Ο Κυριάκος Αθανασίου, εκτός από πανεπιστημιακός, συμβαίνει να είναι συγγραφέας με λιγοστά αλλά πολύ ισχυρά πεζογραφικά έργα. Ίσως γιατί διαλέγει τη σπάνια ατραπό προς την τέχνη, δηλαδή να καταθέτει στο συλλογικό έργα μονάχα όταν εκείνα πια δεν χωρούν στο πεπερασμένο του ιδιωτικού. Γι’ αυτό αξίζει να πούμε από μια κουβέντα και για τα δυο του λογοτεχνικά πονήματα.
Το προηγούμενό του βιβλίο φέρει τον εύγλωττο τίτλο «Υιός συμμορίτου» και πραγματεύεται την τραγική απώλεια του πατέρα του, ενός μαχητή του ΕΛΑΣ που βασανίστηκε, δολοφονήθηκε και δεν αφέθηκε ούτε να κηδευτεί από τους δήμιούς του, εξαφανίζοντας το νεκρό σώμα του αντάρτη.
Όμως, όπως πάντα συμβαίνει στην καλή λογοτεχνία, έχει σημασία ο τρόπος που μεταχειρίζεσαι το υλικό. Στο «Υιός συμμορίτου», ένα βιβλίο παρακαταθήκη για τον Εμφύλιο, μεταφρασμένο στα αγγλικά, ο Κυριάκος Αθανασίου επιδίδεται, σεμνά και ταπεινά όπως μοιάζει να είναι πυρηνικά δομημένη η γραφή του, σε δυο άθλους. Από τη μια, κατορθώνει να συλλέξει, να συνθέσει, να ανασυνθέσει το βίωμα που του καθόρισε την ύπαρξη, τη δολοφονία του πατέρα του ενώ ο ίδιος ήταν βρέφος, με την ακρίβεια και την εμβρίθεια ιστορικού. Από την άλλη, και γι’ αυτό θεωρώ αξίζει ακόμα μεγαλύτερο σεβασμό, μεταχειρίζεται το «υλικό», πού ’ναι η ίδια του η ζωή, δίχως να μπαίνει στον πειρασμό να προβεί ούτε καν σε μια ηθική αποτίμηση για τους βασανιστές του πατέρα και του αδελφού του, τους φονιάδες του γονιού του. Οι αληθινά τυραννισμένοι άνθρωποι δεν έχουν εχθροπάθεια. Κι αυτό είναι μεγαλειώδες.
Το καινούργιο του βιβλίο «Από τη Ρωμιοσύνη στα Λιανοτράγουδα», μια καλαίσθητη και φροντισμένη έκδοση από τις εκδόσεις Εύμαρος, αποτελεί μια συλλογή διηγημάτων η οποία αυτο-υποτιτλίζεται εύστοχα ως «μια βιωματική αναδρομή στην πορεία των ανθρώπων της μετεμφυλιακής γενιάς με αφορμή τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη». Το σχήμα της αφήγησης αφορμάται από ένα τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη. Και τούτο είναι ευρηματικό, αφού επιτελεί ένα διττό σκοπό, να αποδίδει φόρο τιμής στον μεγάλο δημιουργό κάνοντας μνεία στα έργα του και, από την άλλη, να δημιουργεί από την πρώτη στιγμή μια ατμόσφαιρα για τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες, καθηλώνοντάς τους έπειτα με την αφήγηση.
Τα διηγήματα ακολουθούν τη μακρά, ενδιαφέρουσα, ενίοτε δε και περιπετειώδη διαδρομή του συγγραφέα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό όπου έζησε και σπούδασε και πρόκοψε, που λέγανε οι παλιοί, παρότι ορφανός, χάρη στην ακάματη Μάνα, για την οποία τόσο όμορφα και σεβαστικά μιλάει. Ο τρόπος του Κυριάκου Αθανασίου είναι αναγνωρίσιμος με μονάχα δυο βιβλία στο ενεργητικό του. Μολονότι καταγίνεται με πολιτικά και ιστορικά θέματα στην πεζογραφία του, αποφεύγει με ζηλευτή μαεστρία τις παγίδες μιας τέτοιας θεματολογίας, δηλαδή τον διδακτισμό, τις μεγαλοστομίες, τον μανιχαϊσμό, την αμετροεπή επίκριση και τον δογματισμό. Σέβεται βαθιά το αναγνωστικό του κοινό.
Ο Κυριάκος Αθανασίου έχει δομήσει ένα ύφος -συνεπές με την προσωπικότητά του για όσους είχαμε την τύχη να τον γνωρίσουμε- το οποίο θα παραλλήλιζα με μελωδίες του Ερίκ Σατί. Μια χαμηλόφωνη, σχεδόν ψιθυριστή διήγηση, έμπλεη μελαγχολίας, νοσταλγίας, αναστοχασμού, συγκίνησης μα και ανόθευτης αγωνίας για ό,τι έρχεται σε ένα κόσμο που έχει περιέλθει σε μια δίνη αλλεπάλληλων κρίσεων του καπιταλιστικού συστήματος και τον συνακόλουθο εκφασισμό της κοινωνίας. Ακόμα και στη λογοτεχνία του, ο Κυριάκος Αθανασίου παραμένει δάσκαλος, αλλά με έναν τρόπο άλλο, πέρα πολύ από τα συνηθισμένα.