Kevin Barry «Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη», μετάφραση: Ορφέας Απέργης, εκδόσεις Gutenberg, 2021
François Thomazeau «Μασσαλία εμπιστευτικό», μετάφραση: Λίνα Σιπητάνου, εκδόσεις Οκτάνα, 2021
Το νουάρ, στα τέλη του 20ού και στις αρχές του 21ου αιώνα, φαίνεται ότι καταλαμβάνει για τη λογοτεχνία τη θέση, τη σημασία, τον ρόλο που διαδραμάτισε για τον 19ο αιώνα το μυθιστόρημα. Στα χέρια μαέστρων της γραφής, όπως ο Κέβιν Μπάρι και ο Φρανσουά Τομαζό, η σαγηνευτική του σκοτεινή ατμόσφαιρα γίνεται ο τρόπος να ειπωθεί ο κόσμος μας, να βρεθεί ένας συνδετικός ιστός για την κατακερματισμένη του υπόσταση. Από τα νήματα και τους ιστούς του κοινωνικού περιθωρίου, κινούνται οι μαριονέτες που δεν είναι άμοιρες ευθυνών, στη σκηνή του πεπρωμένου. Χρήμα, εξουσία, ανάγκη επιβολής, επιβίωση, βία.
Μια μείζων αφήγηση του καιρού μας. Με υλικά «φτηνά» από τις αθέατες πλευρές του υποκόσμου και ανεκτίμητα, πανάκριβα ψυχογραφήματα του σύγχρονου ανθρώπου από τις ώρες του τις μεταβατικές, της αναμονής, πριν την όποια φυγή ή αλλαγή. Όταν δεν μπορείς να προχωρήσεις μπροστά, στρέφεσαι προς τα μέσα βάθη, αναπόφευκτα.
Σε μια παράλληλη ανάγνωση, δύο βιβλία που αυτό που τα συνδέει, είναι ο ανοιχτός ορίζοντας που αφήνουν μπροστά μας τα λιμάνια· ιδωμένος όμως από τα κατάβαθα των καταγωγίων της σκιάς μας, του αθέατου ψυχικού κόσμου που φωλιάζει όπου πέφτει η νύχτα κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Ο εσωτερικός ρυθμός τους έχει κάτι από τα πορτογαλέζικα μελαγχολικά τραγούδια του νόστου, τα fados, ή ένα μουρμούρισμα από τα δικά μας ρεμπέτικα σε ένα καφενείο στον παλιό Πειραιά ή ακόμη κι ένα κεραυνοβόλημα από μεταλλικό χαρντ ροκ που σφυροκοπάει τα μελίγγια σε μια διαδρομή από την Ιρλανδία ως την Ανδαλουσία και μετά την Ταγγέρη. Αυτό που υποβόσκει, είναι η αγριότητα του κόσμου, η ομορφιά και η αλήθεια του μέσα απ’ αυτές τις ιδιάζουσες συχνότητες του εγκλήματος και της παραβατικότητας. Κλείνοντας τις σελίδες τους, αναρωτιέσαι ποιος είναι εντέλει ο άνθρωπος του 21ου αιώνα.
Μπεκετική αχλύ
Δύο άντρες μέσης ηλικίας. Βουτηγμένοι στην παρανομία. Με ένα μάτι ο ένας και με ένα πόδι ο άλλος. Ιρλανδοί. Στην Ισπανία. Στο λιμάνι. Αναζητώντας μια χαμένη κόρη. Περιμένουν το «Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη». Και ξεδιπλώνουν μέσα από μια υπνωτιστική ατμόσφαιρα πραγματικών και εσωτερικών διαλόγων, με τη σφραγίδα της προφορικότητας στη γραφή, τις πτυχές ενός αριστουργήματος. Που δεν παίζει με καθιερωμένους, στατικούς κανόνες του νουάρ, αλλά χρησιμοποιεί τη δυναμική του, με μια θεατρική σκηνή που όλο στήνεται αλλού, μια μπεκετική αχλύ που καλύπτει τα πάντα, μιαν ατμοσφαιρικότητα κινηματογραφική, φερμένη από το «Jamaica Inn» της Daphne du Maurier και παρασύρει τον αναγνώστη πρωτόγνωρα. Για να μιλήσει για όλα: την ψυχή, τη μέση ηλικία, το έγκλημα, τον σύγχρονο κόσμο, την αγάπη, τον έρωτα, τον θάνατο, τη ζωή, την πίστη. «Όμως το χρήμα δεν είναι πια στα ναρκωτικά. Είναι στους ανθρώπους. Η Μεσόγειος είναι μια θάλασσα σκλάβων. Οι καιροί έχουν αλλάξει.»
