Διονύσης Μαρίνος «Μπλε Ήλιος», εκδόσεις Μεταίχμιο, 2021
Στον Μπλέ Ήλιo, πιο πρόσφατο μυθιστόρημα του Διονύση Μαρίνου και πέμπτο πεζογραφικό βιβλίο του, ο μικροαστικός καθωσπρεπισμός και η μελαγχολία μιας σιωπηλής, επαναλαμβανόμενης και ανούσιας καθημερινότητας καθορίζουν δραματικά την πορεία τριών προσώπων: του Γεράσιμου, της Μαριάννας και του Ιάσωνα. Ο εβδομηντάχρονος Γεράσιμος, σύζυγος της εξηντάχρονης Μαριάννας, καταρρέει στη μέση του δρόμου, και ένας πολύ νεότερός τους ηλικιακά συγγραφέας, ο Ιάσωνας, τον σώζει δίνοντας του τις πρώτες βοήθειες και ακολουθώντας τον στο νοσοκομείο.
Η Μαριάννα, πρόσωπο κεντρικό στο μυθιστόρημα, έχει έναν γάμο από συνοικέσιο κι έναν καταθλιπτικό, άχρωμο σύζυγο που δεν τόλμησε ποτέ να της εκφράσει την αγάπη του, έχει παιδιά και μια ζωή χωρίς ευχάριστες εξάρσεις και ανατροπές, μια ρουτίνα που την διαβρώνει και την σκοτώνει. Η συνάντησή της με τον Ιάσωνα στο νοσοκομείο και η μετέπειτα γνωριμία τους θα γεννήσει μια τρυφερή φιλία θέτοντας και τους δύο σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση ανισορροπίας, άγχους αλλά και γλυκιάς προσμονής, η οποία, από τη μεριά της κυρίως, θα ξεθάψει, θα αναθερμάνει και εν πολλοίς θα πυροδοτήσει εκ νέου μια αλυσίδα από στυφές αναμνήσεις, αμφιβολίες, αναπάντητα ερωτήματα, αδιέξοδα συναισθήματα και όψιμες αναθεωρήσεις. Ανάμεσά τους θα αναπτυχθεί μια ιδιαίτερη σχέση, ωστόσο ο φόβος της για την επίπτωση που αυτή η σχέση μπορεί να έχει στον οικογενειακό και κοινωνικό της περίγυρο θα επιδράσει πάνω της καταλυτικά.
Αλλά και σε ό,τι αφορά τον σύζυγό της, το άγχος και η αδράνεια, μια αδράνεια σε μεγάλο βαθμό απότοκο της χαμηλής του αυτοεκτίμησης και ενός πανικού που φαίνεται να σχετίζεται με τον φόβο της απόρριψης από τον περίγυρό του, έχουν για χρόνια λειτουργήσει εναντίον του, παραλύοντάς τον. Το αίσθημα του πνιγμού και το υπαρξιακό αδιέξοδο πλήττουν θανάσιμα τη ζωή του πολύ πριν αυτή χτυπηθεί από τη σωματική αρρώστια και το μοιραίο εγκεφαλικό.
Ατελής επανάσταση
Η Μαριάννα συνειδητοποιεί ότι έχει πάρει τη ζωή της λάθος, νιώθει όμως αδύναμη πλέον να την αλλάξει. Καταλαβαίνει τι της συμβαίνει αλλά δεν φτάνει στην εξέγερση, δεν επιχειρεί την ανατροπή. Το περιβάλλον στο οποίο κινείται παραμένει μέχρι το τέλος ψυχρό και αμέτοχο, σαν «ένας ήλιος που δεν σου τσούζει τα μάτια, δεν σε κάνει να τα κλείσεις για να μην τυφλωθείς».
Ο συγγραφέας Μαρίνος, όπως και ο Μένης Κουμανταρέας στην «Κυρία Κούλα», ανατέμνει την αδιέξοδη σχέση της με τον Ιάσωνα, σε μια Αθήνα όπου οι κάτοικοί της ενώ απέχουν χρονολογικά τρεις και πλέον δεκαετίες από την Αθήνα της «Κυρίας Κούλας», ταλανίζονται από τα ίδια έμφυλα στερεότυπα και τις ίδιες προκαταλήψεις. Κι ενώ η ηρωίδα του Κουμανταρέα στη σύντομη ερωτική περιπέτειά της με τον νεαρό σπουδαστή Μίμη θα δώσει ένα τέλος νιώθοντας να απειλείται από τα νιάτα και την προσωπικότητά του αλλά και για να μην υποσκάψει την καλή κοινωνική, επαγγελματική και οικογενειακή της κατάσταση, η Μαριάννα του Μαρίνου, το ίδιο ίσως ανασφαλής, εμφανίζεται πολύ περισσότερο ενοχική, συναισθηματική και ενδοσκοπική. Προσπαθώντας να αποφύγει την απόρριψη και τη γελοιοποίηση, θα διακόψει με τον Ιάσωνα, θα κρατήσει ωστόσο μέσα της όλη την αγνότητα και την ομορφιά που εισέπραξε από τη συναναστροφή τους.
