Η ομάδα του Παναθηναϊκού του 1930
Tόλμη, επιμονή, ικανότητα: τρία στοιχεία που συντροφεύουν τους ανήσυχους εκείνους ανθρώπους, στους οποίους δεν αρκεί μια «καλή δουλειά» και «οικογενειακή ηρεμία», μα αισθάνονται βαθιά μέσα τους την ανάγκη να προσφέρουν ουσιαστικό έργο, να ωθούν τα πράγματα προς τα μπρος, να εμπνέουν τον περίγυρό τους. Αναμφίβολα, ο ούγγρος προπονητής Γιόζεφ Κιούνσλερ ήταν τέτοια προσωπικότητα. Πήρε απ’ το χέρι το ελληνικό και το κυπριακό ποδόσφαιρο και βήμα-βήμα τα ξεκόλλησε από τη στασιμότητα. Την πορεία του ανιχνεύει ο Μάνος Ανδρουλάκης στο βιβλίο “Κιούνσλερ: ο αρχιτέκτονας του ελληνικού και κυπριακού ποδοσφαίρου” (Εκδόσεις Belle Époque).
Η ζωή του Κιούνσλερ είναι ένα συναρπαστικό ταξίδι στον χρόνο. Όλος του ο βίος ήταν αφιερωμένος στο άθλημα που τόσο αγαπούσε. Από τα «σαλόνια» του γερμανικού και ουγγρικού πρωταθλήματος στο άσημο ελληνικό ποδόσφαιρο· από το ανεπανάληπτο έπος του 1930 στα πρώτα βήματα της εθνικής Ελλάδος· από τον Παναθηναϊκό στην Κύπρο, όπου οργάνωσε, στελέχωσε, γαλούχησε ποδοσφαιρικά τη χώρα· από τη δόξα στη Μεγαλόνησο, αιχμάλωτος σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Αφρική· από τη φρίκη του πολέμου στη μεταπολεμική αναγέννηση του κυπριακού ποδοσφαίρου.
Όταν το φθινόπωρο του 1928 άφηνε την Ουγγαρία, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα επέστρεφε μόνο για βραχύβια διαστήματα. Ως το τέλος της ζωής του, η Αθήνα και, κυρίως, η Λευκωσία ήταν οι πόλεις όπου έδρασε. «Ο Κιούνσλερ ήταν ένας προπονητής που αγαπούσε τον Παναθηναϊκό μ’ όλη τη φλόγα και όλο το πάθος της μαγυάρικης καρδιάς του», αφηγήθηκε για εκείνον ο φίλος του και… συγκάτοικος στο γήπεδο Θανάσης Νίκαινας.
Χωρίς υπερβολή, το ελληνικό ποδόσφαιρο ανέβηκε… δέκα σκαλιά με την έλευσή του. Επί σειρά ετών συνδέθηκε και με την εθνική ομάδα. Οι δε διοικούντες το Τριφύλλι αποφάσισαν από την 1η Δεκεμβρίου 1930 να του αυξήσουν τον μισθό σε 12.000 δραχμές. «Κρατάτε τον, μη μας φύγει», θα μπορούσαν κάλλιστα να λένε στα Δ.Σ. Η εφημερίδα «Αθλητισμός» ανέφερε για εκείνον: «Διεκδικεί την τιμή να ονομάζεται ιδρυτής του συστήματος των ‘τσικό’ στα ποδοσφαιρικά σωματεία του κέντρου. Το ελληνικό ποδόσφαιρο και ο Παναθηναϊκός, πολλοί σημερινοί άσοι του οποίου φόρεσαν τη στολή της εθνικής ομάδας, χρωστούν την εξέλιξή τους σε αυτόν τον άνθρωπο».
