Αυτές τι μέρες γίνεται συζήτηση στην Ευρώπη για το ευρωομόλογο μαμούθ για την Άμυνα και την Ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ. Ωστόσο, ακόμα και σήμερα που στο διπλό τσουνάμι της πανδημίας και της έκρηξης τιμών των ενεργειακών προϊόντων, προστέθηκε η πυρκαγιά της πολεμικής έκρηξης, οι θεματοφύλακες του μονεταριστικού, νεοφιλελεύθερου ευρωμπλόκ αντιστέκονται, προβάλλοντας το σκιάχτρο του πληθωρισμού και του δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Στην πραγματικότητα οι «σφικτές» χώρες υπερασπίζονται το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα, είτε εντός, είτε εκτός ευρωζώνης, ενώ οι οικονομικοί παράγοντες την υπερδεκαετή κυριαρχία των αγορών επί της πολιτικής.
Χρειάζεται όντως η ΕΚΤ να σχεδιάσει προϊόντα–εργαλεία, όπως το ευρωομόλογο για τις ενεργειακές και αμυντικές ανάγκες της ΕΕ. Αρκετά έχουν επιβαρυνθεί οι κρατικοί και ο κοινοτικός προϋπολογισμός. Όταν, όμως, βάζεις στο ίδιο τσουβάλι δύο μεγάλα σακιά από διαφορετικά υλικά, υπάρχει ο κίνδυνος ή να σπάσει το τσουβάλι ή να αναμιχθούν τα υλικά. Και στις δύο περιπτώσεις οι ευρωπαϊκές κοινωνίες θα βγουν ζημιωμένες. Αυτό που σίγουρα έπρεπε να έχει σχεδιασθεί από καιρό, είναι ένα ευρωομόλογο για να καλύψει το κόστος αφενός αυτής καθεαυτής της κλιματικής αλλαγής, αφετέρου της λόγω κλιματικής αλλαγής αναγκαίας ενεργειακής μετάβασης. Κατά το δεύτερο σκέλος του μπορεί να γίνει ελκυστικό σε επενδυτές, γιατί η ενεργειακή μετάβαση μπορεί να συνδεθεί με τη νέα οικονομία που θα προκύψει προϊούσης της ενεργειακής μετάβασης και με τις αναπτυξιακές προοπτικές παραγωγικών και κατασκευαστικών βραχιόνων της νέας αυτής οικονομίας.
Τα ζητούμενα
Τα κόστη που θα καλύπτει αυτό το ευρωομόλογο πρέπει να αφορούν στα εξής:
1) Ενεργειακή Μετάβαση. Αυτή περιλαμβάνει μεταξύ άλλων:
α) Το κόστος προσαρμογής των εθνικών ενεργειακών συστημάτων στην ΕΕ στη στρατηγική και τους στόχους της απανθρακοποίησης [i) μετατροπή εθνικού ενεργειακού μίγματος, ii) αυξημένο κόστος επενδύσεων σε ΑΠΕ, αν θεσπιστούν (ως οφείλουν) περιβαλλοντικά και πολιτικά αξιόπιστα χωροταξικά πλαίσια, ίσως χρειάζεται να θεσπιστεί σχετικό πλαίσιο – οδηγός (directive) σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το οποίο όμως να εφαρμόζεται iii)αυξημένες εφεδρείες των ενεργειακών συστημάτων στο μεταβατικό στάδιο μέχρι να γίνουν οικονομικά βιώσιμες οι τεχνολογίες αποθήκευσης].
β) Οικονομική αποζημίωση για τη λειτουργική απαξίωση του ορυκτού τους πλούτου, στις χώρες που έχουν κοιτάσματα λιγνίτη, λιθανθράκων, υδρογονάνθρακων και γενικά καύσιμων ορυκτών. Η αποζημίωση θα συνιστά αντιστάθμιση της μη αξιοποίησης των εθνικών αυτών πόρων τους, λόγω της υιοθέτησης από τις χώρες αυτές της στρατηγικής για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Η αποζημίωση αυτή θα υπολογίζεται με βάση το αντίστοιχο οικονομικό όφελος που χάνει σε ετήσια βάση κατ' εκτίμηση, εκάστη χώρα εξ αυτών. Το ποσό θα μεταφέρεται στο αντίστοιχο δημόσιο ταμείο με τη δέσμευση της χώρας να κατανέμεται σε συντάξεις, υγεία, παιδεία.
