Να ξεκινήσουμε με το ερώτημα που έχουμε όλοι στο μυαλό μας: βρισκόμαστε πράγματι μπροστά σε μία επισιτιστική κρίση και ποια τα χαρακτηριστικά της;

Δεν θα έλεγα ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει άμεσα μια επισιτιστική κρίση με την έννοια της εμφάνισης σοβαρών διατροφικών ελλειμμάτων. Θα αντιμετωπίσει προφανώς διαταραχές στην εφοδιαστική της αλυσίδα και στην κάλυψη των αναγκών της για ορισμένες χώρες, αλλά –προσωρινά τουλάχιστον– δεν μπορεί να πει κάποιος ότι ο πληθυσμός της Ευρώπης αντιμετωπίζει επισιτιστική κρίση λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Θυμίζω ότι έχει προηγηθεί η ενεργειακή κρίση και πολλές χώρες προνόησαν και διαχειρίστηκαν τις ανάγκες και τα αποθέματά τους. Όλα εξαρτώνται από το πόσο θα διαρκέσει η κρίση, γιατί Ουκρανία και Ρωσία τροφοδοτούν την Ευρώπη βασικά προϊόντα όπως το μαλακό σιτάρι, το ηλιέλαιο, το καλαμπόκι, το κριθάρι, που συνδέονται τόσο με τις διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού όσο και με τις ζωοτροφές. Επιπλέον, εισάγει το 30% των αναγκών της σε λιπάσματα, από την Ρωσία. Όμως προβλήματα στη δυνατότητα πρόσβασης σε επαρκή και ποιοτική διατροφή για τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα έχουν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται και στην Ευρώπη, λόγω του διαρκώς αυξανόμενου κόστους της διατροφής. Σοβαρά προβλήματα επισιτιστικής κρίσης προκύπτουν στις χώρες της Αφρικής και της Ασίας, που είναι σε υψηλό βαθμό –άνω του 50% των αναγκών τους σε σιτηρά– εξαρτημένες από την Ουκρανία και την Ρωσία, με συνέπεια, όχι μόνο τη μείωση της επάρκειας σε τρόφιμα, αλλά και την εκτίναξη των τιμών, που οδηγούν σε σοβαρές κοινωνικές αναταράξεις, όπως στην περίοδο της Αραβικής Άνοιξης, και προφανώς αναμένεται να οδηγήσουν σε μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα προς την Ευρώπη.

 

Μπορούν οι χώρες αυτές να αναμένουν κάποια βοήθεια από τη Δύση;

Νομίζω ότι έτσι όπως είναι διαμορφωμένη προς το παρόν η κατάσταση, η Δύση δεν πρόκειται, και εκτιμώ ότι δεν μπορεί, να βοηθήσει, αφού ακόμα η κατάσταση είναι ρευστή και για την ίδια. Οι ανάγκες είναι μεγάλες και η πρόσβαση στις αγορές σιτηρών είναι δύσκολη και με υψηλό κόστος για τις πιο αδύναμες και, σε μεγάλο βαθμό, εξαρτημένες χώρες. Να υπενθυμίσουμε ότι πρόκειται για μια παγκόσμια αγορά, στην οποία ο ανταγωνισμός για πρόσβαση στα αγαθά αυτά είναι μεγάλος και έχει ξεκινήσει πριν τον πόλεμο, λόγω της ενεργειακής και της κλιματικής κρίσης. Όλα τα παραπάνω έχουν οδηγήσει σε εκτίναξη των τιμών των βασικών αγαθών, όπως τα σιτηρά, και των εισροών (λιπάσματα, ζωοτροφές κτλ), καταλήγοντας στην αύξηση του ίδιου του κόστους παραγωγής και διατροφής. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών, μόνο πέρυσι, η αύξηση σε εισροές ξεπέρασε το 140%, στην ενέργεια το 86% και στο κόστος διατροφής το 25%.

