Υπάρχει ένα κοινό ανθρώπινο όριο σε όλες τις κοινωνίες, ένα όριο σχεδόν τυφλό που δεν μπορεί να ξεπεραστεί. Είναι η αντίδραση απέναντι σε αυτό που αμφισβητεί τα ίδια τα κοινωνικά θεμέλια, τους τρόπους της ανθρώπινης συμβίωσης, τη ρίζα του κοινωνικού. Κάθε κοινωνία ορίζει τον εαυτό της με τα όρια και τα περιθώρια που δημιουργεί και δέχεται. Η παιδοκτονία, η αιμομιξία και ο κανιβαλισμός είναι τρία όρια που η ίδια η ανθρωπότητα βάζει στον εαυτό της ως απόλυτα ταμπού, που δεν μπορούν να ξεπεραστούν χωρίς να βλάψουν την ουσία της, τον ίδιο τον ανθρώπινο πυρήνα. Είναι εξόριστα σε τέτοιον βαθμό, ώστε σχεδόν να μην μπορούν να γίνουν κατανοητά ως πράξεις. Η κοινωνία δεν απορρίπτει τις πράξεις αυτές, σχεδόν δεν μπορεί να τις αναγνωρίσει ως τέτοιες. Είναι πράξεις που στέκουν εκτός της καταγραφής, σχεδόν εκτός γλώσσας. Ίσως γι’ αυτό τα απόλυτα αυτά ταμπού να βρίσκουν τη θέση τους στη λογοτεχνία ή την τέχνη γενικότερα, εκεί που μπορούν να λειτουργήσουν τα αρχέτυπα, μιλώντας με όρους μυθολόγησης για το ανθρώπινο σκοτάδι. Πυκνώνοντας το νόημα για το απόλυτο κακό, για το ξεπέρασμα των ιδιοτήτων και των πράξεων αυτών που ξεπερνούν το ανθρώπινο. Προσπαθώντας ουσιαστικά να το ξορκίσουν μέσα στη συμπύκνωσή του.
Τα περιστατικά της Πάτρας κουβαλούν ακριβώς αυτό το φορτίο του αδιανόητου. Της πράξης αυτής που όχι απλά ταράζει μια κοινωνία με τη βία της και το παράδειγμά της, αλλά την αμφισβητεί στην ουσία της. Η τηλεοπτική έκθεση και κάλυψη πολλαπλασιάζει το περιστατικό. Το τοποθετεί εντός της κάθε οικίας, της κάθε κουβέντας, της κάθε συνάθροισης. Το καθιστά ως κομμάτι της καθημερινότητας ως μια καθημερινή συνομιλία με τη φρίκη. Μια φρίκη την οποία καλούμαστε να αποδεχτούμε. Όχι ως πράξη, αλλά ως ένα γεγονός που μπορεί να συμβεί, ως ένα ακραίο ενδεχόμενο ανάμεσα στα άλλα.
Ο όχλος έξω από το σπίτι της δολοφόνου είχε όλα τα χαρακτηριστικά που κουβαλάει ο όχλος. Τη μαζοποίηση του θυμικού, τη συναισθηματική απαίτηση της πιο απόλυτης τιμωρίας, το ξεπέρασμα της δικαιοσύνης ως πραγματική απονομή δικαιοσύνης. Κάτι το αυθόρμητα ζωώδες και μαζί αμήχανο απέναντι σε ένα πρωτάκουστο συμβάν. Η καταδίκη απέναντι σε τέτοιου τύπου αντιδράσεις είναι αυτονόητη. Από την άλλη, κάποιος μπορεί να δει τον μηχανισμό που στήνεται αυθόρμητα και παρακινεί προς τέτοιου είδους συμπεριφορές. Δεν είναι ένα αίτημα κοινωνικής δικαιοσύνης. Είναι η λάθος περιφρούρηση του ανθρώπινου. Η ακατέργαστη εκδήλωση απέναντι όχι σε μία δολοφόνο, αλλά απέναντι στο ανήκουστο μιας δολοφονίας, της συγκεκριμένης δολοφονίας με τους συγκεκριμένους όρους. Μια ζωώδης αντίδραση απέναντι σε μια πολλαπλά ζωώδη πράξη. Η αντιστροφή του ξαφνιάσματος, του φόβου και της αμφισβήτησης του ανθρώπινου ορίου και η διατύπωσή τους ως ενέργεια και δράση, ως απαίτηση εξαφάνισης και απόλυτου αποκλεισμού.
Σε περιπτώσεις όπως αυτή, ο ρόλος της δικαιοσύνης δεν είναι απλώς να ορίσει ποινές μετά τη διαδικασία. Οφείλει να έχει ταυτόχρονα και έναν ρόλο επεξηγηματικό απέναντι στον όχλο αυτό. Να καθησυχάσει, να αφαιρέσει τη διάσταση του θυμικού από τις αποφάσεις, να κάνει κατανοητή τη λειτουργία της και να αποκλείσει την εκδίκηση ως αντίδραση σε μια αδιανόητη πράξη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το όριο της δικαιοσύνης γίνεται κοινωνικό όριο. Περιγραφή της κοινωνικής εκτόνωσης και εκλογίκευση της αντίδρασης σε ένα πλαίσιο συμβατό με το πραγματικό όριο της κοινωνίας. Γιατί στην πραγματικότητα το ζωώδες δεν εισβάλει στην κοινωνία μέσα από μεμονωμένες πράξεις ατόμων, όσο ακραίες και αν είναι αυτές. Οι πράξεις αυτές στέκουν εκτός κοινωνίας. Το ζωώδες εισβάλει μέσα από την αντίδραση σε αυτές. Μέσα από την νομιμοποίηση που κουβαλά ο αριθμός του όχλου, μέσα από το αυθόρμητο συναίσθημα ως ρυθμιστή των ποινών και των τιμωριών υπεράνω της δικαιοσύνης.
Υπάρχει ταυτόχρονα μια περιρρέουσα αμηχανία, ένα συλλογικό μάγκωμα, μια γενικευμένη σιωπή απέναντι στα περιστατικά. Είναι η σιωπή απέναντι στο ανήκουστο. Ένας αυτοσχέδιος συλλογικός θρήνος στη θέση του θρήνου που δεν ήρθε από τη μάνα. Η σιωπή αυτή ας είναι ο σκοπός μας. Γιατί όσα αδιανόητα συνέβησαν, στέκουν τελικά εκτός της γλώσσας.