Με τον πόλεμο στην Ουκρανία να συνεχίζεται, τα κείμενα πολεμικής (κατά της Ρωσίας ή του ΝΑΤΟ) περισσεύουν, ενώ όσα αναλύουν με επάρκεια τις αιτίες και τις επιπτώσεις της ρωσικής εισβολής σπανίζουν. Στα τελευταία περιλαμβάνεται και το εξαιρετικό άρθρο του ιστορικού Χρήστου Χατζηιωσήφ που δημοσιεύουμε σήμερα. Η έκτασή του δεν μας επιτρέπει, για λόγους χώρου, να κάνουμε τον συνήθη εισαγωγικό μας σχολιασμό. Γι’ αυτό, έχοντάς το απολαύσει, περιοριζόμαστε στη θερμή σύσταση να το διαβάσετε με προσοχή.
Χ. Γο.
Έχουν δοθεί αρκετοί χαρακτηρισμοί για τη φύση της σύγκρουσης που ξεκίνησε με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, όπως δημοκρατία εναντίον απολυταρχίας ή αυτοκρατίας, ελευθερία εναντίον τυραννίας κ.α. Από όλους αυτούς νομίζω πως ευστοχότερος είναι ο χαρακτηρισμός που έδωσε την επομένη της εισβολής ο ευρωπαίος επίτροπος αρμόδιος για τα δημοσιονομικά, Πάολο Τζεντιλόνι: φιλελεύθερος καπιταλισμός εναντίον αυταρχικού καπιταλισμού. Πρόκειται, δηλαδή, για δύο αντιπάλους που ανήκουν στο ίδιο είδος, στον καπιταλισμό, και τα επίδικα των οποίων είναι τα ίδια σε κάθε καπιταλισμό: αγορές, ανθρώπινοι και φυσικοί πόροι. Οι ιδεολογικές διαφορές παίζουν δευτερεύοντα ρόλο στη σύγκρουση και χρησιμεύουν περισσότερο στην ηθική νομιμοποίηση των αντιπάλων. Η Ουκρανία αποτελεί το πεδίο πάνω στο οποίο διεξάγεται η πολεμική αντιπαράθεση και τον παρέμβλητο, όχι τον κύριο εμπόλεμο· το ίδιο και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ρωσία και οι ΗΠΑ είναι οι κύριοι εμπόλεμοι, οι πράξεις των οποίων υπαγορεύονται από μια συμμετρική αντίληψη μελλοντικών, αλλά πραγματικών απειλών.
Η ρωσική ανασφάλεια
Η Ρωσία κατά την περίοδο της κυβέρνησης Πούτιν σταθεροποίησε την οικονομία της, εξυγίανε τα δημόσια οικονομικά της και γνώρισε σημαντική άνοδο του βιοτικού επιπέδου του μεγάλου μέρους των πολιτών της. Ταυτόχρονα, κατόρθωσε να διατηρήσει το υψηλό επίπεδο που κατείχε στην επιστημονική έρευνα και τις στρατιωτικές τεχνολογίες. Υπάρχει, όμως, και η άλλη όψη του νομίσματος. Ενώ οι πρώην σοβιετικές ελίτ επέλεξαν τον δυτικό τρόπο ζωής, οι αδυναμίες της σοβιετικής εποχής στην καταναλωτική βιομηχανία μειώθηκαν, αλλά δεν εξαλείφθηκαν, με αποτέλεσμα το βιοτικό επίπεδο να εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τις εξαγωγές υδρογονανθράκων, πρώτων υλών και δημητριακών. Η έκθεση στο διεθνές εμπόριο σε συνδυασμό με την ανισοκατανομή των εισοδημάτων και τη διαφθορά στη δημόσια διοίκηση και την πολιτική ευνοεί το ενδεχόμενο ξαφνικών πολιτικών αναταράξεων και συντηρεί τη νευρικότητα της εξουσίας. Αυτή, για να αποφύγει τον κίνδυνο, φροντίζει για τη διατήρηση του βιοτικού επιπέδου ταυτόχρονα με την καλλιέργεια του εθνικισμού στη μεγάλη μάζα, ενώ ενισχύει τους κατασταλτικούς μηχανισμούς απέναντι στις ανήσυχες μειοψηφίες. Η συνείδηση της εσωτερικής ανασφάλειας και οι εξωτερικές απειλές είναι οι κύριες παράμετροι που καθορίζουν τη ρωσική πολιτική. Μέχρι την εισβολή στην Ουκρανία το εσωτερικό μέτωπο βρισκόταν υπό έλεγχο, ενώ αντίθετα οι εξωτερικές απειλές για τη διεθνή θέση της Ρωσίας εντείνονταν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ως απειλή εκλαμβάνονταν οι συνεχείς επεκτάσεις του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά μετά το 1997, η εγκατάλειψη το 2002 από τις ΗΠΑ της συνθήκης ΑΒΜ του 1972 για την απαγόρευση των αντιβαλλιστικών πυραύλων και η εγκατάσταση στα σύνορα με τη Ρωσία αντιπυραυλικών συστημάτων με πρόσχημα την απειλή από το Ιράν, η εγκατάλειψη το 2019 από τις ΗΠΑ της συνθήκης FNI για τους πυραύλους μέσου βεληνεκούς με τη δικαιολογία ότι η Ρωσία είχε παραβιάσει τη συνθήκη με την ανάπτυξη νέων ευκίνητων πυραυλικών συστημάτων. Η στρατιωτική επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία χωρίς την έγκριση του ΟΗΕ και η πραξικοπηματική ανατροπή του Μιλόσεβιτς ενέτειναν τις ρωσικές ανησυχίες.
