Μετά τη συνάντηση μεταξύ Μητσοτάκη και Ερντογάν στην Ιστανμπούλ και ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας με διαμεσολαβήτρια την Τουρκία, ο ομότιμος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο πανεπιστήμιο Αλέξης Ηρακλέιδης μάς εξηγεί τη συγκυρία, την οποία μπορούμε να δούμε και ως ευκαιρία για την (επαν)έναρξη ενός εποικοδομητικού διαλόγου και τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Πόσο πρέπει να ανησυχούμε από τον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας; Μπορούσε άραγε να αποφευχθεί από το διεθνές σύστημα και θεσμούς;
Η ανησυχία είναι δεδομένη, ειδικά ο κίνδυνος εξάπλωσης του πολέμου και εμπλοκής και άλλων κρατών. Όσο για την αποφυγή από το διεθνές σύστημα και τους διεθνείς θεσμούς υπάρχει το κώλυμα ότι η Ρωσία κραδαίνει βέβαια το βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας και επίσης θα είχε την υποστήριξη της Κίνας για τους δικούς της λόγους. Οπότε αφού η Ρωσία (Πούτιν) ήταν αποφασισμένη να κλιμακώσει την κατάσταση (πρώτα αναγνώριση δύο αποσχιστικών οντοτήτων) και να επέμβει, όπως και φάνηκε, τίποτε δεν θα την σταματούσε, όπως είχε συμβεί με την τουρκική επέμβαση (πρώτη εισβολή) στην Κύπρο (20 Ιουλίου 1974), σε συνέχεια του χουντικού πραξικοπήματος στην Κύπρο (15 Ιουλίου). Η Τουρκία θεώρησε την στρατιωτική επέμβαση αναγκαία και αναπόφευκτη για δύο λόγους –παρά τις αντιρρήσεις τότε της αντιπολίτευσης υπό τον Ντεμιρέλ: α) ότι κινδύνευαν οι Τουρκοκύπριοι με σφαγή από την ΕΟΚΑ-Β του ανεκδιήγητου Σαμψών, φίλου του δικτάτορα Δημήτρη Ιωαννίδη, και β) ότι θα επερχόταν ένωση Κύπρου-Ελλάδας με την Τουρκία να συνορεύει με την Ελλάδα και από τον νότο και να περικυκλώνεται από αυτήν.
Μια ειδική πτυχή των επακόλουθων του πολέμου, που ανέδειξε την αξία χωρών διαμεσολαβητριών, επηρεάζει και την Ελλάδα, καθώς φέρνει στο ενεργό προσκήνιο την Τουρκία. Δεν ήταν και από πριν ορατό ότι δεν ευσταθεί η εικόνα των ελληνικών ΜΜΕ ότι η Τουρκία είναι απομονωμένη;
Η εικόνα που μας μεταδίδουν τα ελληνικά ΜΜΕ, ειδικά τα τηλεοπτικά, είναι συχνά παραπλανητική, καθώς έχουν βάλει σκοπό τους να δαιμονοποιούν την Τουρκία και ειδικά τον Ερντογάν, τις περισσότερες φορές με επιλεκτική αποσπασματική μετάδοση και ατυχή και εμπρηστικά σχόλια. Κανονικά ρόλο μεσολαβητού θα μπορούσε να έχει αναλάβει και η Ελλάδα, ως χώρα Ορθόδοξη, αντί να σπεύσει αμέσως στην άλλη πλευρά, κάτι που πιστεύω θα γινόταν (εννοώ μεσολαβητικός ρόλος) αν στην κυβέρνηση βρισκόταν ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Αλέξη Τσίπρα. Και βέβαια μια τέτοια πρωτοβουλία θα αναβάθμιζε τη χώρα μας.
