Η Τιτίκα Δημητρούλια, καθηγήτρια Θεωρίας και Πράξης της Μετάφρασης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, επίσης μεταφράστρια και κριτικός λογοτεχνίας, γνωρίζει το βιβλίο σε όλες τις όψεις του. Με αφορμή το βιβλίο της, στο οποίο βάζει την ελληνική θεωρία της μετάφρασης στα πιο βαθιά νερά των σύγχρονων ευρωπαϊκών συζητήσεων, μιλά στην Εποχή των βιβλίων για την ατομική και τη συλλογική μνήμη, για την υποκατάσταση της μνήμης από μηχανικά μέσα αποθήκευσης, αλλά και για το γιατί η Ελλάδα μεταφράζει πολύ λογοτεχνία και για τη σχέση της Αριστεράς με το βιβλίο.
Στο βιβλίο σου συνδέεις τη Μεταφρασεολογία με τις Σπουδές μνήμης. Πώς ακριβώς συνδέονται;
Μπορεί να μην είναι προφανές με την πρώτη ματιά, αλλά όντως η μετάφραση και η μνήμη έχουν πολλά κοινά σημεία, άρα και η σπουδή τους. Και τα κοινά αυτά σημεία εντοπίζονται στον πολιτισμό. Δυο μεγάλοι σημειωτιστές, ο Γιούρι Λότμαν και ο Μπόρις Ουσπένσκι, ορίζουν τον ίδιο τον πολιτισμό ως μνήμη μιας κοινότητας. Στον πολιτισμό, ως σύστημα που είναι και μαζί συλλογική μνήμη της κοινότητας, η μετάφραση τοποθετείται στα άκρα, στα σύνορα, εκεί όπου λαμβάνουν χώρα πιο εύκολα οι ανταλλαγές με τα άλλα συστήματα. Και οι ανταλλαγές αυτές φέρνουν την αλλαγή, το καινούργιο.
Όπως και να έχει, η συσχέτιση των δύο αυτών πεδίων, της μεταφρασεολογίας και των Σπουδών μνήμης είναι πρόσφατη. Αλλά αξίζει ίσως να θυμίσουμε ότι αναπτύσσονται και τα δύο την ίδια περίοδο, στη δεκαετία του ’70, και επομένως σχετίζονται με την παγκοσμιοποίηση. Η μνήμη γιατί η παγκοσμιοποίηση θέτει έντονα ζητήματα ταυτότητας, η μετάφραση γιατί διαμεσολαβεί την επικοινωνία και επομένως μετέχει σε αυτή τη συζήτηση περί ταυτότητας εξ ορισμού.
Η μνήμη κατέχει κεντρική θέση στη μετάφραση. Κατά πρώτον, διότι τη μετάφραση την κάνει πάντα ένας μεταφραστής ή μια μεταφράστρια –ας μην μπούμε στα ζητήματα της αυτόματης μετάφρασης εδώ. Ο μεταφραστής λοιπόν βάζει στη μετάφραση τον εαυτό του, τη γνώση του, τη γλώσσα του, την αντίληψή του. Όλα αυτά σχετίζονται με τη μνήμη. Η γνώση είναι μνήμη, η γλώσσα είναι μνήμη, ο τρόπος που βλέπει τον κόσμο είναι μνήμη. Η μετάφραση είναι τα διαβάσματά του, οι γλωσσικές του αντιλήψεις και ικανότητες, οι επιλογές και οι θέσεις του, και όλα σχετίζονται με τη μνήμη. Τη δική του, των ομάδων στις οποίες συμμετέχει, της κοινωνίας στην οποία ζει. Αυτή η αντίληψη σχετίζεται με άλλες θεωρίες για τον τρόπο με τον οποίο το άτομο εσωτερικεύει την κοινωνική διάσταση, όπως του Πιερ Μπουρντιέ, που αναφέρεται συγκεκριμένα στη μνήμη. Αλλά και με την ψυχανάλυση, που προσεγγίζει εντελώς διαφορετικά την ατομική μνήμη. Και αφορούν τη δημιουργία της μετάφρασης.
