Oι νέο-νεοδημοκράτες και ακροκεντρώοι του μέγαρου Μαξίμου νιώθουν μάλλον αμήχανοι. Αμήχανος ήταν και ο πρωθυπουργός στο τελευταίο του «διάγγελμα». Αλλιώς είχαν σχεδιάσει τις επόμενες κινήσεις τους: τα δύσκολα με την (εισαγόμενη) πανδημία και τις παροδικές ενεργειακές δυσκολίες (εισαγόμενες κι αυτές) θα περάσουν, θα επιστρέψουμε σιγά σιγά στην «κανονικότητα» χάρη στη σωστή πολιτική της κυβέρνησης και θα εξαργυρώσουμε την επιτυχία στις κάλπες, που θα στηθούν «στην ώρα τους», δηλαδή όταν θα μας βολεύει.

 

Από την «κανονικότητα» στη νέα κρίση

 

Ο πρώτος λογαριασμός ηλεκτρικού ρεύματος, που ξεπερνούσε το ύψος της μέσης σύνταξης ή του μέσου μισθού, διέλυσε αυτό το αφήγημα. Η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, που τη διαφήμισαν σαν σωτηρία της, δεν θα μπορούσε, έτσι κι αλλιώς, να συμβάλει στη συγκράτηση της εκτίναξης των τιμών του ρεύματος. Το ίδιο και η πρόσδεση της ηλεκτροπαραγωγής στο φυσικό αέριο, για χάρη των ιδιωτών μεγαλοπαραγωγών. Το αντίθετο, την πριμοδοτούσαν. Η ίδια η κυβερνητική πολιτική, και όχι μόνο οι εισαγόμενες αιτίες, οδηγούσε στην όξυνση της κρίσης, αντί για επιστροφή στην κανονικότητα. Κι ύστερα ήρθαν οι άγριες συνέπειες του πολέμου, της ενεργειακής και της επισιτιστικής κρίσης. Μας βρήκαν χωρίς σανίδα σωτηρίας στον ωκεανό, αναγκασμένους να ακούμε δικαιολογίες και ψέματα, από μια κυβέρνηση που δεν διανοείται να αναζητήσει λύσεις που απαιτούν οι ανάγκες της χώρας και της κοινωνίας: εισαγόμενες είναι οι κρίσεις, συνεπώς και οι λύσεις θα είναι εισαγόμενες –αν μας χαριστούν. Αυτό είναι το δόγμα. Που δεν φαίνεται να αλλάζει, ακόμα κι αν εξαντληθεί η τετραετία.

Αυτό είναι και το κυβερνητικό αδιέξοδο, που άρχισε να καταγράφεται σταθερά και στις δημοσκοπήσεις. Σε ένα κρισιακό σκηνικό, ακριβώς αντίθετο από εκείνο που προσδοκούσε η ΝΔ, η αλαζονική επιδίωξη της αυτοδυναμίας με σημαία τη σταθερότητα, που εκείνη μόνο μπορεί τάχα να εξασφαλίσει, δεν μοιάζει μόνο να πέφτει στο κενό. Οδηγεί και τους εμπνευστές της στην πολιτική απομόνωση με φόντο το εντεινόμενο αντικυβερνητικό ρεύμα. Και υποχρεώνει την κυβερνητική παράταξη σε μια αυξανόμενη αντιπαλότητα προς το ΚΙΝΑΛ, καθώς και εκείνο διεκδικεί το κεντροδεξιό ακροατήριο και γι’ αυτό συνιστά κίνδυνο.

Νέες συνθήκες για όλους

Επιπτώσεις, όμως, σημειώνονται λόγω αυτών των εξελίξεων και στην περιοχή της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η δημόσια διακηρυγμένη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, που φαινόταν να είναι κι αυτή σχεδιασμένη με την προοπτική μιας λιγότερο οξυμένης κοινωνικής πραγματικότητας μετά την ύφεση της πανδημίας, παρουσιάζει ενδείξεις διόρθωσης. Στοχεύει τώρα περισσότερο στην προσέγγιση προς τα διαρκώς διευρυνόμενα στρώματα που πλήττονται από την πολλαπλή κρίση παρά στα συρρικνούμενα μεσοστρώματα, που σιγά σιγά αρχίζουν να νιώθουν κι αυτά ότι απειλούνται από τους ίδιους κινδύνους, όπως και τα μέσου επιπέδου εισοδηματικά στρώματα των μισθωτών. Η πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή για την ενεργειακή κρίση και την αντιμετώπιση της ακρίβειας, καθώς και η τηλεοπτική συνέντευξη Τσίπρα στον Αντένα με τον κ. Παπαδάκη, προσφέρουν αρκετό υλικό για τη στοιχειοθέτηση μια τέτοιας μεταβολής. Ο τονισμός της αριστερής ταυτότητας, της ανάγκης όχι απλώς περισσότερων μέτρων, αλλά διαφορετικού κοινωνικοοικονομικού υποδείγματος, η ανάγκη περιορισμού των υπερκερδών για να ενισχυθεί η αγοραστική δύναμη μισθωτών και συνταξιούχων, ήταν στοιχεία ευδιάκριτα.