Μέσα σε αυτό το κλίμα οι εξελίξεις στην Ουκρανία, και δευτερευόντως στη Γεωργία, ήταν καθοριστικές για τη ρωσική αντίδραση. Μια ματιά στον χάρτη αρκεί για να αντιληφθεί και ο πιο ανίδεος στα στρατιωτικά την απειλή που θα συνιστούσε για τη Ρωσία μια εχθρική Ουκρανία στα νότια της Μόσχας και στον δρόμο προς τις περιοχές του Καυκάσου και του Βόλγα. Είναι οι ίδιες κατευθύνσεις που ακολούθησε η γερμανική επίθεση το 1941/1942. Επιπλέον, η εκχώρηση της Κριμαίας από τον Χρουτσώφ στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ουκρανίας το 1954, προκάλεσε μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, μεγάλα ζητήματα με επίκεντρο τη ναυτική βάση της Σεβαστούπολης. Το 2010 η ανανέωση της συμφωνίας για την από κοινού χρήση της βάσης από το ρωσικό και το ουκρανικό ναυτικό κυρώθηκε μόνο με οριακή πλειοψηφία από την ουκρανική βουλή, μετά από μία επεισοδιακή συνεδρία. Μετά την ανατροπή του Γιανούκοβιτς και την έξαρση του ουκρανικού εθνικισμού, το τέλος της ρωσοουκρανικής συνύπαρξης στη Σεβαστούπολη ήταν πλέον ορατό, και η Ρωσία του Πούτιν έσπευσε να προκαταλάβει τις εξελίξεις, καταλαμβάνοντας ολόκληρη την Κριμαία, καταπατώντας την ουκρανική κυριαρχία. Αυτό το μοτίβο αναζήτησης διεξόδου από μια κατάσταση εσωτερικής και εξωτερικής αδυναμίας με ριψοκίνδυνη στρατιωτική δράση που δημιουργούσε τετελεσμένα, είχε ήδη εφαρμοστεί από τη Ρωσία στη Γεωργία το 2008, επαναλήφθηκε στην Κριμαία και το Ντόνμπας το 2014, στη Συρία το 2015. Από το 2006 η Ρωσία είχε στρέψει την προσοχή της στην Αφρική, όπου αύξησε προοδευτικά την πολιτική και οικονομική επιρροή της σε αρκετές χώρες. Το εμπόριο με την Αφρική ανήλθε το 2021 σε 20 δισ. δολάρια, ενώ μετά το 2019 υπάρχει στρατιωτική παρουσία της Ρωσίας μέσω των μισθοφόρων της οργάνωσης Βάγκνερ στη Λιβύη, στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και πρόσφατα στο Μάλι.