Από την άλλη, η μετάφραση δημιουργεί μια σχέση ανάμνησης με το ξένο κείμενο, μια σχέση διακειμενική, αλλά και τα ίδια τα λογοτεχνικά κείμενα, και οι μεταφράσεις τους, αποτελούν μέσα με τα οποία διακινείται η μνήμη μιας κοινότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι βρίσκονται στο επίκεντρο συγκρούσεων ευρύτερου χαρακτήρα, ας θυμηθούμε τις αιματηρές συγκρούσεις στα ευαγγελικά και τα ορεστειακά στις αρχές του 20ου αιώνα. Οι ίδιες οι μεταφράσεις, ως έργα λόγου, διαφυλάσσουν τη μνήμη της λογοτεχνίας, της γλώσσας, του πολιτισμού, όπως διαμορφώνονται μέσα στον χρόνο μέσα από τις (διαμεσολαβημένες) σχέσεις της εκάστοτε κοινότητας –και των διαφορετικών ομάδων της- τους με τον Άλλον. Τέλος, η σχέση της μνήμης με την ιστορία περνάει και μέσα από τις διαδρομές των κειμένων, των μεταφρασμένων κειμένων, και τα ίδια αυτά κείμενα έχουν τη δική τους ιστορία. Μια ιστορία που σήμερα γράφεται και ψηφιακά, κι ερχόμαστε στη σχέση της μετάφρασης με τα τεχνικά μέσα, την τεχνητή μνήμη, τα ειδικά προγράμματα, αλλά και το διαδίκτυο και τις κοινότητες στο διαδίκτυο.
Ο Μαρσέλ Προυστ και ο Τόμας Μαν είναι από τους πρώτους που θεματοποίησαν τη μνήμη. Τι είναι σημαντικότερο για τη ζωή και για τη λογοτεχνία: αυτά που έχουμε ζήσει ή αυτά που θυμόμαστε;
Η μνήμη και η λήθη είναι εξίσου σημαντικές, διότι η υπερβολή της μνήμης μπορεί να οδηγήσει σε αβίωτη ζωή, ξεχνάμε για να συνεχίσουμε να ζούμε. Δεν είναι τυχαίο ότι η κουβέντα για τη μνήμη σταμάτησε μεταπολεμικά και συνεχίστηκαν μόνο οι έρευνες που αφορούσαν τη μνήμη σε επίπεδο νευροεπιστημών. Η λήθη ήταν απαραίτητη για να συνεχίσουν οι λαοί να συνυπάρχουν. Το ζήτημα το έχουν σχολιάσει ο Πολ Ρικέρ, ο Τζβετάν Τοντορόφ και πολλοί άλλοι. Άρα και όσα ξεχνάμε είναι εξίσου σημαντικά με όσα θυμόμαστε. Και η επιλογή του τι θα προβάλλουμε ως κοινότητα σε επίπεδο μνήμης και τι θα επιλέξουμε να αποσιωπήσουμε, να ξεχάσουμε, είναι εξίσου σημαντική – και πολιτική.
Ο Μαρσέλ Προυστ και ο Τόμας Μαν δημιουργούν σε εποχές όπου η μνήμη είναι στο προσκήνιο, επειδή ακριβώς, όπως και σήμερα, η ταχύτητα των αλλαγών είναι πολύ μεγάλη, οι μεταβάσεις συνεχείς, η ανησυχία που δημιουργούν μεγάλη. Εξού και η ανάγκη της μνήμης, η οποία συνδέεται άρρηκτα με την ταυτότητα, σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο. Αυτό αποτυπώνεται και στη λογοτεχνία, με ποικίλους, συχνά διαθλασμένους τρόπους, και τότε και τώρα.
Στον χώρο της λογοτεχνίας, η μνήμη και η λήθη γίνονται φανερές αν σκεφτούμε τον κανόνα. Το πεδίο της λογοτεχνίας δεν είναι ούτε ενιαίο ούτε υπάρχει μέσα σε ένα κενό. Έχει ανταγωνισμούς και σχετίζεται, μπορεί όχι άμεσα και γραμμικά, αλλά σχετίζεται, με τα άλλα συστήματα του πολιτισμού και της κοινωνίας. Έτσι, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους και με διάφορους μηχανισμούς κάποια έργα υπάρχουν στην ενεργή μνήμη, είναι μέρος του κανόνα, και κάποια άλλα ξεχνιούνται. Όσο όμως δεν καταστρέφονται βίαια, μπορούν να επανέλθουν ανά πάσα στιγμή, σε νέες συνθήκες που κατά κάποιο τρόπο τα «καλούν» ξανά πίσω. Το ίδιο ισχύει και στη ζωή, αυτά που ξεχνάμε και μπορεί να είναι σημαντικά, πολύ σημαντικά, και μπορεί να επιστρέψουν, να αναδυθούν από τη μνήμη και να καθορίσουν την πορεία μας.