Παρά τις υπαρκτές διαφορές με την Αριστερά, οι νέες συνθήκες ωθούν και το ΚΙΝΑΛ σε αντίστοιχα βήματα απομάκρυνσης από την επιρροή της κυβερνητικής πολιτικής, τουλάχιστον στο εσωτερικό, και το τοποθετούν αντικειμενικά πιο κοντά στις άμεσες επιδιώξεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Επιτρέπουν, έτσι, στον Αλ. Τσίπρα να μιλάει με πιο συγκεκριμένα πολιτικά επιχειρήματα για ρεαλιστικά σχήματα προοδευτικής κυβέρνησης συνεργασίας την επομένη των εκλογών.

Η ώρα των κοινωνικών κινημάτων

Πιο σημαντικό ίσως, από την άποψη της δυναμικής που διαμορφώνεται στο κοινωνικό σώμα, είναι το γεγονός ότι σ’ αυτές τις συνθήκες αναπτύσσονται νέες δυνατότητες ενίσχυσης κοινωνικών κινημάτων με ευρύτερη απήχηση. Κινημάτων αλληλεγγύης, απόρριψης του πολέμου, διεκδίκησης της ύφεσης και της ειρήνης, του αφοπλισμού, που σε προηγούμενες περιόδους έπαιξαν διεθνώς αποφασιστικό ρόλο. Και μπορούν σήμερα, ενισχυμένα με μνήμες και εμπειρίες από το κίνημα εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης, αλλά και το κίνημα κοινωνικής αλληλεγγύης στη διάρκεια του πρώτου και δεύτερου μνημονίου, ή της αλληλεγγύης στους πρόσφυγες μετά το 2015, να διαμορφώσουν νέα κατάσταση.

Είναι πιο σημαντικό αυτό το στοιχείο όχι μόνο γιατί μπορεί, με βάση μια παραδοσιακή οπτική, να συνεισφέρει ουσιαστικά στην ενίσχυση της αποδοχής των πολιτικών θέσεων της Αριστεράς και των εκλογικών ποσοστών της. Πολύ πιο σημαντική σήμερα είναι η δημιουργία όρων για μια αμφίδρομη σχέση και μια δυναμική συμπόρευση των πολιτικών οργανώσεων της Αριστεράς με την κίνηση που διαμορφώνεται στην ίδια την κοινωνία. Σχέση που δεν είναι αναπτυγμένη σήμερα, αν και αποδεικνύεται αναντικατάστατη όχι μόνο στις δύσκολες εποχές, αλλά και στις περιόδους ανόδου της επιρροής της Αριστεράς.

Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δείξει το αναγκαίο ενδιαφέρον γι’ αυτές τις δυνατότητες που διαμορφώνονται και κινηθεί με την ευρύτητα αντίληψης της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς για την αυτόνομη ανάπτυξη των κινημάτων, θα αξιοποιήσει μια πολύ σημαντική ευκαιρία και θα προσφέρει ανεκτίμητη υπηρεσία στην κοινωνία που δοκιμάζεται. Η Αριστερά του 3%, όπως την αποκαλούν υποτιμητικά κάποιοι καλοθελητές, ξέρει πολύ καλά τη σημασία τους και τη συμβολή τους στη διαμόρφωση κοινωνικοπολιτικών πλειοψηφικών συσπειρώσεων της τάξης του 36%, κι ακόμα παραπάνω. Η αξιοσημείωτη επιτυχία της Συναυλίας για την Ειρήνη αποτελεί μικρό μόνο δείγμα των πραγματικών δυνατοτήτων. Κάτι που επιβεβαιώνουν τόσο οι λυσσαλέες αντιδράσεις της Δεξιάς και του ακραίου Κέντρου, όσο και το γεγονός ότι δεν είχαν απήχηση.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet