John Ashbery «Κορίτσια σε φυγή», μετάφραση - επίμετρο: Βασίλης Παπαγεωργίου, εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2021
Το 1956 ο Τζον Άσμπερι (1927-2017) βραβεύεται από το Πανεπιστήμιο του Γέιλ για την πρώτη του ποιητική συλλογή, «Some Trees», που κυκλοφορεί με εισαγωγή του Όντεν, πραγματοποιώντας αξιοσημείωτο ντεμπούτο στην αμερικανική σκηνή. Το έργο του γίνεται γνωστό στους κύκλους της avant-garde, συνδέοντας τον με τους ομότεχνούς του Κένεθ Κοκ και Φρανκ Ο’ Χάρα στην αποκαλούμενη από τους κριτικούς «Σχολή της Νέας Υόρκης», όρο που οι ίδιοι οι ποιητές δεν θα αποδεχθούν, παρά τη συμπόρευσή τους.
Η καθολική αναγνώριση του Άσμπερι έρχεται περίπου είκοσι χρόνια μετά. Συγκεκριμένα το 1976, όταν θα τιμηθεί την ίδια χρονιά με το βραβείο Pulitzer, το National Book Award και το National Book Critics’ Circle Award για τη συλλογή «Αυτοπροσωπογραφία σε κυρτό κάτοπτρο», που χαρακτηρίστηκε «η Έρημη Χώρα της μεταπολεμικής αμερικανικής ποίησης». Ο Άσμπερι θα συστηθεί και στο ελληνικό κοινό με μεταφράσεις σε περιοδικά (ενδεικτικά: «Εντευκτήριο», τ.13, 1990 και «Ποίηση», τ.1, 1993), αλλά και με εκδόσεις ολόκληρων συλλογών όπως οι «Συρμός Σκιά» (εκδ. Εστία, μτφρ. Β. Παπαγεωργίου, 1994) και «Αυτοπροσωπογραφία σε κυρτό κάτοπτρο» (εκδ. Νεφέλη, μτφρ. Χ. Βλαβιανός, 1995).
Η λογική του ονείρου και η λογική της λογικής
Ένα επόμενο βιβλίο του Άσμπερι στα ελληνικά θα είναι η δέκατη ένατη συλλογή του, τα Κορίτσια σε φυγή (μετάφραση: Βασίλης Παπαγεωργίου, πρώτη δημοσίευση περιοδικό Νέα Εστία, Ιανουάριος 2011). Ένα μακροσκελές συνθετικό ποίημα με είκοσι μία ενότητες, ομολογημένα εμπνευσμένο από το συγγραφικό έργο, τις εικόνες και τα κολάζ του αυτοδίδακτου εικαστικού καλλιτέχνη Χένρι Ντάργκερ (1892-1973).
Με τον θάνατο του Ντάργκερ, που έζησε απομονωμένος σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Σικάγο δουλεύοντας ως επιστάτης και λαντζιέρης, ήρθε στο φως ένα μυθιστόρημα φαντασίας δεκαπέντε χιλιάδων σελίδων με τίτλο «The Story of the Vivian Girls: What Is Known as the Realms of the Unreal of the Glandeco-Angelinian War Storm Caused by the Child Slave Rebellion». Από τα γραπτά αυτά, ο Ντάργκερ δημιούργησε και εκατοντάδες εικόνες, ακόμα και μεγάλων διαστάσεων, αποτυπώνοντας το σύμπαν της επανάστασης των κοριτσιών.
Οι περιπέτειες των κοριτσιών και το φευγιό τους, θα εμπνεύσουν τον Άσμπερι να μιλήσει για έναν αλλόκοτο κόσμο κυνηγών και κυνηγημένων, όπου νόημα και πραγματικότητα διαρκώς διαφεύγουν. Τα Κορίτσια σε φυγή κυκλοφορούν στην Αμερική το 1999 και με την ευκαιρία της πρόσφατης έκδοσής τους από το Σαιξπηρικόν, η σύρτις επισκέπτεται αυτό το απαιτητικό έργο. Μακρόπνοος ρυθμικός λόγος, στοχαστικός λυρισμός, λεπτή ειρωνεία, απλή γλώσσα, καταιγιστική αφήγηση κι εναλλασσόμενα πρόσωπα. Ή για να περιγράψουμε το ιδίωμα του Άσμπερι με τα λόγια του αμερικανικού τύπου «η λογική του ονείρου αλλά και η λογική της λογικής».
Κοινωνικός τρόμος
Η αμερικανίδα ποιήτρια και κριτικός Σάντρα Σίμοντς πρότεινε με κείμενό της στο ηλεκτρονικό περιοδικό ποίησης «Jacket2» μια εναλλακτική ανάγνωση των Κοριτσιών με τίτλο «Τρέχοντας προς τον Καπιταλισμό: Τα κορίτσια του Άσμπερι σε φυγή». Η προσέγγισή της -στο σημείο τομής καπιταλισμού, φεμινισμού και ποιητικής- παρουσιάζει ενδιαφέρον, κυρίως ως ένας άλλος τρόπος να διαβαστεί ένας δύσκολος ποιητής.