Το παρελθόν, λες, επικαλούμενη και τον Αλμπβάκς, είναι κοινωνική κατασκευή και πολιτισμικό δημιούργημα. Ποιος είναι ο ρόλος της μετάφρασης σε μια τέτοια συνθήκη;
Η μνήμη είναι εξ ορισμού κατασκευή, αναπαράσταση, και σε ατομικό και σε συλλογικό-πολιτισμικό επίπεδο. Δεν επαναφέρουμε το παρελθόν, αλλά μια εικόνα του, με συγκεκριμένους όρους. Τα έχει πει πρώτος αυτά ο Αριστοτέλης, πολύ πριν από τη φαινομενολογία, τον Χούσερλ και τον Ρικέρ, αλλά και τον πατέρα της συλλογικής μνήμης, τον Μορίς Αλμπβάκς. Ο οποίος υπογραμμίζει ότι αυτή η εικόνα ανακατασκευάζεται συλλογικά, φτιάχνεται μέσα από την αλληλεπίδρασή μας με τους άλλους, τους γονείς, τους φίλους, τα μέλη των ομάδων στις οποίες συμμετέχουμε. Κι αυτό ισχύει και για τη συλλογική μνήμη των ομάδων, των κοινοτήτων που μοιράζονται κοινά στοιχεία ταυτότητας. Η μνήμη είναι του παρόντος και του μέλλοντος, η εικόνα που ανακατασκευάζουμε υπηρετεί τις παροντικές μας στοχεύσεις.
Αυτή η μνήμη της κοινότητας περνάει στα ίδια τα κείμενα, τα λογοτεχνικά κείμενα γίνονται μέσα της μνήμης, εσωτερικεύουν τη μνήμη μιας κοινότητας και στη συνέχεια την μεταδίδουν. Επομένως, η μετάφραση μετέχει ενεργά στην κατασκευή της πολιτισμικής και της διαπολιτισμικής μνήμης, που δεν είναι ενιαία και παίρνει διάφορες μορφές. Ένα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα τέτοιας διαπολιτισμικής μνήμης είναι η πολυκατευθυντική μνήμη, όπως την ονομάζει ο Μάικλ Ρόθμπεργκ, μια μνήμη δηλαδή που μπορεί να προσαρμόζει μια εμπειρία σε νέα συμφραζόμενα. Η μετάφραση είναι αυτή που διακινεί τη μνήμη και επιτρέπει τις κάθε είδους προσαρμογές και τις νέες χρήσεις των κειμένων – και κυρίως των ιδεών και των εμπειριών που μεταφέρουν.
Για να μείνουμε στον Αλμπβάκς, η συλλογική μνήμη μεταβάλλεται εύκολα ή αντιστέκεται σθεναρά;
Η συλλογική μνήμη, νοούμενη ως μνήμη των ομάδων που συνυπάρχουν στο πλαίσιο μιας ευρύτερης κοινότητας, δεν αλλάζει, όπως φαίνεται, τόσο εύκολα, επειδή ακριβώς είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το ανήκειν στην ομάδα, στην κοινότητα, με την ταυτότητα. Μπορεί να υποχωρεί, αλλά δεν χάνεται. Αυτό δεν σημαίνει προφανώς ότι δεν αλλάζει, δεν εξελίσσεται, δεν ενσωματώνει νέα στοιχεία. Αλλά έχει μεγάλες αντοχές, που συχνά δεν γίνονται αντιληπτές, και δεν είναι, φυσικά, ανεξάρτητες από τα γεγονότα στο παρόν. Η πολιτισμική, δημόσια μνήμη που συνδέεται με συγκεκριμένες εθνικές και υπερεθνικές κοινότητες και δομές εξουσίας κατασκευάζει ένα παρελθόν χωρίς να μπορεί να ελέγξει τη δύναμη της συλλογικής μνήμης. Έχουμε «πολέμους της μνήμης», που συνδέονται με πραγματικές, ιδεολογικές, πολιτικές και ένοπλες, αιματηρές ακόμη συγκρούσεις, διότι στην πραγματικότητα τίποτα δεν έχει ξεχαστεί. Σ’ αυτούς τους πολέμους, τα κείμενα παίζουν σημαντικό ρόλο, εντός και εκτός της κοινότητας, και η μετάφρασή τους το ίδιο.