Το ταξίδι του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Τουρκία, ύστερα από πρόσκληση του Ερντογάν είναι μια πρωτοβουλία που συμπληρώνει τη θετική του εικόνα και μέσα στο ΝΑΤΟ ή αποβλέπει και σε ουσιαστικά βήματα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις;
Λυπάμαι δεν έχω ιδέα τι είχε ή έχει κατά νου σήμερα ο έλληνας πρωθυπουργός. Το βέβαιο είναι ότι από τότε που ανέλαβε τα ηνία της χώρας προσπαθεί να φανεί «ο πιο καλός μαθητής» της ΕΕ, όπως είχε γράψει πριν μερικούς μήνες σε εύστοχο άρθρο του ο Economist. Ωστόσο, έχοντας υπόψη τον υπουργό Εξωτερικών και πρωθυπουργό πατέρα του και την υπουργό Εξωτερικών αδελφή του, που και οι δύο ήταν μετριοπαθείς και εποικοδομητικοί στα ελληνοτουρκικά (και τους εκτιμούσαν γι’ αυτό στην Τουρκία, καθώς και στο περιβάλλον του Ερντογάν) δεν αποκλείω να μην το έκανε μόνο για το θεαθήναι στην Ευρώπη και έναντι των ΗΠΑ. Από την άλλη, είναι γνωστή η θέση των εθνικιστών στη Νέα Δημοκρατία (Σαμαράς) ή των περιδεών που τρέμουν το πολιτικό κόστος από οποιαδήποτε επίλυση, ειδικά στα θέματα του Αιγαίου (Καραμανλής, Μολυβιάτης).
Πώς κρίνεις τα αποτελέσματα του ταξιδιού; Έχουν πρόσκαιρο μόνο θετικό φορτίο ή είναι μια θετική παρακαταθήκη; Οι δηλώσεις, ιδίως της τουρκικής πλευράς, υπήρξαν μάλλον ουσιώδεις.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συνάντηση έγινε σε θετικό κλίμα και αυτό αποκόμισε, απ’ ότι φαίνεται, και η ελληνική πλευρά. Το ερώτημα είναι αν ο Μητσοτάκης κατέστησε σαφές στον Ερντογάν ότι όντως θέλει να προχωρήσει και να επιλυθούν, επιτέλους, οι διμερείς διαφορές, και όχι απλώς να κατέβουν οι τόνοι.
Στη θέση του θα είχα πει τέσσερα πράγματα στον Ερντογάν σε απόλυτα εμπιστευτικούς τόνους, τα οποία όχι μόνο θα έσπαγαν τον πάγο, αλλά θα άνοιγαν την οδό, τι λέω, την λεωφόρο, για επίλυση στα του Αιγαίου (όπως το 2003) αλλά και της Αν. Μεσογείου: 1) δεν πρόκειται να επεκτείνουμε τα χωρικά ύδατα, αυτό θα γίνει μόνο κατόπιν συμφωνίας με την Άγκυρα· 2) το EastMed έχει τεθεί εκτός όχι μόνο λόγω τεράστιου οικονομικού κόστους και περιβαλλοντικών κινδύνων, αλλά επειδή δεν θέλουμε να πλήξουμε την γείτονα χώρα, Τουρκία· (3) η Αθήνα γνωρίζει με το παραπάνω τον αρνητικό ρόλο του προέδρου Αναστασιάδη στην μη επίλυση του Κυπριακού (το 2017 και στη συνέχεια)· και 4) σε καμία περίπτωση δεν θέλει η Ελλάδα να περιορίσει την Τουρκία μόνο στα χωρικά της ύδατα στην Αν. Μεσόγειο ή στο Αιγαίο, κάτι άλλωστε παράλογο (και ίσως εδώ ανέφερα, παρεμπιπτόντως, και την περίπτωση του Καστελόριζου, ότι, εξυπακούεται, δεν θα διαθέτει υφαλοκρηπίδα).
Αυτά τα τέσσερα σημεία μπορεί να φαίνονται στους εθνοκεντρικούς Έλληνες (δηλαδή στην συντριπτική πλειονότητα) υπερβολικά ή έκκεντρα, τυχαίνει όμως να είναι αυτά που θα έλεγε και, τηρουμένων των αναλογιών, έχει πει, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στου τούρκους ομόλογούς του, αλλά και στην ελληνική Βουλή, και σε αυτό το μήκος κύματος έχουν κινηθεί και πολλοί άλλοι νηφάλιοι έλληνες πρέσβεις από την εποχή των τριών πρώτων πλέον ειδικών στα ελληνοτουρκικά (Β. Θεοδωρόπουλος, Ι. Τζούνης, Δ. Κοσμαδόπουλος). Αυτές δε είναι και οι θέσεις των σοβαρών και καλοπροαίρετων ξένων, ευρωπαίων και αμερικανών διπλωματών, πολιτικών και αναλυτών που γνωρίζουν σε βάθος τα ελληνοτουρκικά.