Οι αμφιβολίες της μόνης υπερδύναμης
Οι ρωσικές δραστηριότητες στο εξωτερικό όξυναν την αίσθηση απειλής που έχουν οι ΗΠΑ για τη διεθνή τους ηγεμονία. Σύμφωνα με το World Economic Forum του Νταβός, «οι ΗΠΑ είναι σήμερα η μόνη παγκόσμια στρατιωτική δύναμη που έχει την ικανότητα να σχεδιάζει, να αναπτύσσει, να διατηρεί δυνάμεις και να πολεμά σε μεγάλη κλίμακα μακριά από τα σύνορά της στη γη, τη θάλασσα, τον αέρα και το διάστημα». Εντούτοις, τα εσωτερικά προβλήματα που απορρέουν από την αποβιομηχάνιση της χώρας, τη δυσπραγία σε εκτεταμένες περιοχές της και τις φυλετικές διαμάχες, σε συνδυασμό με την ταχύτατη ανάπτυξη της οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος της Κίνας, έχουν προκαλέσει έντονες ανησυχίες στις αμερικανικές ελίτ για τη διατήρηση της αμερικανικής ηγεμονίας. Αυτές εκφράζονται σε δημοσιεύματα και εκπομπές στα ΜΜΕ και σε βιβλία διεθνολόγων. Συχνά τα δημοσιεύματα αυτά προσπαθούν να πείσουν το κοινό τους πως το πρόβλημα δεν υφίσταται. Ξορκίζοντάς το όμως, επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του. «Ξεχάστε την Κίνα – οι ΗΠΑ είναι ακόμα η παγκόσμια υπερδύναμη», ήταν ο τίτλος του περιοδικού Time στις 28 Μαΐου 2015. Το 2018 οι εκδόσεις του πανεπιστημίου Cornell εξέδιδαν τη μελέτη του Μάικλ Μπέκλεϊ με τον καθησυχαστικό τίτλο Unrivalled: Why America Will Remain the World’s Sole Superpower [Χωρίς αντίπαλο: Γιατί η Αμερική θα παραμείνει η μόνη υπερδύναμη του κόσμου]. Τον ίδιο χρόνο, όμως, κυκλοφόρησε και το βιβλίο του συντηρητικού πολιτικού αναλυτή Ρόμπερτ Κάγκαν The Jungle Grows Back. America And Our Imperiled World [Η ζούγκλα επιστρέφει. Η Αμερική και ένας κόσμος σε κίνδυνο], που κατέληγε στο αντίθετο συμπέρασμα: η έκλειψη της αμερικανικής ισχύος έχει οδηγήσει στην ανάδειξη περισσότερων αναθεωρητικών δυνάμεων και στην επικίνδυνη αστάθεια του παγκόσμιου συστήματος.
Η πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ ήταν μια άγαρμπη και ατελέσφορη προσπάθεια να αντιμετωπιστούν τα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα με το σύνθημα «America first» [Πρώτα η Αμερική] και τον δασμολογικό πόλεμο με την Κίνα και την ΕΕ. Η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα ίδια προβλήματα με μια διαφορετική στρατηγική: κατευνασμό στο εσωτερικό μέτωπο με την κοινωνική πολιτική και τη συσπείρωση εναντίον ενός εξωτερικού αντιπάλου πιο ευάλωτου οικονομικά απ’ ό,τι η Κίνα και αντιμετωπίσιμου με μικρότερο κόστος για τις ΗΠΑ. Αυτός ο αντίπαλος είναι η Ρωσία.
Να εκμεταλλευτούμε την Ουκρανία, το πιο εύτρωτο σημείο της Ρωσίας
Έχει σχολιαστεί στον ελληνικό Τύπο η έκθεση της Οργάνωσης Rand του Απριλίου 2019 για τους τρόπους με τους οποίους η Ρωσία θα υποχρεωνόταν σε υπερεξοπλισμούς πάνω από τις δυνατότητες της οικονομίας της, με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία της και να καταρρεύσει, όπως συνέβη πριν από δεκαετίες με τη Σοβιετική Ένωση. Στη σελίδα 4 της έκθεσης αυτής αναφερόταν ότι «η παροχή επιθετικών (lethal) όπλων στην Ουκρανία θα επιτρέψει την εκμετάλλευση του πιο εύτρωτου σημείου της Ρωσίας. Αλλά η ροή της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας και της παροχής συμβουλών θα πρέπει να ρυθμιστεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να αυξήσει το κόστος για τους Ρώσους της προσπάθειας να διατηρήσουν τη θέση τους, χωρίς όμως να προκαλέσει μια ευρύτερη σύρραξη, στην οποία η Ρωσία λόγω του πλησιόχωρου θα έχει σημαντικά πλεονεκτήματα». Μια άλλη δεξαμενή σκέψης, η Stratfor, τόνιζε σε δημοσίευμά της: «Η Ρωσία είναι υποχρεωμένη να τις χρησιμοποιεί [τις γειτονικές της χώρες] για να προστατέψει τα σύνορά της και η Δύση είναι υποχρεωμένη να τις χρησιμοποιήσει για να ανασχέσει την άνοδο της ρωσικής ισχύος».