2) Φυσικά φαινόμενα λόγω κλιματικής αλλαγής: Το κόστος ανασχεδιασμού και ανακατασκευής των υποδομών και των υπηρεσιών που επηρεάζονται από τη ραγδαία ήδη εξελισσόμενη κλιματική αλλαγή, δηλαδή μεταξύ άλλων: i) αναθεώρηση πινάκων ύψους βροχής, ανασχεδιασμός δικτύων αποχέτευσης, ii) αυξημένο κόστος κλιματισμού σε ιδιωτικά και δημόσια κτίρια, κυρίως στις χώρες του Νότου, iii) αυξημένες υποδομές και μέτρα πυροπροστασίας, iv) στατική ενίσχυση ή/και ανασχεδιασμός φραγμάτων, γεφυρών, ίσως και λιμανιών, v) κοινωνικό ταμείο για την ενίσχυση των επαγγελματιών που κατά περίπτωση και γεωγραφική θέση πλήττονται από την κλιματική αλλαγή (αγρότες, αλιείς, τουρισμός, κλπ). Προφανώς υπάρχουν κι άλλα που συμπληρώνουν τη λίστα.
Η στάση της Αριστεράς
Αναφορικά με το ευρωομόλογο, όλα τα παραπάνω (και ίσως και άλλα περισσότερα) θεωρώ πως εδράζονται σε σοβαρή αιτιολόγηση και ισχυρή επιχειρηματολογία. Το σημείο 1β αφορά ιδιαίτερα στη χώρα μας και ανατρέπει μια άτυπη «σιωπηρή» τακτική της ανανεωτικής Αριστεράς, κατά την οποία, προκειμένου να προχωρήσουν οι πολιτικές βιώσιμης ανάπτυξης (ανθρακοποίηση, ΑΠΕ κλπ), δεν τίθεντο άλλα ζητούμενα, τα οποία πιθανόν να δυσχέραιναν τις σχετικές πολιτικές αποφάσεις σε διακρατικό επίπεδο. Κάποιοι θα πουν λοιπόν, ίσως από μέσα τους, «τώρα τα θυμηθήκατε;». Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 όταν ξεκίνησαν οι πολιτικές για τις ΑΠΕ στην ΕΕ «δεν βάλατε τέτοια ζητήματα». Το 2012 όταν ξεκίνησε το χρηματιστήριο των ρύπων «δεν υποβάλατε ενστάσεις, δεν βάλατε καν αστερίσκους». Οι κοινωνίες, όμως, δεν υπογράφουν συμβόλαια ούτε με το λόμπι του λιγνίτη, ούτε με το λόμπι των ΑΠΕ, ούτε με οικολογικές ΜΚΟ, ούτε με SHELL, EXXON TOTAL. Υπογράφουν συμβόλαια με τα παιδιά και τα εγγόνια τους, όχι όμως μόνο για το αύριο. Πρώτα από όλα υπογράφουν συμβόλαια για το σήμερα.
Τα παραπάνω ζητήματα δεν έχουν γίνει αντικείμενο δημόσιου διαλόγου εντός ΣΥΡΙΖΑ, ενώ είναι σίγουρο ότι πολλές πτυχές του παραπάνω πλαισίου απασχολούν από καιρό αρκετά μέλη και στελέχη, ειδικά αυτούς που ασχολούνται με την οικονομία και τα ενεργειακά θέματα. Γιατί, όμως, δεν διαμορφώθηκε μια πρόταση που θα τίθετο στη βάσανο του δημόσιου διαλόγου;
Γιατί δεδομένων των διεθνών συνθηκών και του κλίματος και των κανόνων της ευρωζώνης δεν τολμάμε να ζητάμε τέτοια πράγματα. Κι όχι μόνο αυτό. Δεν τολμάμε ούτε να συζητάμε τέτοια πράγματα. Και υπάρχει κι άλλο ακόμα χειρότερο. Δεν τολμάμε ούτε καν να σκεφτόμαστε τέτοια πράγματα!
Αυτό σύντροφοι πρέπει να τελειώσει. Γιατί αν δεν τελειώσει αυτό, θα τελειώσει ο ΣΥΡΙΖΑ και η Ευρωπαϊκή Αριστερά!