Δεν είμαι βέβαιος αν πρέπει να βυθιστείς πρώτα στο ζωγραφικό έργο του Νίκου Εγγονόπουλου για να κατανοήσεις και να απολαύσεις την ποίηση του ή πρώτα να εντρυφήσεις στα ποιήματα για να συνομιλήσεις επαρκώς με το ζωγραφικό του έργο. Με αυτήν την αβεβαιότητα δεν ξέρω αν επαρκεί και έχει αντικειμενική αξία η δήλωση του ίδιου του Εγγονόπουλου: «Είμαι πρώτα ζωγράφος και μετά ποιητής», που έκανε στον Θανάση Νιάρχο και την εφημερίδα Θεσσαλία Βόλου το μακρινό πια για την εποχή μας 1976.

Το βέβαιο είναι ότι ο ελληνικός μοντερνισμός αντέχει και θριαμβεύει των καιρών. Το αποδεικνύει η έκθεση «Νίκος Εγγονόπουλος. Ο Ορφέας του Υπερρεαλισμού» και τα 140 έργα που απορροφούν το βλέμμα του επισκέπτη, σε τρεις ορόφους στο Ίδρυμα Β&Μ Θεοχαράκη, στην καλή επιμέλεια του Τάκη Μαυρωτά. Έργα που συγκεντρώθηκαν από διάφορες συλλογές και εν τέλει προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα του έργου του Έλληνα, αμετανόητου σε όλον τον βίο και την πολιτεία του, σουρεαλιστή ποιητή και ζωγράφου. Μικρή σημασία έχει η σειρά των τεχνών που υπηρετεί αφού κοινές είναι οι αισθητικές αναφορές και αναζητήσεις, οι μεταφυσικές αγωνίες που διακατέχουν τον δημιουργό όσο και οι πολιτικοί προβληματισμοί, τα σχόλια και οι στοχασμοί που διαπερνούν το σύνολο του έργου του.

 

 

Το δωμάτιο, ή και η ίδια η Ακρόπολη και όχι μόνον η θέα της, «ενοικιάζονται» τόσο στους σχετικούς πίνακες όσο και στο περίφημο ποίημα. Ο εμφύλιος πόλεμος τραυματίζει τη χώρα του το ίδιο βαθιά στο συγκεκριμένο ζωγραφικό έργο αλλά και μέσα από τους αντίστοιχους στίχους του. Η ζωγραφική και συνάμα ποιητική φαντασμαγορία του δεν είναι άλλη από τη λατρεία της αρχαίας Ελλάδας και η ευλάβεια στη βυζαντινή αισθητική και το ιδεολόγημα που στηρίζει την «άποψη Εγγονόπουλου» είναι το σχήμα της αδιατάρακτης συνέχειας του ελληνισμού κατά τον τρόπο του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου… Σχήμα τριμερές και ακατάλυτο -κατά την κρίση του- από τον χρόνο και που περιλαμβάνει ισότιμα τον αρχαίο, την βυζαντινό και τον σύγχρονο ελληνισμό. Σχήμα που ζει και βασιλεύει στο φαντασιακό της γενιάς του τριάντα όπου ανήκει και ο ήρωάς μας. Το βλέμμα του κοσμοπολίτη σουρεαλιστή είναι κοινό και χαϊδεύει με την ίδια θωπευτική και συνάμα ερευνητική διάθεση πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις, σχήματα, σχέδια και εικόνες που αποτυπώνουν τον κόσμο του Νίκου Εγγονόπουλου.

Ο χρόνος στον Εγγονόπουλο είναι κυκλικός. Είναι ο χρόνος της αρχαιοελληνικής κοσμολογίας. Είναι ο χρόνος κύκλος που μπορεί και περικλείει στην ίδια ζωγραφική επιφάνεια το τριμερές του ελληνισμού, τον αρχαίο πολεμιστή, τον βυζαντινό άγιο και τον φουστανελά της επανάστασης, τα γυαλιά ηλίου και την χαρτοταινία «ενοικιάζεται» με θέα την Ακρόπολή, και κατοίκους τον Ορφέα, τον Ερμή και την Ευρυδίκη του 1949, όλα μαζί σε ένα περπάτημα ή αλλιώς «στου γλυτωμού το χάζι» που θά ’λεγε και ο Νικήτας Ράντος, ο έτερος μέγας σουρεαλιστής, σκέτος εραστής του λόγου αυτός και πολύ λιγότερο γνωστός, Ράντος ή Κάλλας, Φαίδρα-Φαιδρούλα ή Ευρυδίκη δεν έχει σημασία...

Το ζωγραφικό λεξιλόγιο του Εγγονόπουλου πηγάζει από το σουρεαλιστικό DNA του, είναι μερικώς a la manière de Γεωργίου ντε Κύρικο -όπως ο ίδιος ο Εγγονόπουλος προσφωνεί τον διάσημο μέντορα του εκ Βόλου ορμώμενο ο οποίος και κατέληξε στη συνέχεια του βίου και της τέχνης του στη μητρώα Ιταλία και στο μεταφυσικό αναγεννησιακό απομεινάρι της που πλάθει-, σίγουρα γοητευτικό ή και καθηλωτικό και εντελώς αναγνωρίσιμο ακόμη και στον θεατή του 2022. Θα τολμήσω ταπεινά να σκεφτώ όμως ότι κάτω από την επιφάνεια της προφανούς επιρροής του Giorgio de Chirico, στον Εγγονόπουλο και τη ζωγραφική του υπάρχει η μορφή του κυκλαδίτικου ειδώλιου, το σώμα γυμνασμένου αθλητή της Αθήνας, τα έντονα χρώματα της Μεσογείου και ίχνη βυζαντινής μανιέρας αλα Κόντογλου. Και κάτι σοβαρό κι ενδιαφέρον ακόμα: Ο de Chirico, αν και ματώνει τον κόσμο του ο «μεγάλος πόλεμος», ουδέποτε στο έργο του σχολίασε ή αναφέρθηκε στα του κόσμου ετούτου. Αντίθετα, ο Εγγονόπουλος παραμένει εντός του ιστορικού συγκείμενου που διαβιεί και σχολιάζει, πικρά, με ελαφρύ μειδίαμα ή αιχμηρό σαρκασμό, τα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα του τόπου του. Χαίρεται και θλίβεται. Σέβεται και αποδομεί. Κάνει λάθη και συνεχίζει.