Με νεύρο, εξαιρετικό ρυθμό και ζωντάνια η γλώσσα της μετάφρασης από τον Ορφέα Απέργη· εισπράττει ο αναγνώστης μια λογοτεχνία που σπαρταράει στα χέρια του. Εκπληκτικός ο συγγραφέας Κέβιν Μπάρι. Και από το μαύρο φόντο της κοινωνίας, από το αρνητικό της φωτογραφίας της ψυχής του Τσάρλι και του Μόρις, των δύο ηρώων, από τη θλιμμένη τους ελεγεία για μια ζωή που παρήλθε, μπαίνει φως για να δει ο καθένας τον εαυτόν του από μιαν άλλη σκοπιά. «Το παρελθόν μετατοπιζόταν και αναδιατάσσονταν. Δεν μπορούσε να πάει κάπου που να μην τον φτάνει. Το παρελθόν ήταν ρευστό, και περιέχονταν σε κάθε στιγμή.»
Αλκοόλ, ναρκωτικά, μυστικισμός, χίπικες διαφυγές, τα άγρια βράχια της Ιρλανδίας, η Ανδαλουσία, η Ταγγέρη, η τεχνολογία ως το μεταμφιεσμένο κακό της εποχής, όπλα, βία, το χρήμα πίσω απ’ όλα. Ένας χάρτης που διατρέχεις, ακούγοντας τις βαριές ανάσες αυτού του ματαιωμένου παράξενου δίδυμου που η εποχή το ξεπερνάει. Κι ένα πένθος για ό,τι τελειώνει. «Οι πατεράδες έχουν πιο μακριά σκιά. Τις μανάδες τελικά τις ξεπερνάμε, αλλά τους πατεράδες σχεδόν ποτέ, του έλεγε.»
Μεσοπολεμική Μασσαλία
Ο μαγνητισμός, η βρώμικη ομορφιά και η νοσηρή αύρα του μαρσεγιέζικου λιμανιού γίνονται το πεδίο που ο Φρανσουά Τομαζό οργανώνει συνεκτικά εντός της σαγήνης και της έλξης του, το υλικό του, βασισμένο σε πραγματικά ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα. «Μολυσμένος από την ενδημική χολέρα που μόλυνε την πόλη. Οι συμβιβασμοί. Η διαφθορά. Οι πελατειακές σχέσεις. Οι διευθετήσεις μεταξύ φίλων, μεταξύ πατριωτών, μεταξύ πολιτικών φίλων.»
Ένα χορταστικό πολιτικό νουάρ που περιγράφει τη Μασσαλία του Μεσοπολέμου. Η δολοφονία ενός διεφθαρμένου αστυνομικού γίνεται ο καμβάς που κεντάει μια τόσο πυκνή και συμπαγή πλοκή ο συγγραφέας. Σε μεταφέρει εκεί. «Όλος ο κόσμος χρωστά μια χάρη σε κάποιον. Μπάτσοι, παλιάνθρωποι, δημοτικοί υπάλληλοι, καθαρίστριες, πουτάνες και μαστροποί, γκαρσόνια ή μικροεπιχειρηματίες, όλοι μας οφείλαμε κάτι. Είναι ένα δισεπίλυτο παζλ αμοιβαίας εξάρτησης που μπορεί να σπρώξει τον οποιονδήποτε, εάν παραστεί ανάγκη, να γίνει δολοφόνος.»
Ένα αξιόλογο βιβλίο, με εμβριθή ψυχογραφήματα, απαράμιλλη ατμόσφαιρα που σε αναγκάζει με τον τρόπο του να κάνεις τις αναγωγές στο σήμερα. «Οι πόλεμοι ήταν εύφορο έδαφος για τους εγκληματίες, οι οποίοι κυκλοφορούσαν εκεί με άνεση, σε αντίθεση με τους τίμιους ανθρώπους.» Ηθικά διλήμματα, επιλογές, η συνείδηση, τα πολιτικά στρατόπεδα και μέσα σε όλα αυτά υπάρχει χώρος για την αλήθεια; Έχει στρατόπεδο η αλήθεια; «Τα χαρακώματα τού είχαν επίσης μάθει πού βρίσκονται τα όρια. Στις ακραίες καταστάσεις, το όριο δεν είναι τόσο θολό όσο θέλουμε να πιστεύουμε. Εν πάση περιπτώσει, όχι για εκείνον. Ο ρόλος του, ακριβώς, ήταν να φυλάει αυτό το όριο. Να διεξάγει αυτόν τον αλλόκοτο πόλεμο χαρακωμάτων στην πιο σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης». Ο αδιάφθορος αστυνομικός, ο καταλυτικός δημοσιογράφος, οι λογής-λογής μαφιόζοι, η εμπλοκή με τον φασισμό και τον ναζισμό που άπλωναν τα πλοκάμια τους στη Γηραιά Ήπειρο του προηγούμενου αιώνα.
Μου έλειψε από την έκδοση ένα βιογραφικό του συγγραφέα κι ένα κατατοπιστικό επίμετρο για την εποχή, σε ένα τόσο αξιοδιάβαστο μυθιστόρημα. Κι ένας αστερίσκος για την επιλογή της γραμματοσειράς -πιο κοντά στο διαδίκτυο η αισθητική και το μέγεθός της- που δεν βοηθάει τον ανυπόμονο αναγνώστη να «τρέξει» πιο γρήγορα στην υπόθεση.