Φωτογραφία: Τατιάνα Μπόλαρη
Οι κυβερνήσεις στρατολογούν την ιστορία. Τη ντύνουν με στρατιωτικές στολές, πηλήκια, βατραχοπέδιλα. Τη στολίζουν με ένα ρυθμικό βηματισμό, με τη γεωμετρία της πειθάρχησης, την αξιολόγηση της ιεραρχίας. Είναι ο τρόπος της εξουσίας να ξεμπερδεύει με αυτή, να καθησυχάζει τον εαυτό της πως οι ιστορικές πραγματικότητες και αντιθέσεις θα παραμένουν ναρκωμένες σε μια επιφάνεια της τυπικότητας και της επετείου. Πως τα παραδείγματα του παρελθόντος δεν θα γίνουν ποτέ μέλλον, πως η ίδια η ιστορία θα παραμείνει μια λειτουργία που κολακεύει και καθησυχάζει το παρόν. Η ιστορία μοιάζει με κυκλοφοριακή ρύθμιση. Και όμως στους δρόμους η πραγματική ιστορία επιβιώνει. Όπως η άνοιξη κάτω από τον χειμώνα περιμένοντας. Όπως τα μπαζωμένα ποτάμια κάτω από την πόλη έτοιμα να την παρασύρουν στην πρώτη καταιγίδα.
Στην Αθήνα, η ιστορία είναι συνειρμός. Επιβιώνει μες την τυχαιότητα της συνάντησης σε μια παράδοξη συνύπαρξη. Η Αθήνα είναι μια πόλη που συμπυκνώνει την ιστορία των τελευταίων δύο αιώνων του ελληνικού κράτους. Στεγάζει τον μισό πληθυσμό της χώρας και ταυτόχρονα αποτελεί το κέντρο της πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής ζωής της. Ταυτόχρονα η Αθήνα είναι μια πόλη που ταξιδεύει μέσα στους αιώνες. Από την αρχαιότητα με την κληρονομιά των κειμένων και των μνημείων μέχρι το σήμερα, η Αθήνα είναι μια πόλη ταυτόχρονα φαντασιακή και πραγματική. Για τους ξένους επισκέπτες ανά τους αιώνες, για όσους την φαντάστηκαν μέσα από τα αρχαία κείμενα και τις εξιστορήσεις των περιηγητών την περίοδο της τουρκοκρατίας και της επανάστασης, για τους τουρίστες. Και πάνω απ όλα για τους κατοίκους της.
Η Αθήνα είναι μια πόλη με πολλαπλές στρώσεις ιστορίας. Πόλη που στέγασε μεγάλα ιστορικά γεγονότα, ποιητές και καλλιτέχνες, επισκέπτες- προσκυνητές από κάθε μεριά της γης. Αλλά μαζί και μια πόλη που φιλοξένησε τις εμπειρίες και τα γεγονότα των ανθρώπων που την κατοίκησαν και την κατοικούν. Κάθε γωνία της κουβαλά μια ιστορία. Ένα μεγάλο ή μικρό ιστορικό γεγονός που μπορεί να καθόρισε μια ζωή ή ταυτόχρονα την τύχη του κράτους.
Η ιστορία αυτή σε μεγάλο βαθμό παραμένει σιωπηλή. Πέρα από τα αναγνωρίσιμα αρχαιολογικά τοπόσημα, μια σειρά από μικρότερης σημασίας ευρήματα και τόποι χάνονται μέσα στον πληθυντικό αριθμό της αχνούς γεωγραφίας του παρελθόντος. Τα νεότερα μνημεία -όπου αυτά έχουν σήμανση- σπάνια αναδεικνύουν το βάρος των γεγονότων και τη σημασία τους. Οι καθημερινές ιστορίες και τα μικρότερα γεγονότα βρίσκουν τον χώρο τους αποκλειστικά στις προφορικές αφηγήσεις των κατοίκων. Η ιστορία βρίσκεται εδώ διαρκώς στο υπέδαφος πάντοτε έτοιμη να αναδειχθεί.
Σε μια τυχαία βόλτα στους δρόμους της η ιστορία σε συναντάει ταυτόχρονα. Αποσπάσματα αρχαιότητας και ρινίσματα Βυζαντίου, ξεχασμένα αποσπάσματα αντίστασης και εμφυλίου, μεταπολιτευτικά σημεία και ενθύμια των κρίσεων. Όλα σε απόσταση λίγων βημάτων. Όλα ταυτόχρονα σε διαρκή σιωπηλή συνομιλία. Η τυχαία περιπλάνηση σου στον χώρο είναι μαζί και μια εκδρομή τυχαιότητας στον χρόνο. Δεν είναι τα αποσπάσματα της ιστορίας αυτά που συναντάς στη διαδρομή σου. Είναι η ίδια η Ιστορία. Όχι ως υπενθύμιση αλλά ως επαγρύπνηση. Ως μια διαρκής παρουσία σιωπηλής έντασης που αν θες μπορείς και να αγνοήσεις, να παραμερίσεις ως κάτι το ασήμαντο.
Μπορείς, λοιπόν, να κάνεις όσες παρελάσεις θες, να περιορίσεις το παρελθόν στην υπενθύμιση των στρατιωτικών γεγονότων, στο περίγραμμα της γενικευμένης ηθικολογίας σου, στην πατριωτική ημερολογιακή σου έξαρση των επετείων. Μπορείς, αν θες, να βουτηχτείς ολόκληρος στη λήθη.
Γιατί μπορεί να νομίζεις πως τελειώσαμε με την ιστορία, αλλά η ιστορία δεν τελείωσε με μας.