 

 

Επιστρέφω και επιμένω στα παραδείγματα του «Ενοικιάζεται», του Εμφυλίου και της Κατοχής, των αρχαιοελληνικών αδριάντων με τα γυαλιά ηλίου και τον βυζαντινώ τω τρόπω «άγιο» Καβάφη παρά τους τότε καιρούς (1948), τους δύσκολους, για τέτοιες «αγιογραφίες». Ο Εγγονόπουλος πάσχει και συμπάσχει και καταφάσκει και αντιφάσκει και δεν φοβάται και δεν πειράζει... Είναι κοσμοπολίτης εθνικιστής με τον γοητευτικό τρόπο και τις ακροβασίες του παραλόγου. Είναι σχοινοβάτης, επιδέξιος ισορροπιστής, με αυτιά τεντωμένα στους καιρούς και μάτια στραμμένα στο μέλλον του παρελθόντος που αγαπά και στο οποίο διαρκώς αναφέρεται.

Εν κατακλείδι, να κλείσουμε το κείμενο τούτο με στίχους από τα αντίστοιχα ποιήματα του. Στο περίφημο «Ενοικιάζεται» αρχίζει με την παράγραφο «μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο παρέδωσε το πνεύμα η ωραία αθηναία κόρη ξαπλωμένη στα μεταξωτά χιράμια -τα ξανθιά μαλλιά ξέπλεκα γύρω στην κερένια κεφαλή- ακούγονταν οι καμπάνες της Αγια-Σωτήρας που βάραγαν εσπερινό ως την επομένη ξημέρωνε η εορτή του προφήτη Σαμουήλ»… κι αφού περνάει ολόκληρη η ζωή, η μικρή και η μεγάλη ιστορία, μέσα στο δωμάτιο τούτο, καταλήγει γλυκόπικρα και πολλές δεκαετίες πριν το ανερμάτιστο

«σήμερα», γράφοντας: «έζησα και εγώ -ο γράφων- μέσ’ σε τούτο το δωμάτιο χρόνια πολλά -φτωχά- κι’ ως πάντα κι’ εδώ γιομάτος πάθος ασχολήθηκα με τη ζωγραφική την ποίηση τη γλυπτική αλλά και τη φιλοσοφία και τον έρωτα κι έμεινα ώρες καθισμένος -να καπνίζω- σε κει δα το παράθυρο κυττάζοντας άλλοτε τον ουρανό κι άλλοτε το δρόμο και τώρα πρέπει -φεύ- κι εγώ να φεύγω -δεν αποκλείεται άλλωστε να μου μέλλονται καλύτερα- πάλι το ενοικιάζουν το δωμάτιο».

Ιδού καταληκτικά και οι στίχοι από το ποίημα «Ποίηση 1948»

τούτη η εποχή

του εμφυλίου σπαραγμού

δεν είναι εποχή

για ποίηση

κι’ άλλα παρόμοια:

σαν πάει κάτι

να

γραφή

είναι

ως αν

να γράφονταν

από την άλλη μεριά

αγγελτηρίων

θανάτου

γι’ αυτό και

τα ποιήματά μου

είν’ τόσο πικραμένα

(και πότε -άλλωστε- δεν είσαν;)

κι’ είναι

-προ πάντων-

και

τόσο

λίγα

 

 

Στίχοι που αναφέρονται στον πίνακα «Ο Εμφύλιος Πόλεμος 1948» με τις δύο γυναίκες που είναι ντυμένες η μία με κόκκινο (σαν) μαγιό και ριγωτές γαλανόλευκες κάλτσες και η άλλη με μπλε φόρεμα και κάλτσες με κόκκινες και άσπρες ρίγες. Η μια στέκει λαβωμένη, η άλλη τρέχει και λαβώνει…

Ο Νίκος Εγγονόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1907 και πέθανε το 1987. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ με δασκάλους τους Κωνσταντίνο Παρθένη, Δημήτριο Μπισκίνη, Θωμά Θωμόπουλο και Γιάννη Κεφαλληνό. Στη συνέχεια, χάρη στη μαθητεία του κοντά στο Φώτη Κόντογλου και τον καθηγητή Αλέξανδρο Ξυγγόπουλο ήλθε σε επαφή με την παράδοση και την ουσία της βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης. Το 1967 διορίστηκε καθηγητής στην έδρα της ζωγραφικής στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Μετσόβειου Πολυτεχνείου, όπου από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 εργαζόταν ως επιμελητής. Το 1939 παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση, στην οικία του Ν. Καλαμάρη, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις της κριτικής, και ακολούθησε σειρά ατομικών παρουσιάσεων και συμμετοχών σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις. Το 1954 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας και ένα χρόνο αργότερα πήρε μέρος στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο. Το 1958 τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο Ποίησης του Υπουργείου Παιδείας και το 1966 του απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Γεώργιου Α΄ για το ζωγραφικό του έργο. 

Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι τον Ιούνιο του τρέχοντος…

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet