Σάμιουελ Μπέκετ «Ευτυχισμένες μέρες», μετάφραση: Διονύσης Καψάλης, εκδόσεις Gutenberg, 2021
Η έννοια του παραλόγου, στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια του προηγούμενου αιώνα, απέκτησε δραματική επικαιρότητα σε μια αποκαρδιωτική -μάλλον- αντιστοιχία με την ανασφάλεια και την απογοήτευση που χαρακτήριζαν την εποχή εκείνη. Ήδη συγγραφείς όπως ο Ανούιγ, ο Σαρτρ και ο Καμί ασχολήθηκαν συστηματικά με το παράλογο της ζωής και τη γενικευμένη απώλεια των ιδανικών. Σταδιακά, όμως, θα εμφανιστούν και κάποιοι άλλοι δημιουργοί -μεταξύ των οποίων, ο Μπέκετ, ο Ιονέσκο και ο Ζενέ- οι οποίοι δεν εστιάζουν απλώς στο παράλογο αλλά αναμετρούνται με αυτό, δεν το «συζητούν» αλλά το «παρουσιάζουν εν εξελίξει».
Όπως και νά ’χει, το θέατρο του παραλόγου δεν παύει να είναι μια απόπειρα τοποθέτησης απέναντι σε ένα σύμπαν που έχει αποστερηθεί το νόημα και τον σκοπό του. Ένα τέτοιο, λοιπόν, θέατρο καταπιάνεται αναπόφευκτα με τα λίγα σχετικά προβλήματα που απομένουν -τη ζωή και τον θάνατο, την απομόνωση και την επικοινωνία- με τον συγγραφέα να αποτυπώνει την προσωπική του ενατένιση για έναν κόσμο απώλειας νοήματος, απροσπέλαστου άγχους και βαθιάς απελπισίας.
Υπάρχει, ωστόσο, ένας μόνο συγγραφέας που προσέδωσε στο θέατρο μια εντελώς νέα μορφή αναδεικνύοντας παράλληλα μια καινούργια αισθητική που χαρακτηρίζεται από τη συνείδηση της παροδικότητας και -εν τέλει- της ασημαντότητας της ύπαρξης: ο Σάμιουελ Μπέκετ. Μέσα από τα φαινομενικά ασήμαντα καθημερινά γεγονότα, την απουσία εντυπωσιακών προοπτικών και θεαματικών εξελίξεων ο Μπέκετ ανέδειξε τη γυμνότητα, την έλλειψη πίστης και ιδεών, το μεταφυσικό κενό: «τίποτα δεν είναι πιο αληθινό από το τίποτα» - αυτή είναι η συνθήκη πίσω από ένα απόλυτα τραγικό τοπίο.
Μια τραγωδία, δηλαδή, στις παρυφές μιας τέτοιας απουσίας, όπου η ανατριχιαστική ερημία είναι αναπόφευκτη, η ανυπαρξία οποιασδήποτε δράσης καθηλωτική, με μια απελπισμένη κραυγή μες στο σκοτάδι της μοναξιάς να παραμένει σταθερά αναπόκριτη. Εάν το παράλογο αποτελεί μια τραγική συνειδητοποίηση του χάσματος που υπάρχει ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο, στα θεατρικά έργα του Μπέκετ θα μπορούσε να πει κανείς ότι το παράλογο υπακούει στους νόμους μιας αναπότρεπτης εφιαλτικής λογικής: ο άνθρωπος είναι μόνος του μέσα σε έναν κόσμο που δεν ανταποκρίνεται στην ύπαρξή του, ατενίζει τον κόσμο αλλά αυτός δεν του επιστρέφει το βλέμμα του - είναι σαν να κοιτάζεται σε έναν καθρέπτη, αλλά ο καθρέπτης να μην αντανακλά το πρόσωπό του!
Κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι ότι στα έργα του Μπέκετ η δράση απουσιάζει και στη θέση της υπάρχει το κενό, ένας ακίνητος χρόνος: τίποτα -στην ουσία- δεν γίνεται, κανείς δεν έρχεται, κανείς δεν φεύγει. Υπάρχει μια διαπεραστική εμμονή σε όλο το έργο του Μπέκετ και αυτή δεν είναι άλλη από την ιδέα της ζωής ως τόπου εξορίας, εκτοπισμού, εγκατάλειψης. Μια ζωή αποφλοιωμένη από όλα τα νοήματα και ένας άνθρωπος που αδυνατεί να αυτοπροσδιοριστεί σε αυτήν.
Οι ιδέες αυτές διαποτίζουν όλα τα έργα του Μπέκετ και κυρίως το αριστουργηματικό «Ευτυχισμένες μέρες» (1962) το οποίο τον καθιερώνει ως κορυφαίο δημιουργό. Η ηρωίδα του έργου, η Γουΐνι, θαμμένη ως το λαιμό μέσα σε ένα λόφο βιώνει την πλέον τρομακτική ακινησία. Αν και προσεύχεται, καμία μεταφυσική δεν μπορεί να την βοηθήσει, κανένα εσωτερικό φως δεν μπορεί να την φωτίσει. Ακόμη μια μέρα ξεκινάει για την Γουΐνι χωρίς καμία αλλαγή, καμιά λύπη, κανένα ενδιαφέρον, καμία ανάμνηση: «ούτε καλύτερα, ούτε χειρότερα». Είναι αυτή ακριβώς η ακινησία της, το πάγωμα του χώρου και του χρόνου, που όχι μόνο απομονώνει την ύπαρξη αλλά και υποδεικνύει το πόσο ανούσιες είναι οι διάφορες αλλαγές στη ζωή.
Όσο για την παρουσία του άλλου, του Γουΐλι, αποδεικνύεται απατηλή, η προσμονή του δεν είναι άλλο τίποτα από μια απεγνωσμένη δικαιολογία για να προσδίδει κάποιο νόημα στην ανούσια ζωή της. Και όμως η Γουΐνι παραληρεί από χαρά και μόνο στη σκέψη ότι ο Γουΐλι υπάρχει κάπου εκεί, πίσω από τον λόφο και την ακούει.
Το συγκλονιστικό στον μικρόκοσμο του Μπέκετ είναι η συγκινητική και απελπισμένη προσπάθεια των χαρακτήρων του να συνεχίζουν την προσπάθεια: Ανίκανοι και για τη ζωή και για τον θάνατο, φλυαρούν αδιάκοπα αναζητώντας κάποιο στήριγμα στο άκουσμα έστω των ίδιων τους των λέξεων - που αποτελούν το τελευταίο άλλοθι της ύπαρξής τους.
Μια ύπαρξη κλειστή, ακατανόητη και ερημική, η οποία ωστόσο δεν παύει να προσπαθεί, να σηκώνεται και να ξαναπέφτει, να παγιδεύεται και να αναζητά τον εαυτό της, να ψάχνει τον άλλο και να απογοητεύεται, να μην βρίσκει νόημα, να σταματά, να μην σταματά και -τελικά- πάντοτε να συνεχίζει…