Τη σημερινή εποχή η προσοχή διασπάται από τις πολλές πληροφορίες που εκπέμπονται από παντού. Επίσης έχουμε το φαινόμενο της εξωτερικής αποθήκευσης πληροφοριών. Τι συνέπειες έχουν όλα αυτά στη μνήμη;
Ένας σημαντικός φιλόσοφος των μέσων, ο Νόρμπερτ Μπολτζ, έχει επισημάνει ως σύγχρονο πρόβλημα την ανεπάρκεια της «προσοχής», που δίνει προστιθέμενη αξία σε όλους τους μηχανισμούς «καθοδήγησης» του χρήστη μέσα στον λαβύρινθο των πληροφοριών. Ο άνθρωπος δηλαδή δεν ξέρει πού να στρέψει την προσοχή του, ποιο είναι το σημαντικό και αναλαμβάνουν κάποιοι να τον καθοδηγήσουν, με ό,τι αυτό σημαίνει σε επίπεδο χειραγώγησης. Σε επίπεδο μνήμης, αυτό σημαίνει ότι στον κανόνα, τον οποίο συγκροτούν αυτές οι πρακτικές, μένουν μόνο όσα επιλέγονται ως σημαντικά, χωρίς αυτό να ισχύει αναγκαστικά. Από την άλλη, η εξωτερική αποθήκευση πληροφοριών, ειδικά στο διαδίκτυο, τείνει να θεωρηθεί ότι προάγει την αμνησία. Ο άνθρωπος δηλαδή, θεωρώντας ότι θα βρει τα πάντα με το πάτημα ενός κουμπιού, αποφεύγει την κάθε είδους απομνημόνευση, παύει να εξασκεί τη μνήμη του.
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε ένα παράδοξο, οι τεράστιες υπολογιστικές δυνατότητες διακίνησης και αποθήκευσης της πληροφορίας να λειτουργούν ενάντια στη μνήμη, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, ενώ την ίδια στιγμή από μια άλλη σκοπιά την υπηρετούν, αποτελούν αρχεία μνήμης. Τα φαινόμενα σε σχέση με τον σύγχρονο, παγκοσμιοποιημένο, ψηφιακό πολιτισμό είναι σύνθετα, και στο επίπεδο της μνήμης και της λήθης, και δεν μπορεί κανείς να τα αντιμετωπίζει με όρους απλούστευσης, αυτό είναι το μόνο σίγουρο.
Στην Ελλάδα μεταφράζουμε πολύ ξένα κείμενα -λογοτεχνία, δοκίμιο κ.ά.-, το ποσοστό των μεταφρασμένων βιβλίων στην εκδοτική παραγωγή είναι από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη. Πρόκειται για αναγνωστική περιέργεια, πρόκειται για αίσθηση ή επίγνωση καθυστέρησης ή για κάτι άλλο;
Οι γλώσσες και οι πολιτισμοί με μικρό συμβολικό κεφάλαιο –και ας θυμόμαστε ότι μιλάμε για τη νέα ελληνική και όχι για την ελληνική στη διαχρονία της– έχουν την τάση να μεταφράζουν πολύ περισσότερο σε σχέση με τις κυρίαρχες γλώσσες, βασίζονται στη μετάφραση για την αύξηση του δικού τους κεφαλαίου. Στον αγγλόφωνο κόσμο, οι μεταφράσεις δεν φτάνουν ούτε στο 2% της εκδοτικής παραγωγής. Εξαίρεση αποτελεί η Γαλλία, που παρά την ισχύ της μεταφράζει πολύ συστηματικά και λειτουργεί ως πύλη εισόδου της ξένης λογοτεχνίας στην παγκόσμια σκηνή. Επίσης, μεταφράζουμε ως επί το πλείστον ακολουθώντας τις τάσεις του εκάστοτε κέντρου, του Παρισιού, του Λονδίνου, της Νέας Υόρκης και όχι μέσα από έναν διαρκή διάλογο με άλλες γλώσσες και πολιτισμούς. Υπάρχει δηλαδή ένα gatekeeping και στις εκδόσεις, πέραν των ποικίλων παραμέτρων που ορίζουν γιατί εκδίδεται ένα βιβλίο και όχι ένα άλλο.
Το ερώτημα είναι αν όλα αυτά τα βιβλία που μεταφράζονται ριζώνουν, παράγουν αποτέλεσμα στην Ελλάδα. Αν ενσωματώνονται με κάποιο τρόπο στο ελληνικό λογοτεχνικό σύστημα, αν προκαλούν διάλογο, αν εισάγουν νέα στοιχεία ή παγιώνουν αισθητικές αντιλήψεις. Αυτά τα ζητήματα αξίζει να δούμε, νομίζω, τα οποία είναι όμως ιδιαιτέρως σύνθετα.
