Το φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης έφτασε ήδη στην 24η χρονιά του. Για όσους το παρακολουθούμε τακτικά αποτελεί ένα πολύ σημαντικό καλλιτεχνικό γεγονός που το περιμένουμε κάθε χρόνο. Εκτός του ότι μας έμαθε να βλέπουμε ντοκιμαντέρ, μας έδωσε την ευκαιρία να έρθουμε σε επαφή με τεράστια ποικιλία θεμάτων που προσεγγίζονται με ανεξάρτητη, προοδευτική και ρηξικέλευθη ματιά. Πριν από μερικά χρόνια το φεστιβάλ χαρακτηριζόταν ως «Εικόνες του 21ου αιώνα» και είχε τα εξής θεματικά τμήματα: Περιβάλλον, Πορτρέτα: Ανθρώπινες διαδρομές, Ανθρώπινα δικαιώματα, Μουσική, Τέχνες, Όψεις του κόσμου, Η καταγραφή της μνήμης, Πρόσφυγες: Απόδραση προς την ελευθερία;, Μικρές αφηγήσεις, Ελληνικό πανόραμα, Ντοκιμαντέρ για παιδιά, Αφιερώματα. Όλος αυτός ο πλούτος της θεματολογίας προέκυψε από την έμπνευση, το ριζοσπαστικό πνεύμα και την καθοδήγηση ενός σπουδαίου ανθρώπου του κινηματογράφου, του Δημήτρη Εϊπίδη.
Πώς είναι όμως τα πράγματα σήμερα; Ο χαρακτηρισμός του φεστιβάλ ως «Εικόνες του 21ου αιώνα» έχει εγκαταλειφθεί και μαζί του απουσιάζει πλέον η ευρύτατη θεματολογία του. Κυριαρχούν τα πολλά διαγωνιστικά τμήματα, ένα πλήθος ελληνικών ντοκιμαντέρ που πολλά από αυτά είναι αδιάφορα και αμφιβόλου ποιότητας κι όλα τα υπόλοιπα σουμάρονται στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες» δημιουργώντας ένα μπερδεμένο κι ανομοιογενές πλήθος ταινιών. Το κλασικό εφημεριδάκι του φεστιβάλ, που παλιότερα έβγαινε σε πολλά τεύχη και ήταν πλούσιο σε κείμενα γνώμης και συνεντεύξεις δημιουργών, κατάντησε τώρα σε ένα μοναδικό τεύχος επικοινωνιακού αλαλούμ, αναπαραγωγής περιλήψεων και διαφημιστικής προβολής των χορηγών Επίσης, επικρατεί μια λάιφ-στάιλ αντίληψη της διοργάνωσης που έχει αφαιρέσει τον παλιό της ριζοσπαστισμό και απουσιάζουν πλέον τα αφιερώματα σε σημαντικούς δημιουργούς που έδιναν ιδιαίτερη αίγλη στο φεστιβάλ. Οι καιροί των αφιερωμάτων στην Μπάρμπαρα Κόπλ και στον Πατρίσιο Γκουζμάν φαίνεται να έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Κάποιες παραγωγές των λεγόμενων μεγάλων χορηγών, όπως η Cosmote TV, δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα περισσότερο από παραγγελίες θεμάτων τηλεοπτικής αισθητικής, εύπεπτου κι ανώδυνου περιεχομένου.
Στην φετινή διοργάνωση, διαφημίστηκε πολύ και δημιούργησε μεγάλες προσδοκίες λόγω του θέματος του Ολοκαυτώματος των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, το ντοκιμαντέρ «Η πόλη και η πόλη» των Σύλλα Τζουμέρκα και Χρήστου Πασσαλή. Η χρηματοδότησή της από πολλά, μεγάλα και κάποια εξ αυτών αμφιλεγόμενα ιδρύματα, το ανερμάτιστο ύφος των σκηνοθετών μετά την προβολή, η επιδερμική προσέγγιση ενός τόσο ευαίσθητου θέματος για την πόλη χωρίς να θίγονται (γιατί άραγε;) πανθομολογούμενες ευθύνες και συνεργασίες ντόπιων παραγόντων με τους ναζί, θυμίζει ένα παλιό ρητό: πες μου τους χορηγούς σου να σου πω ποιος είσαι!
Στις αιχμηρές ερωτήσεις του κοινού μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ, οι συντελεστές της ταινίας απάντησαν με περισσή λάιφ-στάιλ κενότητα, προκλητική άγνοια και έλλειψη ευαισθησίας για το τεράστιο θέμα που είχαν να τεκμηριώσουν. Το φεστιβάλ δεν ανέφερε τίποτα από αυτά τα ερωτήματα του κοινού στο σχετικό δελτίο τύπου, προφανώς για να μην διαταράξει την ιλουστρασιόν επικοινωνιακή του εικόνα. Η ιστορικός Ρένα Μόλχο, γόνος παλιάς οικογένειας της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, παρακολούθησε το ντοκιμαντέρ και σχολιάζει:
«Στο πλαίσιο του 24ου Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ, την Τρίτη 15 Μαρτίου 2022, παρακολούθησα την ταινία των Σύλλα Τζουμέρκα και Χρήστου Πασσαλή «Η πόλη και η πόλη», η οποία χρηματοδοτήθηκε εντυπωσιακά από πολλά ιδρύματα μόνο και μόνο επειδή υποτίθεται ότι το θέμα της ταινίας θα εστίαζε στο Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο αν και το story της ταινίας περιλαμβάνει πολλά ατάκτως ειρημένα, αυτολογοκριμένα ή και παραποιημένα ορισμένα από τα πραγματολογικά στοιχεία της υπόθεσης (π.χ. ότι οι ναζί και όχι οι ντόπιοι εργάτες του δήμου κατέστρεψαν το εβραϊκό νεκροταφείο κ.ά.), δεν περιορίζεται σε αυτά που θα αρκούσαν, βέβαια, για να ξυπνήσουν την ιστορική ενσυναίσθηση των θεατών. Όπως μας πληροφόρησαν οι ίδιοι οι σκηνοθέτες στη συζήτηση που ακολούθησε την προβολή δεν είναι αυτός ο σκοπός τους (…) Πέρα από τον ναρκισσισμό και τη χρηματοδότηση τους, το Ολοκαύτωμα για το οποίο όπως μας ανακοίνωσαν δεν γνώριζαν τίποτε τρία χρόνια νωρίτερα, δεν τους αφορά παρά μόνο ως πρόσχημα και όχι ως ουσία που ενίοτε αλλάζει συνειδήσεις. Κατάπληκτος μπροστά στην ύβρη των σκηνοθετών ο κόσμος που ενδιαφέρεται και παρακολουθεί από κοντά σχετικές εκδηλώσεις, εγκατέλειψε την αίθουσα απορημένος».