Αντίθετα απ’ ό,τι συνέβαινε άλλες φορές στο παρελθόν, η κυβέρνηση στο δύσκολο αυτό θέμα έχει τη θετική παρότρυνση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μάλιστα, ο Αλέξης Τσίπρας πρώτος, στη Βουλή, έριξε την ιδέα του διαλόγου ακόμα και στο ανώτερο επίπεδο. Δεν είναι αυτό ένας ακόμη θετικός παράγοντας;
Η στάση του Αλέξη Τσίπρα ήταν για μένα αναπάντεχη και ομολογώ ότι με εξέπληξε ευχάριστα! Φαίνεται ότι επιτέλους, μετά από αρκετά χρόνια, έπαψε να έλκεται από την μερίδα των εθνικιστών στο κόμμα του και από τους εθνικιστές πρώην συνοδοιπόρους του. Κάλιο αργά παρά ποτέ! Ας ελπίζουμε ότι δεν θα έχουμε παλινωδίες.
Διατυπώνεται η άποψη ότι αυτή την περίοδο, με βάση την πολιτική της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ για την περιοχή μας και τις ανάγκες της Τουρκίας να προσεγγίσει την ΕΕ διαμορφώνεται ξανά ένα θετικό περιβάλλον για διάλογο με την Τουρκία στη βάση του διεθνούς δικαίου. Από μία άποψη και ο τωρινός πόλεμος συμβάλλει. Ποια η άποψή σου;
Ναι θα συμφωνούσα με το πρώτο σημείο περί θετικού περιβάλλοντος για διάλογο (ΗΠΑ, Τουρκία και νέο ενδιαφέρον για την ΕΕ), αλλά όσο για το δεύτερο θα το έθετα αλλιώς. Ας δούμε σε ποιες άλλες περιπτώσεις κρίσης ήρθαν πιο κοντά η Αθήνα και η Άγκυρα και όχι μόνο εκτονώθηκε η κατάσταση, αλλά είχαμε ύφεση ή και προσέγγιση.
Η μια συγκυρία στην οποία, αν δεν κάνω λάθος, αναφέρθηκε και ο Αλέξης Τσίπρας είναι η προσέγγιση Βενιζέλου-Κεμάλ Ατατούρκ το 1930. Δεν είναι το καλύτερο παράδειγμα γιατί για να προκύψει χρειάστηκαν αρκετά χρόνια μετά την Μικρασιατική Καταστροφή (1922) και τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάνης (1923). Πάντως ήταν μια προσέγγιση που όμοιά της δεν έχει υπάρξει στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Έλαβε χώρα και με γνώμονα την αίσθηση απειλής από άλλες χώρες, τότε από την Ιταλία και την αναθεωρητική Βουλγαρία, και προέκυψε γιατί και οι δύο χώρες είχαν πάψει να είναι αναθεωρητικές των συνόρων, αλλά κράτη του εδαφικού στάτους κβο (όπως διαμήνυσε ο Βενιζέλος στις επιστολές του στους τούρκους ιθύνοντες). Το τελευταίο έχει μεγάλη σημασία και για σήμερα, αν ισχύει πάμε μπροστά, αν όχι –αν υπάρχει κρυφή ατζέντα αναθεώρησης– θα παραμείνουν και οι δυο πλευρές στο τέλμα.
