Εδώ και καιρό το διεθνές σύστημα βρίσκεται σε μία μεταβατική φάση, που χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από την ανάδυση νέων κέντρων στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος, όπως η Κίνα και η Ρωσία. Πρόκειται για ένα γεγονός, που οι ΗΠΑ αντιλαμβάνονται ως μία αυξανόμενη απειλή για την αμερικανική ηγεμονία, την οποία είναι αποφασισμένες να προστατεύσουν με κάθε κόστος. Προετοιμαζόμενες για την νέα αναμέτρηση με την Ρωσία και την Κίνα, η Ουάσινγκτον δημιουργεί νέες συμμαχίες, όπως αυτή μεταξύ των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Αυστραλίας, για να αντιμετωπίσουν τις απειλές που θεωρούν ότι αναδύονται στον Ινδικό και Ειρηνικό ωκεανό και, όπως προκύπτει από τις οργισμένες ή και αμήχανες αντιδράσεις συμμάχων τους στο ΝΑΤΟ, χωρίς καν να τους έχουν ενημερώσει. Φαίνεται πως οι ΗΠΑ θεώρησαν ότι έχουν εξασφαλίσει τον έλεγχο της Ευρώπης μέσω της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, και μάλιστα ζητώντας συνεχώς από τους συμμάχους της να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες. Παράλληλα, φαίνεται να θεώρησαν ότι έχουν εξασφαλίσει και τον έλεγχο της ευρύτερης Μέσης Ανατολής και του Κόλπου, παρά τις πολλαπλές τους αποτυχίες.
Κατά συνέπεια, μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί μία πτυχή της αδυσώπητης πάλης που διεξάγεται σε διεθνές επίπεδο για την αναδιάταξη της παγκόσμιας ιεραρχίας ισχύος. Ωστόσο, ο πόλεμος αυτός, πέραν της ανθρώπινης τραγωδίας που προκαλεί, και πέραν των κινδύνων επέκτασής του σε ευρωπαϊκό έδαφος, ανέδειξε με τον πλέον εμφατικό τρόπο το πρόβλημα της ενεργειακής ασφάλειας της Ευρώπης, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το ρωσικό φυσικό αέριο. Παράλληλα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι κυρώσεις στο πλαίσιο μίας παγκοσμιοποιημένης πλέον οικονομίας, δεν θα πλήξουν μόνον τη χώρα στην οποία επιβάλλονται αλλά θα πλήξουν, λιγότερο ή περισσότερο, και τις χώρες που τις επιβάλλουν. Ως εκ τούτου, οι κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας πλήττουν μεν την Μόσχα, αλλά ταυτόχρονα επιτείνουν δραματικά την ενεργειακή κρίση που ήδη αντιμετώπιζε η Δύση εξ αιτίας του κορονοϊού. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να αναζητηθούν τρόποι αντιμετώπισής της, πράγμα που σημαίνει την ανάγκη εξομάλυνσης των σχέσεων με χώρες, όπως το Ιράν ή η Βενεζουέλα, οι οποίες έχουν υποστεί ασφυκτικές κυρώσεις και έχουν περιθωριοποιηθεί από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους.
Ιδιαίτερα περίπλοκη κατάσταση
Εστιάζοντας στην Μέση Ανατολή και τον αραβο-περσικό Κόλπο, παρατηρεί κανείς μία ιδιαίτερα περίπλοκη κατάσταση, βασικά χαρακτηριστικά της οποίας είναι οι ανεπίλυτες συγκρούσεις, οι μακροχρόνιες κρίσεις που προστέθηκαν σ’ αυτές μετά τις εξεγέρσεις του 2011 και μετατράπηκαν σε πολέμους δι’ αντιπροσώπων, όπως λ.χ. στην Συρία ή στην Υεμένη, η τεράστια επιρροή του πολιτικού Ισλάμ που προσλαμβάνεται ως μείζονα απειλή για τα κοσμικά καθεστώτα της περιοχής, με αποτέλεσμα την έναρξη του νέου ενδοαραβικού Ψυχρού Πολέμου, όμως αυτή τη φορά αντίπαλος δεν είναι τα λεγόμενα προοδευτικά καθεστώτα, αλλά το σουνιτικό πολιτικό Ισλάμ. Τέλος, στο πλαίσιο της πολιτικής Τράμπ, μετά την περιβόητη «Συμφωνία του αιώνα» για το Παλαιστινιακό, το μείζον αυτό ζήτημα περνάει στο απόλυτο περιθώριο, η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ αποτελούν τους πυλώνες της αμερικανικής πολιτικής στην περιοχή, πράγμα που επιτρέπει στις ΗΠΑ να ρίξουν το στρατηγικό τους βάρος στην αντιμετώπιση της Ρωσίας και της Κίνας. Τέλος, το Ισραήλ ενισχύεται περαιτέρω με τις λεγόμενες Συμφωνίες του Αβραάμ, ενώ ο αραβικός κόσμος βρίσκεται κατακερματισμένος, αποδυναμωμένος, όσο ποτέ άλλοτε, και αντιμέτωπος με εκρηκτικά εσωτερικά προβλήματα, τα οποία αδυνατεί να επιλύσει.
