«Δυστυχώς ο κινηματογράφος έχει ατυχήσει στη χώρα μας με το 1821. Διότι την εποχή της 100ετηρίδας ήταν στα σπάργανα ακόμη η τέχνη του κινηματογράφου, στα 150 χρόνια είχαμε δικτατορία και γίνανε κάποιες ταινίες, αυτές που μας ταλαιπωρούν μέχρι σήμερα, με τις κατάλευκες φουστανέλες, που το μόνο που κατάφεραν ήταν να αμαυρώσουν το 1821 και τον κινηματογράφο. Εμένα με ενδιαφέρει πιο πολύ να δείξω μέσα από πολύ καλά τεκμηριωμένη αναπαράσταση να δείξω αυτό που υπάρχει ως μαρτυρία της εικόνας». Αυτά υποστήριζε τον περασμένο Οκτώβριο ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος σε συζήτηση που είχαμε στο ρ/σ «91.4 στο κόκκινο» της Θεσσαλονίκης, μιλώντας για την ταινία του, «Άνεμος Ελευθερίας», η οποία ήδη προβάλλεται στους κινηματογράφους. Και ορθώς τα υποστήριζε αφού, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (π.χ. «Μπάιρον», του Νίκου Κούνδουρου), οι ταινίες που έχουν γυριστεί με θέμα την Επανάσταση του ’21 παρουσιάζουν μια εξιδανικευμένη και στερεοτυπική εικόνα για τους ανθρώπους και τα γεγονότα. Μια εικόνα η οποία μπορεί να ταιριάζει στο κυρίαρχο εθνικό αφήγημα αλλά μικρή σχέση έχει με την πραγματικότητα. Αυτήν την εικόνα επιχειρεί να ανατρέψει ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος διεισδύοντας βαθιά μέσα στα γεγονότα χρησιμοποιώντας έναν επινοημένο ήρωα, ο οποίος όμως κινείται ανάμεσα στα πραγματικά πρόσωπα και μέσα στα όσα συναρπαστικά συνέβαιναν μερικά χρόνια πριν ξεσπάσει η Επανάσταση.
Μια ομάδα ερευνητών έχει στα χέρια της ένα εικονογραφημένο λαϊκό ανάγνωσμα των αρχών του 19ου αιώνα. Το ανάγνωσμα είναι έργο ενός χρωμολιθογράφου, του Φρίξου, και περιγράφει τις περιπέτειες του Ιωάννη Φίλωνα, ενός εμπόρου και μέλους της Φιλικής Εταιρείας. Ως εδώ έχουμε επινοημένους χαρακτήρες εντός ενός μυθοπλαστικού πλαισίου. Όμως οι περιπέτειες του Φίλωνας οι οποίες ανασυντίθενται μέσα από τα απομεινάρια του λαϊκού αναγνώσματος, τοποθετούνται μέσα στα ιστορικά γεγονότα της εποχής. Μάλιστα, συνοδοιπόρος και άμεσος συνεργάτης του είναι ένα υπαρκτό ιστορικό πρόσωπο, ο αγωνιστής, σύντροφος του Ρήγα και συγγραφέας χρονικών του αγώνα, Χριστόφορος Περραιβός. Κι έτσι ακολουθούμε τα βήματα του Ιωάννη Φίλωνα στην προεπαναστατική Πελοπόννησο, όπου προσπαθεί να οργανώσει και να μυήσει διάφορους ανθρώπους στον αγώνα. Ο Φίλων ταξιδεύει σε τόπους της ελληνικής διασποράς, τη Βιέννη, το Ιάσιο, την Τεργέστη, την Κωνσταντινούπολη και αλλού, μεταφέροντας εμπορεύματα αλλά και επαναστατικές ιδέες. «Υπάρχει η μείξη ανάμεσα σε ταινία μυθοπλασίας και ταινία τεκμηρίωσης. Αλλά όπως έχω ξαναπεί αυτές τις διακρίσεις των ειδών δεν τις θεωρώ και τόσο χρήσιμες στη σημερινή εποχή όπου σε όλες τις τέχνες βλέπουμε να υπάρχει μια διακαλλιτεχνική και συχνά διεπιστημονική προσέγγιση», λέει ο σκηνοθέτης στη συζήτηση που προαναφέρω.
Το αποτέλεσμα αυτού του ιδιαιτέρα φιλόδοξου εγχειρήματος δικαιώνει απόλυτα το Στέλιο Χαραλαμπόπουλο. Κυρίως επειδή έχουμε μια διαφορετική εικόνα από ό,τι μέχρι τώρα είχαμε συνηθίσει. Η ρεαλιστική αναπαράσταση της εποχής είναι αποτέλεσμα βαθιάς, σοβαρής και ενδελεχούς έρευνας. Έτσι για πρώτη φορά βλέπουμε την καθημερινότητα των ανθρώπων, το πώς ζούσαν, που ζούσαν, τι ρούχα φορούσαν, τι εμπορευόταν. Χαρακτηριστική είναι η σχεδόν παντελής απουσία φουστανέλας (!), την οποία βλέπουμε να την φορά ο Κολοκοτρώνης και δυο-τρεις ακόμη άνθρωποι, ανατρέποντας έτσι την εικόνα που είχαμε μέχρι σήμερα!
Με την κάμερα να κινείται στους χώρους και την κάμερα να «χαϊδεύει» ανθρώπους και αντικείμενα και να «χορεύει» ανάμεσά τους, ο Χαραλαμπόπουλος προσδίδει μια ιδιαίτερη ομορφιά στις εικόνες του. Εάν, δε, προσθέσουμε και την εξαιρετική διεύθυνση φωτογραφίας του Δημήτρη Κορδελά, ο οποίος τονίζει τα γήινα χρώματα, παραπέμποντας στο παρελθόν, έχουμε ένα εξαιρετικά όμορφο εικαστικό αποτέλεσμα. Βέβαια σε όλα αυτά, πολύ σημαντικό ρόλο παίζουν και τα ιδιαίτερα φροντισμένα σκηνικά και κουστούμια του Μιχάλη Σδούγκου και της Μαρίας Κοντοδήμα.
Όμως ο Χαραλαμπόπουλος έδωσε ιδιαίτερη προσοχή και στην ίδια την Ιστορία. Έχει γίνει δουλειά σε βάθος, δουλειά ιστορικής έρευνας και τεκμηρίωσης. Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί ο τρόπος που επέλεξε ο σκηνοθέτης να τα παρουσιάσει και να τα συνδέσει: συνδυάζει την αισθητική απόλαυση με το στοχασμό έτσι ώστε η ταινία να αποτελεί ένα ολοκληρωμένο μάθημα κινηματογράφου και Ιστορίας.
Για το τέλος κρατάμε τα λόγια του Ιωάννη Φίλωνα: «Σκέφτομαι τώρα, χρόνια μετά, πως ότι εκάμαμε, ήταν μια μεγάλη αποκοτιά. Αλλά κάπως έτσι δε γίνονται τα θαύματα;». Μήνυμα διαχρονικό και διαρκώς επίκαιρο!