Αντώνης Μηγιάκης, Μίμης και Στέφανος Πιερράκος, Σπύρος Υποφάντης, Κώστας και Μήτσος Μπαλτάσης, Μιχάλης Βασιλείου, Αντώνης Τσολίνας, Διομήδης Συμεωνίδης, Κώστας Ανδρίτσος, ήταν μερικοί από τους παίκτες που αναδείχθηκαν εκείνη την εποχή. Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει στον Άγγελο Μεσσάρη, ο οποίος όφειλε πολλά στον Κιούνσλερ. Ο Ούγγρος γνώριζε καλά τη δεξιά μεσοεπιθετική πλευρά λόγω του πρόσφατου ποδοσφαιρικού παρελθόντος του, επομένως έμαθε πολλά μυστικά της θέσης στον ταλαντούχο Έλληνα. Η οριστική αποχώρηση του «ξανθού Άγγελου» τη σεζόν 1931-32, ανάμεσα στα τόσα σοβαρά εσωτερικά ζητήματα της ομάδας εκείνη την περίοδο, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη ζοφερή εποχή που περιήλθε ο Παναθηναϊκός. Πρωτύτερα, όμως, το Τριφύλλι θριάμβευσε στο Πρωτάθλημα Αθηνών της σεζόν 1930-31.
Παράλληλα, την Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 1931 επιβλήθηκε 5-2 της «Ένωσης» σε φιλική αναμέτρηση. Ακριβώς έναν μήνα νωρίτερα (7 Δεκεμβρίου 1930), η Εθνική Ελλάδας συνέτριψε 6-1 την αντίστοιχη της Βουλγαρίας στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, στο πλαίσιο του 1ου Βαλκανικού Κυπέλλου Εθνών. Προπονητής της εθνικής ομάδας ήταν ο Κιούνσλερ και πρωταγωνιστής του αγώνα ένα «παιδί» του, ο Αντώνης Τσολίνας, ο οποίος πέτυχε «καρέ» (τα άλλα δύο γκολ σημειώθηκαν από τον συμπαίκτη του Άγγελο Μεσσάρη).
Παρεμπιπτόντως, παρουσιάζει ενδιαφέρον η άποψη του Τσολίνα για τους ξένους προπονητές, όπως αυτή δημοσιεύθηκε σε συνέντευξή του στην «Αθλητική Ηχώ» στις 14 Αυγούστου 1953. Ο φημισμένος γκολτζής με το πανίσχυρο σουτ εξέφραζε τη χείριστη άποψη για όλους όσοι έρχονταν από το εξωτερικό. «Πού οι προπονηταί της εποχής μας. Ο δικός μας ο Κιούνσλερ του Παναθηναϊκού, ο Κόβατς του Ολυμπιακού… Ξένοι ήσαν κι αυτοί, αλλά πόσο διαφορετικοί από τους σημερινούς. Δεν θα ξεχάσωμε ποτέ τον Κιούνσλερ. Ήταν ένας ξένος, ένας επαγγελματίας. Κι όμως αγαπούσε το σωματείο του σαν να είχε βγη κι ο ίδιος απ’ αυτό. Η αγάπη του Κιούνσλερ για τον Παναθηναϊκό και για μας τους παίκτες του, ήταν κάτι το μεγαλειώδες. Και γι’ αυτό ακριβώς μόνο επιτυχίες γνώριζε το έργο του».
Η ΕΠΟ αναφέρει ότι η ενδεκάδα της Εθνικής στο ματς με τη Βουλγαρία είχε συγκροτηθεί από μία επιτροπή της ομοσπονδίας. Πάντως, είναι εξακριβωμένο ότι προπονητής των «γαλανόλευκων» ήταν ο Κιούνσλερ. Μάλιστα, στις 3 Νοεμβρίου 1930, ο Ούγγρος είχε πάρει άδεια από τον Παναθηναϊκό, για να αναλάβει την προπόνηση του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος. Αυτό το επιβεβαιώνει και μία μεταγενέστερη (14 Μαρτίου 1931) επιστολή στην εφημερίδα “Sporthirlap”, γραμμένη από έναν συμπατριώτη και συνάδελφο του Κιούνσλερ, τον Τίμπορ Χέσερ (έμεινε στην ιστορία ως Έσερ), ο οποίος επίσης έβγαζε το ψωμί του στην Ελλάδα εκείνη την εποχή. Σε επίσημη έκδοση της ΕΠΟ, διαβάζουμε ότι για την επιτυχία των «γαλανόλευκων», η ομοσπονδία δέχτηκε τα εύσημα, επειδή κατόρθωσε να διατηρήσει στο πόστο του προπονητή μία προσωπικότητα όπως ο Ούγγρος.