Σύνθετος και πολυεπίπεδος λόγος
Διόλου τυχαία, ο συγγραφέας θέτει ως μότο του βιβλίου το «Εγώ που αγάπησα τα πάντα πριν να τα γνωρίσω θέλω ν’ αγαπήσω κάτι επιτέλους που να το ξέρω…» του Θωμά Γκόρπα («Τα ποιήματα, 1957-1983»). Στα εικοσιπέντε κεφάλαια που ακολουθούν το εναρκτήριο πρώτο, τα ματαιωμένα όνειρα, η άγνοια, οι αναποδιές και οι μικρότητες μιας αναγκαστικής συμβίωσης καθώς και οι αναπόφευκτοι εγκλωβισμοί της αποδίδονται στο μεγαλύτερο μέρος τους τριτοπρόσωπα, άλλοτε αποστασιοποιημένα κι άλλοτε περισσότερο ενδοδιηγηματικά, μέσ’ από σπαρακτικούς μονολόγους, προσαρμόζοντας το ύφος και τη ρότα της αφήγησης στο βλέμμα και την ιστορία του προσώπου στο οποίο αυτή κάθε φορά εστιάζει (1. [Μαριάννα], 2. [Ιάσονας], 3. [Γεράσιμος] κ.λπ.). Σημαντική αλλαγή πραγματοποιείται στα «Συμβάντα» (σελ. 159-198), όπου η εξιστόρηση παίρνει μορφή ημερολόγιου, όπως καταδεικνύουν και οι τίτλοι των πέντε κεφαλαίων που τα απαρτίζουν (13 Δεκεμβρίου: 11η μέρα σε κώμα, 14 Δεκεμβρίου: 12η μέρα σε κώμα, κ.λπ.).
Με τρόπο πρισματικό, ο φακός του συγγραφέα παρακολουθεί κατά πόδας τους ήρωές του (αντιήρωες στην πραγματικότητα) και καταγράφει με διαύγεια τον βαθύτερο ψυχισμό τους. Αν και εστιάζει σ’ αυτά τα τρία πρόσωπα που εμπλέκονται ερωτικά και συναισθηματικά, δεν ενδιαφέρεται ούτε και επικεντρώνεται στις εξωτερικές συνέπειες που μια τέτοια εμπλοκή συχνά προκαλεί. Ο λόγος, άλλοτε προφορικός, στακάτος και ασθματικός κι άλλοτε εξαιρετικά λυρικός και μακροπερίοδος (πάντοτε όμως πυκνός και περιεκτικός), εμμένει στις εσωτερικές όψεις τους, τις αντιφάσεις και τις ανατροπές τους. Σύνθετος και πολυεπίπεδος, χάρη σε μια γλώσσα προφορική αλλά και πλούσια σε αναστοχασμούς, ζωντάνια και ποίηση δεν περιορίζεται στο κοινωνικό φαινομενικό αλλά πάει πέρα απ’ αυτό, σ’ αυτά που εκτυλίσσονται αθόρυβα ή εκδηλώνονται στα παρασκήνια.
Με τον υπότιτλο «Ένας άνδρας πέφτει» ─προφανής αναφορά στην πτώση του Γεράσιμου─, στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, που φέρει τον τίτλο [Μαριάννα], περιγράφεται σε πρώτο πρόσωπο η κατάσταση στην οποία περιέρχεται η Μαριάννα μετά τον θάνατο του συζύγου της και τη λήξη του ερωτικού δεσμού της με τον Ιάσωνα (δεσμός που μέχρι το τέλος του θα παραμείνει ανολοκλήρωτος και πλατωνικός), ενώνοντας έτσι θα λέγαμε, σαν άλλος ουροβόρος όφις την αρχή της ιστορίας, με τα κεφάλαια που περικλείει η τρίτη και τελευταία ενότητα («Μαζί, μακριά»). Τα γεγονότα εκτυλίσσονται σε χρόνο πραγματικό και με πολλά κινηματογραφικού τύπου φλας μπακ, ενώ η αφήγηση μέσ’ από τις υπαρξιακές αναδιφήσεις της αγγίζει σφαίρες υπερλογικές, ανατέμνοντας επιτυχώς εκείνα που κρύβονται πίσω από την επιφάνεια. Παραμένοντας πιστή στον ρεαλισμό της αποκαλύπτει ταυτόχρονα και με τρόπο φυσικό και αβίαστο πτυχές λιγότερο φωτεινές και συνειδητές, όπου συχνά το άνυδρο δίνει τη θέση του σε ένα χειμαρρώδες, πολυποίκιλο φαντασιακό, ένα φαντασιακό που κάποτε αποδεικνύεται πολύ πιο πραγματικό από την πραγματικότητα την οποία σκιαγραφεί.