 

Οι συνέπειες της σημερινής κρίσης στην Ουκρανία θα αργήσουν να απορροφηθούν;

Η απορρόφηση των παραπάνω διαταραχών δεν θα είναι ούτε εύκολη, ούτε γρήγορη. Ακόμα και αν ο πόλεμος τελειώσει αύριο, δεν ξέρουμε πόσο γρήγορα θα αποκατασταθεί η ισορροπία στις διεθνείς αγορές. Δεν ξέρουμε αν η Ουκρανία έχει διαθέσιμα αποθέματα, αν θα τα βγάλει στις διεθνείς αγορές, αν θα προλάβει να καλλιεργήσει φέτος. Το ίδιο ισχύει με την Ρωσία τόσο για τη διαχείριση των αποθεμάτων της, όσο και τη δυνατότητα να ξεπεράσει τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσει με τις κυρώσεις που τις έχουν επιβληθεί. Για να καταλάβουμε το πρόβλημα, θυμίζω ότι οι δύο αυτές χώρες ελέγχουν το 30% των εξαγωγών των σιτηρών όπως το μαλακό στάρι, το 20% των εξαγωγών καλαμποκιού και κοντά στο 70% του ηλιέλαιου. Η Ρωσία ελέγχει το 13% της παγκόσμιας παραγωγής λιπασμάτων, με την Ευρώπη να εισάγει το 30% των αναγκών της από τη Ρωσία. Αν προσθέσουμε και την Λευκορωσία (μεγάλο παραγωγό λιπασμάτων), τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα.

 

Η ΕΕ είχε εκτιμήσει τις επιπτώσεις που θα έχουν οι κυρώσεις που επέβαλλε στη Ρωσία, στην ίδια;

Νομίζω όχι. Ακόμα δεν φαίνεται σχέδιο στον ορίζοντα. Λαμβάνονται αποσπασματικά μέτρα, που δεν αντιμετωπίζουν ικανοποιητικά ούτε το κόστος παραγωγής για τους αγρότες, ούτε το κόστος διατροφής για τους πολίτες. Τα 500 εκατ. του αποθεματικού κρίσεων και τα ημίμετρα που ουσιαστικά αναστέλλουν μερικώς την εφαρμογή των περιβαλλοντικών μέτρων της ΚΑΠ, που ανακοίνωσε η Επιτροπή, δεν λύνουν ούτε το πρόβλημα των ελλειμμάτων, ούτε του κόστους παραγωγής. Ζούμε μια κατάσταση παγκόσμιας αγροδιατροφικής διασυνδεσιμότητας και αλληλεξάρτησης, στην οποία εμφανίστηκαν ρήγματα δύσκολα να επουλωθούν. Αναφέρω ένα παράδειγμα: Προ ουκρανικής κρίσης, τα σιτηρά έφευγαν από την Ουκρανία, πήγαιναν στους μύλους της Κωνσταντινούπολης, γινόντουσαν αλεύρι που εξαγόταν στην Κίνα και από εκεί σε όλο τον κόσμο ως νουντλς ή ζυμαρικά. Μία διαταραχή σε ένα τμήμα αυτής της αλυσίδας, αντιλαμβάνεστε, τι προβλήματα μπορεί να προκαλέσει.

 

Με αφορμή και τον πόλεμο επανεμφανίζονται ακόμα πιο έντονα και τα προβλήματα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) στην Ευρώπη και η ανάγκη ανασχεδιασμού της. Σε ποια κατεύθυνση θα πρέπει να γίνει;