Δεν γνωρίζω πότε πάρθηκε η απόφαση στις ΗΠΑ να ακολουθήσουν μια πολιτική υψηλού ρίσκου στην Ουκρανία και ποιες ομάδες του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου συνέβαλαν στην απόφαση αυτή. Τον Δεκέμβριο του 2017 αποφασίστηκε για πρώτη φορά η πώληση αντιαρματικών βλημάτων τύπου Javelin στην Ουκρανία. Οπωσδήποτε επί κυβέρνησης Μπάιντεν οι ροές πολεμικού εξοπλισμού και στρατιωτικών συμβούλων επιταχύνθηκαν. Ο ίδιος ο πρόεδρος είχε μεγάλη εμπλοκή στις εσωτερικές ουκρανικές υποθέσεις επί κυβέρνησης Ομπάμα, έχοντας επισκεφτεί πάνω από 10 φορές την Ουκρανία. Οι μπίζνες του γιου του Χάντερ Μπάιντεν αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου των ποικίλων αμερικανο-ουκρανικών συναλλαγών.
Οι κερδισμένοι και οι χαμένοι του πολέμου
Προς το παρόν οι ΗΠΑ είναι ο μόνος κερδισμένος από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Πρώτον, γιατί εξαντλούν και απομονώνουν τη Ρωσία από την υπόλοιπη Ευρώπη. Δεύτερον, γιατί η ευρωπαϊκή αγορά ανοίγει στο, ακριβότερο από το ρωσικό, αμερικανικό φυσικό αέριο. Τρίτον, γιατί «μαντρώνουν» τους Ευρωπαίους στο ΝΑΤΟ και οι αμερικανικές βιομηχανίες επωφελούνται από τον επανεξοπλισμό των ευρωπαϊκών κρατών.
Στους χαμένους είναι αναμφισβήτητα η Ουκρανία που συνεχίζει να χάνει ανθρώπους και να υφίσταται μεγάλες καταστροφές σε υποδομές, βιομηχανίες και κατοικίες. Μόνο όταν καταλαγιάσουν ο κουρνιαχτός του πολέμου και η προπαγάνδα θα γνωρίζουμε σε ποιο βαθμό σφυρηλατήθηκε η νέα ουκρανική ενότητα. Η Ρωσία έχει χάσει, γιατί η προσφυγή στο έσχατο μέσο του πολέμου αναδεικνύει τη μικρή έλξη που ασκεί το πολιτικό και κοινωνικό της μοντέλο, ακόμα και σε ένα λαό που η ηγεσία της ισχυρίζεται πως είναι αδελφός με τους Ρώσους. Ο εθνικισμός είναι μια αποκλειστική ιδεολογία που απομονώνει και ο επιτιθέμενος εθνικιστής δύσκολα κερδίζει ευρύτερες συμπάθειες, ιδιαίτερα όταν είναι ο ισχυρότερος από τους αντιπάλους. Ανεξάρτητα από το κόστος του πολέμου σε ζωές και υλικό, η Ρωσία υφίσταται τις συνέπειες των κυρώσεων και απομονώνεται από την Ευρώπη. Θα οδηγήσει άραγε το κόστος αυτό στην «αλλαγή καθεστώτος» που φαίνεται να επιδιώκουν οι ΗΠΑ; Δεν είναι μόνο οι υποτιθέμενες γκάφες του Μπάιντεν, οι προτροπές του ρεπουμπλικάνου γερουσιαστή Γκράχαμ στους Ρώσους στις 26 Φεβρουαρίου «να ξεφορτωθούν αυτόν τον τύπο», αλλά κυρίως το εύρος των οικονομικών κυρώσεων, το κόψιμο των επαφών στην τέχνη, τις επιστήμες και τον αθλητισμό που οδηγούν στο συμπέρασμα πως ο πραγματικός στόχος των ΗΠΑ είναι η «αλλαγή καθεστώτος» στη Ρωσία και πως θα πολεμήσουν για την επίτευξή του μέχρι τον τελευταίο Ουκρανό.
