώς δεν θα ανασύρονταν», λέει στην Εποχή η παθολόγος - εντατικολόγος Χριστίνα Κυδώνα που εργάζεται στο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης Ιπποκράτειο. «Ωστόσο παραμένουν υποφωτισμένα και αυτό δυσκολεύει και τους ερευνητές και τους γιατρούς και την κοινωνία να διαμορφώσουν άποψη για τη διαχείριση της πανδημίας, όπως θα έπρεπε μετά από δύο χρόνια. Την ίδια ώρα η κυβέρνηση ετοιμάζεται να φέρει για ψήφιση νομοσχέδιο που αποτελεί την πρώτη μεγάλη επίσημη προσπάθεια για την πραγματική διάλυση του ΕΣΥ, επιχειρώντας να σπάσει την πλήρους και αποκλειστική απασχόληση για τους γιατρούς. Είναι πια στα χέρια της κοινωνίας να αποφασίσει αν θέλει να υποστεί και αυτή τη διάλυση. Όταν επί δύο χρόνια όλοι καταφύγαμε στο δημόσιο σύστημα υγείας και διαπιστώσαμε τη μοναδικότητα και τη σημασία του».
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση ετοιμάζεται, ή για την ακρίβεια ζυγίζει αν θα προχωρήσει, στις εξαγγελθείσες απολύσεις του ανεμβολίαστου υγειονομικού προσωπικού που βρίσκεται σε αναστολή. «Ελπίζουμε να μην κατατεθεί τέτοια ρύθμιση, διότι ειδικά τώρα, μετά την πορεία των μεταλλάξεων, μόνο σαν επικίνδυνο αστείο μπορεί να ιδωθεί», επισημαίνει η Χριστίνα Κυδώνα. «Τα τελευταία στελέχη του κορονοϊού προκαλούν ελαφριά νόσηση σε μεγάλο ποσοστό των καθ’ ολοκληρία εμβολιασμένων, η μεταδοτικότητα είναι ταχύτατη και έχει χαθεί η κούρσα της αναχαίτισης, συνεπώς δεν μπορεί πλέον να στοιχειοθετηθεί διαχωρισμός ανεμβολίαστων και εμβολιασμένων υγειονομικών με το πρόκριμα της επικινδυνότητας. Μέχρι και το τέταρτο κύμα υπήρχε ζήτημα επικινδυνότητας, αν και πάλι δεν προτείναμε διοικητικά μέτρα για την αντιμετώπισή του». Τώρα η επιμονή σε μια τέτοια ρύθμιση μπορεί να σταθεί μόνο ως εμμονή σε μια τιμωρητική στάση.
Πάντως η πτωτική τάση που εμφάνισαν οι δείκτες της πανδημίας έχει φρενάρει, αν και ποτέ δεν έφτασε σε επίπεδα που να δικαιολογεί τη σχεδόν απόλυτη σιωπή της πλειοψηφίας των ΜΜΕ για τους θανάτους συμπολιτών μας από κορονοϊό που μετρώνται σε αρκετές δεκάδες κάθε μέρα… «Η νοσολογία του κορονοϊού έχει αλλάξει για τον Φλεβάρη και τον Μάρτη. Πλέον δεν υπάρχει το κομμάτι της αναπνευστικής ανεπάρκειας, οπότε διασωληνώνουμε πια πολύ σπάνια. Τώρα διαφαίνεται ότι οι πτέρυγες covid χειρίζονται παθολογικά περιστατικά. Σε αυτή τη φάση ο κορονοϊός λειτουργεί ως μια λοίμωξη που μπορεί να βλάψει πολύ εύθραυστους οργανισμούς, ηλικιωμένους και με πολυπαραγοντικές νόσους», τονίζει η παθολόγος - εντατικολόγος στο Ιπποκράτειο. Υπάρχει όμως και ο απόηχος των δύο χρόνων πανδημίας, πλημμελούς φροντίδας απολύτως αντιμετωπίσιμων νόσων λόγω υπερφόρτωσης του ΕΣΥ, τεράστιων ελλείψεων και δισταγμού των ασθενών να επισκεφτούν ιατρικούς χώρους λόγω κορονοϊού, που τώρα προκαλεί θανάτους. «Τώρα βιώνουμε την πανδημία της υπόλοιπης παθολογικής νοσολογίας», λέει η Χριστίνα Κυδώνα.