Καλή μετάφραση είναι η πιστή μετάφραση;
Καλή μετάφραση είναι η μετάφραση που επιτελεί τον σκοπό για τον οποίο γίνεται. Έχουμε ξεφύγει πια από την έννοια της πιστότητας, η οποία άλλωστε ήταν ανέκαθεν ιδιαιτέρως ασαφής. Στη λογοτεχνική μετάφραση, με δεδομένες τις διαφορές των γλωσσών, είναι αδύνατον να αναπαραγάγει κανείς στη γλώσσα του αυτούσιες τις τεχνικές του ξένου συγγραφέα. Επομένως, όπως σωστά λέει ο Ντάγκλας Ρόμπινσον, αυτό που έχει σημασία είναι ο μεταφραστής να τις αναγνωρίζει και να χρησιμοποιεί τις αντίστοιχες διαθέσιμες στη δική του γλώσσα, δημιουργώντας ένα αυτοτελές κείμενο, που λειτουργεί στο νέο περιβάλλον με τρόπο ανάλογο με του ξένου. Η μετάφραση, όπως διακηρύσσει ο Βενούτι στο μανιφέστο του Contra insturmentalism, δεν είναι μηχανική υποκατάσταση του ξένου κειμένου, αλλά μια ερμηνεία του, εγκαθιδρύει μια μεταβλητή ισοδυναμία στη σχέση της με αυτό. Μια ισοδυναμία που επικαθορίζεται από τον πολιτισμό και το λογοτεχνικό πεδίο υποδοχής, τις νόρμες και τους ανταγωνισμούς του, τον μεταφραστή και, φυσικά, τη μνήμη στις διάφορες εκφάνσεις της.
Ζεις χρόνια τον κόσμο του βιβλίου και τον υπηρετείς με πολλές ιδιότητες. Υπάρχει αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα του βιβλίου; Ποια είναι τα περισσότερο και ποια τα λιγότερο ισχυρά σημεία του εκδοτικού χώρου; Και σε τι θα έλεγες ότι συνίσταται μια καλή κρατική «πολιτική βιβλίου»;
Το βιβλίο είναι σύνθετο αγαθό, εμπορικό και μαζί συμβολικό. Δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει καμία από τις δύο αυτές διαστάσεις. Το κεντρικό ζήτημα είναι όμως αν και κατά πόσο το βιβλίο θεωρείται σημαντικό, ώστε να υποστηριχτεί με μια δημόσια πολιτική βιβλίου. Αν η ίδια η γνώση, και δεν εννοώ μόνο την επιστημονική γνώση, αλλά και την καθολική που προσφέρει η λογοτεχνία, θεωρείται σημαντική. Όπως κι αν έχει, ο καλύτερος τρόπος προαγωγής του βιβλίου, νομίζω, παραμένει η ανάπτυξη της φιλαναγνωσίας, η οποία επίσης είναι ιδιαιτέρως σύνθετη και πολυπαραγοντική και παραμένει ένα ζητούμενο για τη χώρα μας – όπως ζητούμενο παραμένουν και τα συστηματικά και αξιόπιστα στοιχεία της βιβλιοπαραγωγής που μπορούν να υποστηρίξουν χρήσιμες μελέτες σε πολλά πεδία. Μια συνεπής, δημόσια πολιτική για την προαγωγή της φιλαναγνωσίας θα πρέπει να στηρίζεται σε μια πολύ διεξοδική χαρτογράφηση των αναγνωστικών πρακτικών, όπως ορίζονται από το κοινωνικο-πολιτικό περιβάλλον· αλλά και να τοποθετείται σε σχέση με ζητήματα από τη φύση τους πολιτικά, για την παιδεία και τη γνώση –και επομένως τους στόχους τους– κ.λπ.
Κατά πόσο ο χώρος των εκδόσεων και του βιβλίου είναι χώρος προνομιακός για την Αριστερά;
Δεν ξέρω αν ο χώρος των εκδόσεων είναι ένας προνομιακός χώρος για την Αριστερά. Για να απαντήσει κανείς θα πρέπει να διακρίνει ανάμεσα στις πολυάριθμες εκδοτικές πρακτικές και τις ποικίλες στοχεύσεις τους. Και πάλι πρόκειται για ένα σύνθετο ζήτημα, αφού το βιβλίο ως συμβολικό αντικείμενο, το οποίο όντως θα μπορούσε υπό όρους να σχετίζεται με ένα δημοκρατικό, αριστερό παιδαγωγικό σχέδιο, δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με το βιβλίο ως εμπορικό αντικείμενο, αλλά και ως συμβολικό αντικείμενο δεν είναι ένα και μοναδικό. Η Αριστερά πρέπει πρώτα και κύρια να εισηγείται τους όρους της ανάλυσης των πολύπλοκων φαινομένων και να τοποθετείται μέσα από τη δημιουργία της. Εκεί είναι ο προνομιακός της χώρος, η δημιουργία και η ερμηνεία, νομίζω.