Από την αρχή της πανδημίας, είχαμε τα πρώτα καμπανάκια κυρίως για τη λειτουργία της εφοδιαστικής αλυσίδας, την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού και την πρόσβαση στις αγορές. Ευτυχώς υπήρξαν γρήγορες αντιδράσεις που αποσόβησαν σοβαρές διαταραχές. Θυμίζω, τα μέτρα για την άρση των εμποδίων στην κινητικότητα των εργατών γης, τις πράσινες λωρίδες για τη μεταφορά των αγροτικών προϊόντων στα σύνορα, την ευελιξία και αναδιαμόρφωση μέτρων πολιτικής για τη στήριξη των παραγωγών, την ευελιξία στις κρατικές ενισχύσεις κοκ. Νομίζω ότι βασικός άξονας ενός πιθανού ανασχεδιασμού πρέπει να είναι η μείωση της εξάρτησης από τις εισαγωγές σε βασικά διατροφικά προϊόντα και ζωοτροφές, όπως και στα αγροτικά εφόδια και την ενέργεια. Εννοείται ότι πρέπει να δοθούν παράλληλα σοβαρά κίνητρα στους παραγωγούς να στραφούν στις καλλιέργειες που θα καλύψουν ένα μέρος των αναγκών. Αυτά δεν πρέπει να γίνουν σε βάρος των πολιτικών αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, αλλά πρέπει να συνδυαστούν με τις πολιτικές της Πράσινης Συμφωνίας και τις στρατηγικές για τη Βιοποικιλότητα και «από το χωράφι στο πιάτο» που στοχεύουν, μεταξύ άλλων, στη μείωση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα, στη μείωση των λιπασμάτων, των φυτοφαρμάκων, την ενίσχυση της κυκλικής οικονομίας και τη μείωση της σπατάλης τροφίμων. Μια δύσκολη εξίσωση, με δεδομένη τη σύγκρουση συμφερόντων των διάφορων λόμπυ και ομάδων πίεσης του αγροδιατροφικού τομέα, αλλά όχι αδύνατη. Δεν μιλάμε για τον στόχο της αυτάρκειας. Αυτή είναι αδύνατη. Μιλάμε για μείωση της εξάρτησης και διασπορά του κινδύνου, με στόχο την επισιτιστική ασφάλεια.

 

Είπατε πριν πως στην Ευρώπη, άρα και στην Ελλάδα, δεν θα έχουμε τόσο μεγάλο πρόβλημα στα αποθέματα τροφίμων. Προκύπτει, όμως, το ζήτημα αν αυτά θα είναι προσβάσιμα στους καταναλωτές με την αύξηση των τιμών που σημειώνεται συνεχώς. Τι μέτρα θα έπρεπε να πάρει η ελληνική κυβέρνηση γι’ αυτό; Προς το παρόν προχωρά μόνο σε ελέγχους.

Η ΕΕ δεν αντιμετωπίζει άμεσα μια επισιτιστική κρίση, αλλά όλα θα εξαρτηθούν από την διάρκεια του πολέμου. Σε ό,τι αφορά τα αποθέματα της χώρας μας, αφού μάθουμε ποια είναι, θα πρέπει αφενός να καλύψουμε τις ανάγκες μας και να τα αυξήσουμε (κάτι που ακόμα και αν επιτευχθεί, θα γίνει σε υψηλές τιμές) και αφετέρου να δώσουμε κίνητρα για να αυξηθούν οι καλλιέργειες στα ελλειμματικά προϊόντα. Σε ό,τι αφορά το κόστος διατροφής, όλα όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια (πανδημία, κλιματική κρίση, ενεργειακή κρίση και πόλεμος) το έχουν, για πρώτη φορά εδώ και χρόνια, εκτινάξει διεθνώς, και στη χώρα μας. Όταν το 23% των μέσων δαπανών των ελληνικών νοικοκυριών πηγαίνει σε τρόφιμα, (με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στο 15% το 2020), καταλαβαίνει κανείς πόσο περισσότερο ευάλωτοι είμαστε στην άνοδο των τιμών των τροφίμων από τους άλλους Ευρωπαίους, πολύ περισσότερο δε τα φτωχότερα νοικοκυριά. Είναι χαρακτηριστικό ότι το φτωχότερο 20% ξοδεύει το 35,5% του προϋπολογισμού του για διατροφή, ενώ αντίθετα το πλουσιότερο 20% δαπανά μόλις το 13,4%. Με πληθωρισμό 7,3% τον Μάρτιο το κόστος ζωής τραβάει την ανηφόρα. Τι πρέπει να κάνει η κυβέρνηση άμεσα; Να παρέμβει και να στηρίξει τους παραγωγούς που υφίστανται τις αυξήσεις στο κόστος της ενέργειας και των εισροών τους, καταργώντας τη ρήτρα αναπροσαρμογής, μειώνοντας τον ειδικό φόρο κατανάλωσης στο πετρέλαιο και τον ΦΠΑ στις ζωοτροφές. Αν δεν το κάνει, υπάρχει ο κίνδυνος να μειωθεί η χρήση των εισροών, με αποτέλεσμα να μειωθεί η παραγωγικότητα, ή ακόμα και να εγκαταλειφθεί η γεωργική παραγωγή λόγω του απαγορευτικού κόστους παραγωγής. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να παρέμβει ώστε να μειωθούν οι τιμές στα προϊόντα διατροφής, μειώνοντας σημαντικά τον ΦΠΑ σε αυτά, στηρίζοντας πρωτίστως τα φτωχότερα νοικοκυριά. Και τέλος, εννοείται ότι πρέπει να ενισχύσει τους ελέγχους στην αγορά και να πατάξει την κερδοσκοπία.

