«Σαν όλα τα μυστικά του Θεού, μένει κρυφό στα σκοτάδια των αιώνων και κανείς δεν ξέρει, αν θα μείνει έτσι για πάντα να κοιμάται, κρυμμένο και χαμένο για τον λαό, που θα συνεχίσει να περιπλανιέται από τον έναν ξένο τόπο στον άλλο - ή αν θα το βρει στο τέλος κάποιος, όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου και ξαναβρεί ο λαός ο περιούσιος τον εαυτό του και λάμψει πάλι το άγιο φως μέσα στο Ναό της Ειρήνης».1
Τι πρέπει να κάνει κανείς όταν μοιάζουν όλα χαμένα; Πώς πρέπει να σταθεί κάποιος που αρνείται τη βαρβαρότητα, όταν η βαρβαρότητα θριαμβεύει; Πού μπορεί να βρεθεί η ελπίδα όταν ο κόσμος βυθίζεται στην απελπισία; Αυτά είναι τα ερωτήματα που απασχολούν το έργο του μεγάλου Στέφαν Τσβάιχ. Μάλλον πιο σωστό θα ήταν να πω ότι εγώ προσπαθώ να βρω στο έργο του Τσβάιχ απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα.
Προφανώς όσα ζούμε τώρα διαφέρουν πολύ από την περίοδο της κυριαρχίας του ναζισμού, όταν ο συγγραφέας βρέθηκε κυνηγημένος και άπατρις, με τα βιβλία του να έχουν απαγορευτεί στην Αυστρία και την Γερμανία. Ακόμα όμως και σε πολύ διαφορετικές περιόδους, με τον Τσβάιχ συναντιέσαι πάντοτε όταν απλώνεται βαριά η σκιά της ήττας.
Από την ώρα που ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία αυτή η σκιά της ήττας γίνεται όλο και πιο αισθητή. Δεν είναι μόνο οι ζωές που χάνονται από τη μια στιγμή στην άλλη∙ ούτε είναι μόνο που μεγαλώνοντας έχεις βαθύτερη ενσυναίσθηση του αμετάκλητου της απώλειας. Ίσως αυτό που βαραίνει πιο πολύ είναι η συνειδητοποίηση ότι η Ουκρανία είναι η αρχή. Η αρχή ενός νέου κόσμου πιο ζοφερού και αποτρόπαιου. Το αύριο μοιάζει να τυλίγεται στο σκότος. Κι εμείς αισθανόμαστε ανήμποροι να αντιμετωπίσουμε τις δυνάμεις του Κακού που χαράσσουν το προσχέδιο της Ιστορίας Ανήμποροι σαν εκείνους τους ανθρώπους που ξύπνησαν στις 24 Φεβρουαρίου από την ανατριχιαστική στριγκλιά των σειρήνων. Τι πρέπει λοιπόν να κάνεις όταν το Κακό κατισχύει;
Το να αναζητάς την απάντηση στον Τσβάιχ ενδεχομένως ακούγεται οξύμωρο. Η αυτοκτονία του μαζί με την σύζυγό του Σαρλόπε Άλτμαν τον Φλεβάρη του 1942 φαντάζει σαν πράξη παραίτησης την ώρα που κορυφωνόταν η μάχη ενάντια στον φασισμό. «Χαιρετώ όλους τους φίλους μου. Είθε να δουν αυτοί την ανατολή του ήλιου μετά από τη μακρά νύχτα. Εγώ, ο υπερβολικά ανυπόμονος, προπορεύομαι».2
Κι όμως ο Στέφαν Τσβάιχ στα γραπτά του αφηγείται πολύ διαφορετικές ιστορίες. Ακόμα και στις εποχές της πιο ασφυκτικής απελπισίας, όταν όλα πια έχουν χαθεί, οι ήρωες του Τσβάιχ επιμένουν. Επιμένουν στις αξίες της ανθρωπιάς, της κουλτούρας, της ανοχής και της ελευθερίας. Γνωρίζουν βέβαια καλά ότι τη στιγμή που η βαρβαρότητα θριαμβεύει και ο πολιτισμός καταρρέει, δεν έχουν τη δύναμη να αλλάξουν μια πορεία των πραγμάτων που μοιάζει αναπότρεπτη. Έχουν τη δύναμη όμως (αισθάνονται ότι την έχουν) να υπερασπιστούν τη δικιά τους ηθική ακεραιότητα και τη δική τους πνευματική ελευθερία, που παραμένουν αναπαλλοτρίωτες από τον δεσποτισμό. Δεν μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, αλλά αρνούνται να τους αλλάξει αυτός.
Οι ιστορίες του Τσβάιχ δεν μόνο για τους ανθρώπους που επιμένουν, αλλά και για τη λάμψη των Γραμμάτων και των Τεχνών που παραμένει κραταιά, ακόμα και όταν ο κόσμος βυθίζεται στο σκότος της αμάθειας. Μια φανταστική παρτίδα σκάκι, μια αόρατη συλλογή έργων τέχνης, ένα ιερό κηροπήγιο, μια προσωπική βιβλιοθήκη· η κουλτούρα είναι αυτή που μας απομένει όταν όλα τα άλλα έχουν χαθεί, είναι αυτή που ανοίγει εξόδους διαφυγής από την ασφυκτική φυλακή του κόσμου.
Οι ιστορείς του δρ Μπ.3, του Μονταίνιου4, του Χέρβαρτ5, του Βενιαμίν, είναι οι ιστορίες για την ελπίδα που παραμένει ζωντανή και όταν είναι βαθιά θαμμένη, γιατί κάποια στιγμή μπορεί να αναδυθεί ξανά στο φως.
Σημειώσεις
1. Stefan Zweig, Μενορά – «Το θαμμένο κηροπήγιο», μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου, Άγρα
2. Στέφαν Τσβάιχ, «Η μοιραία στιγμή του Βατερλό και άλλες ιστορίες», μετάφραση: Άρης Καρρέρ, Σύγχρονη Εποχή
3. Stefan Zweig, «Η σκακιστική νουβέλα», μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου, Άγρα
4. Stefan Zweig, «Μοντάινιος», μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου, Άγρα
5. Stefan Zweig, Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ και η Αόρατη συλλογή, μετάφραση: Μαρία Τοπάλη, Άγρα