Αλλαγές στην Μέση Ανατολή και τον Κόλπο
Ωστόσο, από τον Ιανουάριο του 2021 αρχίζουν να διαφαίνονται σημαντικές αλλαγές στην Μέση Ανατολή και τον Κόλπο, με πρώτη την εξομάλυνση των σχέσεων Κατάρ – Σαουδικής Αραβίας και άλλων αραβικών χωρών, που σήμανε την λήξη της κρίσης, που άρχισε το 2017. Η κρίση αυτή οφειλόταν στις εσωτερικές αλλαγές που πραγματοποίησε το Κατάρ, με αιχμή του δόρατος τη δημιουργία του Αλ Τζαζίρα, όσο και στην εξωτερική πολιτική της Ντόχα που στήριζε τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, σε αντίθεση με το Ριάντ, το οποίο από αρωγός τους επί δεκαετίες έγινε σφοδρός πολέμιός τους μετά τον πολιτικό τους θρίαμβο σε όσες χώρες έγιναν εκλογές μετά τις εξεγέρσεις του 2011. Πέραν αυτών, ζωτικής σημασίας αιτία της κρίσης ήταν οι οικονομικές, κυρίως, σχέσεις που ανέπτυξε το Κατάρ με το Ιράν, που γινόταν αντιληπτό ως ζωτική απειλή κατά της ασφάλειας της Σαουδικής Αραβίας αλλά και του Ισραήλ, για την συνεκμετάλλευση των πλούσιων υποθαλάσσιων κοιτασμάτων φυσικού αερίου στο Νότιο Πάρς.
Στη συνέχεια, τόσο το Ιράν όσο και η Σαουδική Αραβία επιβεβαίωσαν ότι είχαν διπλωματικές επαφές, πράγμα που θα ήταν αδιανόητο λίγο πριν, και όπως φαίνεται τόσο η Τεχεράνη όσο και το Ριάντ έχουν κάθε λόγο στις δεδομένες συνθήκες να παραμερίσουν τις διαφορές τους και να συνεργαστούν. Πράγματι, οι ασφυκτικές οικονομικές κυρώσεις στην Τεχεράνη, το κόστος του πολέμου στην Συρία και την Υεμένη αλλά και η δραματική κατάσταση στον Λίβανο, δημιουργούν εκρηκτικές συνθήκες στο εσωτερικό του Ιράν, ενώ οι όροι που έθετε η κυβέρνηση Μπάιντεν για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν απομάκρυνε κάθε δυνατότητα αναβίωσης της Συμφωνίας 5+1 – Ιράν του 2015. Από την πλευρά του, το Ριάντ έχει εγκλωβιστεί σε έναν ατελείωτο πόλεμο στην Υεμένη, οι αντιδράσεις στο εσωτερικό του πληθαίνουν, ενώ ο πάλαι ποτέ πιστός σύμμαχός του, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, αναπτύσσουν μία ανταγωνιστική πολιτική προς αυτήν της Σαουδικής Αραβίας, υπερεξοπλίζονται και διεκδικούν βαρύνοντα περιφερειακό ρόλο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο φαίνεται να βρισκόμαστε κοντά σε μία ακόμα τεράστια αλλαγή, που σηματοδοτείται από την επίσκεψη του Σύρου Προέδρου Άσαντ στα ΗΑΕ στις 18 Μαρτίου, πράγμα που σημαίνει ότι τα αραβικά κράτη, που στην συντριπτική τους πλειοψηφία επεδίωκαν την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ, τώρα φαίνονται διατεθειμένα να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους μαζί του για πολλούς λόγους.
Μία ακόμα σημαντική στροφή φαίνεται να συντελείται και στην αμερικανική πολιτική αναφορικά με το Ιράν, εφόσον τόσο η Τεχεράνη όσο και η Ουάσινγκτον ανακοίνωσαν στις 16 Μαρτίου ότι βρίσκονται πολύ κοντά σε συμφωνία σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης. Η αλλαγή της αμερικανικής στάσης έναντι του Ιράν θα μπορούσε να οφείλεται σε λόγους όπως η προσπάθεια των ΗΠΑ να διακοπεί η τροφοδοσία της Κίνας με ιρανικό πετρέλαιο, να ελεγχθεί η μεσανατολική πολιτική της Τεχεράνης με το δέλεαρ της επίτευξης Συμφωνίας και την άρση των εις βάρος του κυρώσεων αλλά και την αναγκαιότητα του να συμβάλει το Ιράν στην ενεργειακή τροφοδοσία της Ευρώπης, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει όσο διατηρούνται οι κυρώσεις εις βάρος του. Ωστόσο, το Ιράν συνεχίζει να θεωρείται ως απειλή από χώρες όπως το Μπαχρέϊν, το οποίο θεωρεί ότι η εξέγερση του 2011 ήταν αποτέλεσμα ιρανικής επιρροής, και έτσι αντιδρά έντονα στην όποια προσέγγιση με το Ιράν και συσφίγγει τις σχέσεις του με το Ισραήλ.
Καταλύτης
Όπως προκύπτει, τόσο τα περιφερειακά αδιέξοδα όσο και οι μετατοπίσεις της αμερικανικής πολιτικής αποτελούν τον καταλύτη για την απαρχή σημαντικών αλλαγών στην Μέση Ανατολή και στον Κόλπο, που εφόσον συνεχιστούν και ευοδωθούν σύντομα, θα μπορούσαν να συμβάλλουν καθοριστικά στην σταθεροποίηση των περιοχών αυτών, πράγμα που με την σειρά του θα επιδρούσε θετικά και στην ενεργειακή ασφάλεια της Δύσης.