Η ΕΕ στους χαμένους του πολέμου
Το μεγαλύτερο κόστος από την αστάθεια που θα προκύψει από μια πολιτική κρίση στη Ρωσική Ομοσπονδία, ανάλογη με εκείνη της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης, θα το επωμιστεί η ΕΕ. Η Ένωση ως θεσμός ανήκει ήδη στους χαμένους του πολέμου, τον οποίον δεν θέλησε να αποτρέψει, όταν ίσως ακόμα μπορούσε. Στην ευρωπαϊκή σύνοδο κορυφής τον περασμένο Ιούνιο, η Πολωνία με τις βαλτικές χώρες απέρριψαν την πρόταση των Μακρόν και Μέρκελ για τη σύγκληση συνόδου ΕΕ–Ρωσίας. Σήμερα, μπροστά στις συνέπειες του πολέμου, η ενότητα υφίσταται μόνο κατ’ επίφαση και κάθε χώρα αντιδρά μόνη της, με αποτέλεσμα να αυξάνουν οι ανισότητες ανάμεσα στις χώρες και στο εσωτερικό κάθε χώρας. Η αποφυγή του περιορισμού της ελευθερίας των μεγάλων εταιρειών στην αγορά της ενέργειας έχει αφήσει την άμβλυνση των συνεπειών της ανόδου των τιμών στην ενέργεια στη διακριτική ευχέρεια, δηλαδή στις δημοσιονομικές αντοχές κάθε κράτους–μέλους, που φυσικά δεν είναι ίσες. Τα κράτη–μέλη δεν είναι επίσης εκτεθειμένα στον ίδιο βαθμό στις ελλείψεις και την άνοδο των τιμών στα τρόφιμα. Η γενικευμένη αύξηση των αμυντικών δαπανών επιβαρύνει διαφορετικά κάθε ευρωπαϊκή κοινωνία. Δεν διαθέτουν όλες οι χώρες πολεμικές βιομηχανίες που μπορούν να τριπλασιάσουν αμέσως την παραγωγή τους, όπως δήλωσε πρόσφατα ο διευθυντής της εταιρείας Rheinmetall, που κατασκευάζει, μεταξύ άλλων, τα τανκς Λέοπαρντ (FAZ, 17.3.22). Ούτε έχει κάθε κράτος–μέλος την οικονομική ισχύ της Γερμανίας, για να προικοδοτήσει την άμυνά του με ένα κεφάλαιο 100 δισεκατομμυρίων χώρια από τις ετήσιες τακτικές δαπάνες.
Ακόμα, όμως, και στην οικονομικά ανθηρή Γερμανία η αύξηση των αμυντικών δαπανών θα επιφέρει ανακατανομές στον δημόσιο προϋπολογισμό. Θα υπάρξουν κεφάλαια για να χρηματοδοτηθεί η πράσινη οικονομία; Θα επαρκέσουν οι πόροι για το πρόγραμμα ανέγερσης νέων κατοικιών; Για τις αυξημένες κοινωνικές δαπάνες; Για τις φορολογικές ελαφρύνσεις; Τα βασικά σημεία του προγράμματος με βάση τα οποία ψηφίστηκαν οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι (SPD,Grünen, FDP ) στις τελευταίες εκλογές, κινδυνεύουν να παραμείνουν στα χαρτιά. Και εκφράζονται ήδη προτροπές για αλλαγή της κυβέρνησης χωρίς εκλογές.
Η δημοκρατία το πρώτο θύμα του πολέμου στην Ευρώπη
Οι πολιτικές ίντριγκες στη Γερμανία δείχνουν πως η δημοκρατία είναι το πρώτο θύμα του πολέμου στην ΕΕ· μαζί με την ελευθερία έκφρασης γνώμης και την πολυφωνία. Παντού, και όχι μόνο στη χώρα μας, η δικαιολογημένη συγκίνηση για τα θύματα του πολέμου στην Ουκρανία χρησιμοποιήθηκε για να φιμωθούν ως φιλορώσοι όσοι προσπαθούν να αναλύσουν ψύχραιμα τη σημερινή κατάσταση και τα αίτια που την προκάλεσαν. Γίνεται πολύς λόγος για τους ρώσους ολιγάρχες, αλλά ξεχάστηκαν τα δημοσιεύματα του Guardian, ήδη από τον Οκτώβριο του 2021 (βλ. το φύλλο της 3.10.21), για τις, σύμφωνα με τα Pandora Papers, εξωχώριες εταιρείες του προέδρου Ζελένσκι και του περιβάλλοντός του. Ο λόγος είναι για τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες και τις ίντριγκες στο Κρεμλίνο, αλλά θεωρήθηκε φυσιολογική η εκτέλεση χωρίς δίκη δύο μελών της πρώτης ουκρανικής διαπραγματευτικής αντιπροσωπείας. Υπάρχει φόβος για επισιτιστική κρίση, αλλά θεωρήθηκε ανάξια λόγου η παραίτηση του ουκρανού υπουργού Γεωργίας, Ρομάν Λετσένκο, την επομένη της διαδικτυακής ακρόασής του από την αρμόδια επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου στις 22 Μαρτίου κ.ο.κ.