Γράφει η Σίμοντς:
«Το Girls on the Run αφορά συγκινησιακά και ψυχολογικά κειμενικά πλαίσια της παιδικής ηλικίας κι αυτή η αίσθηση αστάθειας, απροσδιοριστίας και ρευστότητας, που συνδέεται με τον Άσμπερι ενισχύεται εδώ, επειδή η παιδική ηλικία είναι μια περίοδος ανάπτυξης, όπου το ίδιο το άτομο δεν είναι πλήρως διαμορφωμένο […]. Αν και ο Άσμπερι δεν θεωρείται πολιτικός ποιητής, το βιβλίο βοηθά να κατανοήσουμε ένα κειμενικό σύστημα σκέψης εν τη γενέσει του, στην χαοτική του κατάσταση, που καταδεικνύει ένα ευρύτερο πεδίο κοινωνικού και πολιτικού τρόμου παγιωμένου έξω από το κείμενο».
Έχει ειπωθεί πως «τον κόσμο τον κοιτάζουμε μία φορά, στα παιδικά μας χρόνια». Το δανείζομαι γιατί εξηγεί και το φίλτρο που εφαρμόζει ο Άσμπερι. Οι αναγνώστες του, μεγάλα πλέον παιδιά, έχουν μία ακόμη ευκαιρία να δουν τον κόσμο μετά το τέλος της αθωότητας, διατηρώντας άγνοια κινδύνου κι ένστικτο. Η ποιητική του Άσμπερι διαρρηγνύοντας δημιουργικά το causation, τη σχέση αιτίου/αιτιατού, συνθέτει ένα ποιητικό συντακτικό, δομημένο στον συμφραζόμενο λόγο.
Μια μετα-εκδοχή του υπερρεαλισμού ίσως, όπου το ασυνείδητο παρέχει μονάχα ενδείξεις; Στα Κορίτσια σε φυγή, δεν ξέρουμε τι έχει συμβεί. Γιατί φεύγουν; Τι τα απειλεί; Απέναντι σε ποιον επαναστατούν; Ούτε ποιες είναι η Γελαστή και η Λειχουδιά. Ποιοι είναι ο κύριος Μακπλάστερ, ο Διευθυντής κι ο θείος Φίλιπ; Είναι τα κορίτσια θύματα; Μια «μικρή ομάδα γενναίων αγγέλων»; Ή μήπως είναι θύτες; Στο βιβλίο η ατμόσφαιρα είναι ακαθόριστα απειλητική. Ο χρόνος μη-γραμμικός. Ο σκοπός -αν υπάρχει- δεν αποκαλύπτεται.
Ο κοινωνικός τρόμος που αισθάνθηκε, επομένως, η Σίμοντς είναι παρών. Εκείνη, βέβαια, προχώρησε επιχειρώντας και μια πολιτική σύνδεση με έναν νόμο που πέρασε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1996 κατά τη διακυβέρνηση Κλίντον. Αναφέρθηκε στο Personal Responsibility and Work Opportunity Act που έθετε περιορισμούς στα κρατικά προνοιακά προγράμματα, πιστεύοντας πως έχει διακρίνει στον επαπειλούμενο κόσμο του Άσμπερι την σκιά μιας νεοφιλελεύθερης ατζέντας.
Αν και οι ερμηνείες μπορεί να είναι πολλές, ο κοινωνικός τρόμος στα Κορίτσια σε φυγή παραμένει ανώνυμος, σαν αδιόρατο κακό. Όπως πρέπει, άλλωστε, για να δοκιμάζονται τα αντανακλαστικά μας. Κάθε φορά που ο βαθμός της κοινωνικής διάβρωσης ανεβαίνει και η συστημική βία αυξάνεται, βιβλία σαν αυτό με πολύτιμη ηθική διάσταση θα κρίνουν και θα αναθεωρούν τα κοινωνικά μας συμβόλαια.
Μερικά αποσπάσματα για το τέλος:
Το σχολείο είχε τελειώσει,
όχι μόνο την μέρα εκείνη, αλλά για τα καλά και για πάντα.
Ο λόγος ήταν ότι η αλήθεια δεν ήταν παρά η συνηθισμένη
στην κλίμακα της αδικίας, και κανείς δεν ήθελε να εμπλακεί.
-
Ήταν ένα παιχνίδι μόνο, στο όνειρό τους,
αύριο ξημερώνει καινούργια μέρα και διαφορετική.
Επειδή οι σκίουροι, όταν αφήνουν πίσω τους την άνοιξη,
επιστρέφουν στη γη και πεθαίνουν.
-
Αυτό είναι ένα γράμμα που επιδίδεται σε μένα, ίσως το σούρουπο πριν οι
πορφυρές ρυτίδες
της νύχτας αλλάξουν το τοπίο και ενδεχομένως το μετατρέψουν σε αλγεινό θάνατο
και στο θυελλόχρωμο μέλλον γεμάτο ψέματα και κοινωνική μεταμέλεια. Μη στέκεις εκεί,
θα μπορούσα να σε δω,
είπε εκείνη. Ανήμπορη, αλλά καταδικασμένη