Η δεύτερη συγκυρία είναι το 1959-1963 όταν επιλύθηκε το Κυπριακό με ελληνοτουρκική συνεννόηση-συμφωνία (Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνο). Εδώ αυτό που κρατάμε είναι ότι όταν δεν υπάρχει το μέγα βαρίδι, η γάγγραινα, που λέγεται Κυπριακό ανοίγει η οδός για καλυτέρευση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Όμως σήμερα δεν έχουμε αυτήν την πολυτέλεια. Το μόνο που μπορούμε ρεαλιστικά να επιδιώξουμε για την ώρα είναι η «αποσύνδεση» (decoupling) Αιγαίου και Κυπριακού, αλλά σε ό,τι αφορά την Αν. Μεσόγειο πάλι μπροστά μας έχουμε το Κυπριακό, με καμία από τις δύο πλευρές να είναι σε θέση να εγκαταλείψει τους ομοεθνείς της στο νησί, και ας φταίνε σήμερα και οι δύο κυπριακές ηγεσίες για το αδιέξοδο.
Η τρίτη συγκυρία είναι το 1975-1981 με νωπές αυτή τη φορά τις μνήμες από τη δεύτερη ελληνική καταστροφή, τον τραγικό Ιούλιο-Αύγουστο του 1974 στη Κύπρο. Η κυβέρνηση Καραμανλή, με πρωτοστάτες τους πρέσβεις που προανάφερα προέβη σε ένα ειλικρινή διάλογο εφ’ όλης της ύλης σε σχέση με το Αιγαίο, με τις δύο πλευρές κοντά σε ένα συνολικό πακέτο λύσης, αλλά ήρθε η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου και τα ανέτρεψε όλα (κάτι που είχε προσπαθήσει το ΠΑΣΟΚ και ως αντιπολίτευση). Εδώ κρατάμε τον αρνητικό ρόλο που μπορεί να παίξει η αντιπολίτευση στα γνωστά ως εθνικά θέματα (όπως π.χ. ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο Μακεδονικό επί Συμφωνίας των Πρεσπών, πηγαίνοντας για την ακρίβεια κόντρα σε αυτά που ο ίδιος πίστευε, και αυτό καθαρά για λόγους ψηφοθηρικούς).
Η τέταρτη συγκυρία είναι το Νταβός (Ιανουάριος 1988) με το γνωστό «πνεύμα του Νταβός» που κράτησε μέχρι σχεδόν το τέλος του έτους. Προέκυψε μετά από την «Κρίση του Μαρτίου» (1987) που οδήγησε σε επαφές, με πολύμηνη μυστική αλληλογραφία μεταξύ Α. Παπανδρέου και Τ. Οζάλ, την επαύριον της κρίσης, στην οποία μεγάλο μερίδιο ευθύνης είχε ο Γιάννης Καψής.
Η πέμπτη και πιο πρόσφατη συγκυρία που νομίζω είναι πιο κοντά στο τι μπορεί να έχει προκύψει σήμερα είναι το πώς προήλθε η ύφεση και αρχικά σχεδόν προσέγγιση του 1999 που κράτησε για πάνω από δέκα χρόνια (τυπικά μέχρι και το 2016). Δεν προέκυψε λόγω των δύο σεισμών, όπως πολλοί νομίζουν (η γνωστή και ως «σεισμική διπλωματία»). Οι σεισμοί απλώς επιβεβαίωσαν την προσέγγιση και την κατέστησαν δημοφιλή στους δύο λαούς. Είχε έρθει η προσέγγιση πιο πριν, μετά την κρίση με τον Οτζαλάν (Ιανουάριος 1999), με την Ελλάδα να φαίνεται να έχει «πιαστεί στα πράσα» βοηθώντας τον χειρότερο εχθρό της Τουρκίας, τον αρχηγό του ΡΡΚ. Αλλά αυτό που έφερε τις δύο πλευρές πιο κοντά και συγκεκριμένα τους δύο υπουργούς Εξωτερικών (που στη συνέχεια έγιναν και φίλοι) ήταν η κρίση του Κοσόβου με τους Νατοϊκούς βομβαρδισμούς στη Σερβία, που είχαν θέσει επί τάπητος το ενδεχόμενο αλλαγής συνόρων στην περιοχή, κάτι που είχε καταθορυβήσει και την Ελλάδα και την Τουρκία, όπως έχει καταθορυβήσει και η σημερινή σύγκρουση Αθήνα και Άγκυρα, πάλι με το ενδεχόμενο αλλαγής συνόρων δια της βίας.