Οι προβληματικές από την άποψη της δημοκρατίας πολιτικές συνθήκες στην ΕΕ θα φέρουν τα πρώτα αποτελέσματα στις προσεχείς προεδρικές εκλογές της Γαλλίας. Η εσωτερική πολιτική του προέδρου Μακρόν –οι «μεταρρυθμίσεις»– είχε αποτελματωθεί λόγω των λαϊκών διαμαρτυριών και της υγειονομικής κρίσης. Τη θέση τους στον λόγο του Μακρόν είχαν πάρει η ευρωπαϊκή άμυνα και η οικονομική ανεξαρτησία της Ευρώπης. Ο πόλεμος στην Ουκρανία ακύρωσε προς το παρόν και τους δύο στόχους και η Γαλλία βρίσκεται εκτεθειμένη στην οικονομική και στρατιωτική πίεση της επανεξοπλιζόμενης Γερμανίας. Τα κοινά γαλλογερμανικά εξοπλιστικά προγράμματα καρκινοβατούν, η Γερμανία παραγγέλνει αμερικανικά αεροπλάνα για να μπορεί να συμμετέχει στην πυρηνική αποτροπή του ΝΑΤΟ και πιέζει παράλληλα τη Γαλλία να της δώσει πρόσβαση στα γαλλικά πυρηνικά, με την απειλή πως ειδάλλως θα μπορούσε να αναπτύξει δικά της. Οι αποτυχίες αυτές έστρεψαν τον Μακρόν να προβάλλει ξανά τις μεταρρυθμίσεις που είχε υποσχεθεί το 2017 και δεν πραγματοποίησε, με την ελπίδα να κινητοποιήσει ξανά τα στηρίγματά του. Επωφελήθηκε από τον πόλεμο, για να δηλώσει την τελευταία στιγμή την υποψηφιότητά του και να περιορίσει στο ελάχιστο τη συζήτηση για το πρόγραμμά του. Όλα αυτά δεν φαίνεται να αποδίδουν και το προβάδισμα έναντι της Λε Πεν στις δημοσκοπήσεις συρρικνώνεται. Κυρίως, για πρώτη φορά συντηρητικοί σχολιαστές στα ΜΜΕ φαίνεται να μη θεωρούν πλέον θανάσιμο κίνδυνο την εκλογή της Λε Πεν στην προεδρία. Ξεχάστηκε η χρηματοδότηση από ρωσική τράπεζα και η επίσκεψη στον Πούτιν πριν από τις προηγούμενες εκλογές. Είναι αλήθεια πως, παρά τον λόγο της εναντίον της ακρίβειας, η οικονομική της πολιτική σε σημαντικούς τομείς δεν διαφοροποιείται από την οικονομική ορθοδοξία. Αντίθετα, ο οικονομικά ανορθόδοξος Μελανσόν θεωρείται «επικίνδυνος», γιατί υποστηρίζει την ουδετερότητα της Γαλλίας.
Οι υπνοβάτες το 1914 και το 2022
Παρουσιάζοντας το πρόγραμμα των πολεμικών δαπανών στο Μπούντεσταγκ, ο Σόλτς μίλησε για «αλλαγή εποχής». Πράγματι, η αλλαγή έρχεται, μόνο που η νέα εποχή θυμίζει παλαιότερες και τα χειροκροτήματα των σοσιαλδημοκρατών βουλευτών, όρθιων, θυμίζουν τον ενθουσιασμό των προπατόρων τους, όταν στις 4.8.1914 ψήφισαν τις πολεμικές πιστώσεις που επέτρεψαν στην αυτοκρατορική Γερμανία να κηρύξει τον πόλεμο. Ο ιστορικός του Καίμπριτζ, Κρίστοφερ Κλαρκ, στο βιβλίο του Οι Υπνοβάτες (Αλεξάνδρια, 2014), ισχυρίζεται ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις διολίσθησαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο χωρίς να το συνειδητοποιήσουν. Σήμερα άραγε οι Ευρωπαίοι έχουν συνείδηση των συνεπειών των πράξεων τους;