 

Ο Κ. Μητσοτάκης έκανε λόγο για 300.000 στρέμματα σε αγρανάπαυση που θα μπορούσαν να καλλιεργηθούν. Είναι δυνατή μια τέτοια δράση άμεσα και κατά πόσο θα κάλυπταν τις ανάγκες μας;

Ο κ. Μητσοτάκης επανέλαβε τις πρόσφατες αποφάσεις της Επιτροπής για την επαναφορά σε καλλιεργητική χρήση των γαιών που είχαν τεθεί σε αγρανάπαυση, στα πλαίσια της περιβαλλοντικής πολιτικής της ΚΑΠ. Αυτή η καλλιέργεια, όμως, δεν μπορεί να γίνει αυτομάτως. Αν αύριο παρθεί η απόφαση οι αγρότες να καλλιεργήσουν μαλακό σιτάρι, δεν θα έχουμε, δηλαδή, μια γενναία αναπλήρωση των ελλειμμάτων και των αναγκών, γιατί δεν θα μετακινηθούν όλοι άμεσα προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς έχουν έναν προγραμματισμό που δεν αλλάζει από τη μία μέρα στην άλλη, και μάλιστα χωρίς ισχυρό κίνητρο. Θα μπορούσε να συνεισφέρει η αναθεώρηση των συνδεδεμένων ενισχύσεων, που θα ενσωμάτωναν και ελλειμματικές καλλιέργειες όπως το μαλακό σιτάρι, το καλαμπόκι, το ηλιέλαιο, αλλά δεν προβλέπεται αυτή τη χρονιά. Θα μπορούσε να γίνει μόνο με κατ’ εξαίρεση απόφαση της Επιτροπής, αλλιώς από το 2023, αν αποφασιστεί.

 

Είναι μια σημαντική στιγμή, λοιπόν, να ξαναπροσεχθεί ο έλληνας αγρότης;

Και η πανδημία και η κρίση αναδεικνύουν τη σημασία του αγροτικού τομέα, και στην Ελλάδα και διεθνώς. Η πολιτική θα πρέπει να δώσει μεγαλύτερο βάρος στη γεωργία, τόσο ως πυλώνα της οικονομίας μας και της διατροφικής μας ασφάλειας, όσο και της ανάπτυξης της υπαίθρου. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να επανεξετάσουμε το παραγωγικό μοντέλο της χώρας μας, να εστιάσουμε στα συγκριτικά πλεονεκτήματά μας, που είναι η παραγωγή προϊόντων ποιότητας και ταυτότητας, οργανικής γεωργίας, με στόχο την υψηλή προστιθέμενη αξία, στα οποία συγκεντρώνεται πλέον σημαντικό μέρος των εξαγωγών μας. Δεν θα καταργήσουμε φυσικά καλλιέργειες μαζικής παραγωγής που έχουν χαρακτηριστικά βιομηχανικού μοντέλου, θα χρειαστεί όμως να αναβαθμιστούν ποιοτικά και περιβαλλοντικά. Χρειαζόμαστε μια γενναία δημογραφική ανανέωση, ώστε οι νέοι να αξιοποιήσουν τη γνώση, την καινοτομία και την τεχνολογία. Με κίνητρα και εργαλεία, με τις αναγκαίες υποδομές, την υποστήριξη για την ενίσχυση της συλλογικής μορφής οργάνωσής τους, τα τοπικά παραγωγικά συστήματα με υψηλές διακλαδικές συνδέσεις, χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα και υψηλή προστιθέμενη αξία. Υπάρχει λοιπόν το έδαφος. Αυτό που λείπει, είναι μια συγκροτημένη, προσανατολισμένη προς αυτά, αγροτική πολιτική.

 

 

Χαράλαμπος Κασίμης είναι καθηγητής Αγροτικής Κοινωνιολογίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο

 

 

Τζέλα Αλιπράντη, Παύλος Κλαυδιανός Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet