Είναι εφικτό να μην υπάρξει μείωση της δαπάνης, αλλά αύξηση των πόρων, δηλαδή των κρατικών εσόδων, που διατίθενται για συντάξεις;
Υπάρχει μια γενικευμένη παρανόηση για τις συντάξεις: οι εισφορές είναι, λέει, αναγκαστική αποταμίευση. Ως εκ τούτου, το ύψος της σύνταξης πρέπει να συνδέεται με το ύψος των εισφορών, τοκισμένο και ανατοκιζόμενο σε όλο το διάστημα του εργάσιμου βίου. Ωστόσο, η γενική αρχή του διανεμητικού ασφαλιστικού συστήματος είναι ότι οι οικονομικά ενεργοί πληρώνουν για όσους η ηλικία τους δεν τους επιτρέπει να εργαστούν – το ίδιο συμβαίνει με την ασφάλιση ασθένειας, αναπηρίας, ανεργίας: οι οικονομικά ενεργοί πληρώνουν για όσους δεν μπορούν να είναι οικονομικά ενεργοί. Κατ’ αυτήν την έννοια οι ασφαλιστικές εισφορές κάθε είδους δεν αφορούν την προσωπική εξασφάλιση, αλλά την κοινωνική ασφάλεια – είναι δηλαδή φόροι. Με αυτό το σύστημα επιτυγχάνεται, ως ένα βαθμό, και αναδιανομή μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, εφόσον υπάρχουν εργοδοτικές εισφορές· γι’ αυτό άλλωστε υπήρχε ανέκαθεν το αίτημα των καπιταλιστών να μειωθεί το δικό τους μερίδιο – αίτημα που μετά τη δεκαετία του 1980 έγινε επίσημη κρατική πολιτική και κατεύθυνση της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το λεγόμενο «κεφαλαιοποιητικό» σύστημα βασίζεται σε μια φενάκη, την ίδια φενάκη στην οποία βασίζεται κάθε αποταμιευτικό σύστημα, μαζί και τα συστήματα ιδιωτικής ασφάλισης – ρίζα της είναι αυτό που ο Μαρξ ονομάζει «φετιχισμό του χρήματος». Δημιουργείται η εντύπωση ότι στο τέλος μιας περιόδου ορισμένων δεκαετιών υπάρχει ένα «κομπόδεμα», το οποίο ο ασφαλισμένος (ή ο αποταμιευτής) μπορεί πια να χρησιμοποιήσει. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Ό,τι αποταμιεύει κάποιος καταναλώνεται ή επενδύεται αυτοστιγμεί από άλλους. Η απαίτηση του αποταμιευτή πρέπει να ικανοποιηθεί όταν εγείρεται και η ικανοποίησή της εξαρτάται από τις οικονομικές συνθήκες τη στιγμή της έγερσης. Για το «κεφαλαιοποιητικό» ασφαλιστικό σύστημα αυτό σημαίνει ότι το ύψος των συντάξεων θα εξαρτηθεί από τις οικονομικές συνθήκες που θα επικρατούν όταν έρθει η ώρα της καταβολής τους – και μάλιστα για όλη τη διάρκεια της καταβολής τους. Δεν είναι ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο εξασφαλισμένες σε σύγκριση με το αναδιανεμητικό σύστημα. Ακόμα και οι καλύτερες εγγυοδοτικές ρυθμίσεις δεν εξασφαλίζουν την καταβολή της σύνταξης, αν οι γενικές οικονομικές συνθήκες δεν το επιτρέπουν. Πρόκειται για μάθημα που το έμαθαν οι ασφαλισμένοι σε περιόδους κρίσεων – εκτός αν το κράτος ανέλαβε το βάρος ή το απέθεσε σε όποιους έκρινε ότι έπρεπε να το αποθέσει – όπως έγινε στις ΗΠΑ με την πρόσφατη κρίση.
Τα συμφέροντα που εξυπηρετεί το κεφαλαιοποιητικό σύστημαΕάν, όμως, κατ’ αρχήν δεν υπάρχει διαφορά, τότε προς τι η επιμονή σε ανακεφαλαιοποιητικά συστήματα – δημόσια ή ιδιωτικά; Οι λόγοι είναι δύο. Ο πρώτος είναι η τροφοδότηση των κεφαλαιαγορών με φρέσκο χρήμα, το χρήμα από τις ασφαλιστικές εισφορές. Αυτόν το σκοπό εξυπηρετεί η πλήρης ή η μερική ιδιωτικοποίηση του ασφαλιστικού συστήματος. Στην Ελλάδα αυτό έγινε, όσον αφορά τα ταμεία κοινωνικών ασφαλίσεων, δια της πλαγίας με τη δυνατότητα να σχηματίζουν αποθεματικό και να τοποθετούν ένα μέρος του στις κεφαλαιαγορές και ευθέως με τα επικουρικά ταμεία που ο νόμος ορίζει ότι υποχρεωτικά λειτουργούν με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Με αυτόν τον τρόπο ιδιώτες αποκτούν πρόσβαση στις ασφαλιστικές εισφορές, με όλους τους κινδύνους που μπορεί να δημιουργήσει αυτό.
Ο δεύτερος λόγος είναι η επιδίωξη να εξαιρεθεί το ασφαλιστικό σύστημα από την πολιτική, δηλαδή από τη δημοκρατία. Αυτός ο σκοπός εξυπηρετείται τόσο με την ιδιωτικοποίηση, ολική ή μερική, όσο και με το οιονεί κεφαλαιοποιητικό σύστημα που εισήγαγε η Δεξιά στη Σουηδία και πρότειναν οι «σοφοί» (τρομάρα τους), στους οποίους ο υπουργός Εργασίας ανέθεσε να εκπονήσουν σχετική μελέτη. Το ύψος των συντάξεων καθορίζεται στην πρώτη περίπτωση από τις αποδόσεις των κεφαλαιαγορών και στη δεύτερη από ένα πλασματικό επιτόκιο, το οποίο, βέβαια, δεν μπορεί παρά να συναρτάται με αυτές τις αποδόσεις. Έτσι λοιπόν, το ύψος των συντάξεων δεν το αποφασίζει η δημοκρατία με τις δικές της διαδικασίες (δηλαδή με πολιτική απόφαση που τίθεται σε δημόσια συζήτηση και επηρεάζεται επομένως από την ταξική πάλη), αλλά με την «αντικειμενικότητα» της αγοράς. Πρόκειται για την αγαπημένη μέθοδο του αχαλίνωτου καπιταλισμού (η θεωρία του είναι ο νεοφιλελευθερισμός) που θεωρεί γενικά ότι οι οικονομικές αποφάσεις δεν πρέπει να είναι πολιτικές – επειδή είναι προς το συμφέρον του κεφαλαίου να εξαιρούνται αυτές οι αποφάσεις από τη δημοκρατία και τους αστάθμητους παράγοντες που αυτή περιέχει: οι πολιτικές αποφάσεις, θα πει ο νεοφιλελεύθερος, στρεβλώνουν την αγορά.
Έμμεση επιβάρυνσηΜε άλλα λόγια, η επιλογή μεταξύ του διανεμητικού και του κεφαλαιοποιητικού συστήματος δεν επηρεάζει ευθέως ούτε το ύψος των συντάξεων ούτε τις χρηματοδοτικές ανάγκες (δύο αλληλένδετα μεγέθη) του ασφαλιστικού συστήματος: και στις δύο περιπτώσεις η κοινωνία καλείται να δώσει, από τους πόρους που παράγει, τα προς το ζην σε όσους δεν μπορούν να δουλέψουν γιατί γέρασαν. Επηρεάζει τα δύο αλληλένδετα αυτά μεγέθη εμμέσως, γιατί στο διανεμητικό σύστημα οι αποφάσεις είναι πολιτικές ενώ στο κεφαλαιοποιητικό υπάρχει μόνο μία αρχική πολιτική απόφαση: να εξαιρεθούν οι συντάξεις από το δημοκρατικό τρόπο λήψης αποφάσεων και να υπαχθούν στον αυτοματισμό της αγοράς.
Το συνταξιοδοτικό που χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό είναι απολύτως αναδιανεμητικό μεταξύ εισοδηματικών στρωμάτων, και κατ’ αυτόν τον τρόπο εν μέρει μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, εφόσον βέβαια το φορολογικό σύστημα είναι έντονα προοδευτικό. Στη Δανία, ας πούμε, ο ανώτατος φορολογικός συντελεστής είναι σήμερα 55,41% (2009: 62,28%) και μάλιστα από ετήσιο εισόδημα 52.400 ευρώ και πάνω, σε αυτόν όμως περιλαμβάνονται και κάθε είδους εισφορές σε ασφαλιστικά ταμεία. Το πρόβλημα με αυτό το σύστημα είναι ότι, μετά τη δεκαετία του 1980, η γενική τάση στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η μείωση των ανώτατων φορολογικών συντελεστών στη φορολογία φυσικών προσώπων, δηλαδή η ευνόηση των πλουσίων, η μεγάλη μείωση της φορολογίας των κερδών των επιχειρήσεων (Ελλάδα στη δεκαετία του 1980: 48%, σήμερα: 29%) και η μετατόπιση του φορολογικού βάρους από τους άμεσους φόρους με προοδευτική κλίμακα, που επιβαρύνουν περισσότερο τους πλούσιους, στους έμμεσους φόρους που επιβαρύνουν δυσανάλογα τους φτωχότερους.
Τα τρία συστήματα και η ελληνική περίπτωσηΗ συζήτηση για την επιλογή μεταξύ των τριών βασικών συνταξιοδοτικών συστημάτων ή παραλλαγών τους είναι σήμερα παραπλανητική, διότι το πρόβλημα του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος είναι η χρηματοδότησή του. Κανένα από αυτά τα συστήματα δεν μπορεί να λειτουργήσει σε μια οικονομία με τόσο υψηλό ποσοστό ανεργίας και τόσο χαμηλούς μισθούς όσο έχει η ελληνική, διότι η χρηματοδότηση και των δύο εξαρτάται από τις εισφορές των μισθωτών και των εργοδοτών (που σχετίζονται κι αυτές με τον αριθμό των μισθωτών και το ύψος του μισθού τους) ή από τα γενικά φορολογικά έσοδα (που επίσης σχετίζονται με τα εισοδήματα των πολιτών).
Οι προτάσεις για «εξορθολογισμό» του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος έχουν νόημα (ας πούμε η ενοποίηση των ταμείων που μπορεί να φέρει οικονομίες κλίμακας), αλλά το οικονομικό αποτέλεσμα δεν θα είναι πολύ μεγάλο. Γι’ αυτό άλλωστε, οι περισσότερες προτάσεις αυτού του είδους κατατείνουν σε μείωση συντάξεων. Στη σημερινή κατάσταση δεν φαίνεται δυνατό να μη μειωθούν συντάξεις, αλλά αυτό μόνο σε λίγες περιπτώσεις είναι εξορθολογισμός. Το ερώτημα είναι: πόσο μπορούν να προστατευθούν οι χαμηλοσυνταξιούχοι; Και πάλι όμως, η προστασία των χαμηλοσυνταξούχων με μείωση των υψηλότερων (αλλά ακόμα χαμηλών) συντάξεων, ας πούμε πάνω από 1.000 ευρώ, είναι άδικη αναδιανομή μεταξύ χαμηλών και πολύ χαμηλών συντάξεων, που αφήνει τον πλούτο στο απυρόβλητο.
Η μόνη ρεαλιστική συζήτηση είναι για τους πόρουςΓι’ αυτόν το λόγο η μόνη ρεαλιστική συζήτηση σήμερα είναι για την εύρεση πόρων. Αυτοί οι πόροι, π.χ. έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις, θα λείψουν από αλλού και χρειάζεται να εξεταστεί αν είναι σκοπιμότερο να διατεθούν π.χ. για δημόσιες επενδύσεις ή για το συνταξιοδοτικό. Ακόμα και η αναζήτηση πόρων από οφειλόμενες εισφορές δεν θα έχει επαρκές αποτέλεσμα, αφού μεγάλο μέρος τους δεν μπορεί να καταβληθεί εξαιτίας της κρίσης – αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να αναζητηθούν ούτε ότι, με δικαιολογία την κρίση, πρέπει να υπάρξει χαλάρωση των προσπαθειών κατά της εισφοροδιαφυγής, αλλά να ξέρουμε τι μπορούμε να περιμένουμε. Η πρόταση για αύξηση των εργοδοτικών εισφορών έχει νόημα, γιατί έχει αυξηθεί η κερδοφορία των επιχειρήσεων. Ακόμα μεγαλύτερο νόημα έχει η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των πλουσίων και, επιτέλους, η φορολόγηση του συσσωρευμένου μεγάλου πλούτου – κάτι που επισημαίνουν ακόμα και οι «σοφοί» της διαβόητης επιτροπής.
Με άλλα λόγια, το ζητούμενο είναι η μετατόπιση της δαπάνης για τις συντάξεις από το διανεμητικό σύστημα των εισφορών εργαζομένων και εργοδοτών, που μέσα στην κρίση δεν μπορεί να λειτουργήσει, στον κρατικό προϋπολογισμό. Πρόκειται δηλαδή για την ανάγκη μιας πολιτικής απόφασης: τι μέρος του παραγόμενου εισοδήματος θα διατίθεται για συντάξεις, ανεξάρτητα από το σύστημα με το οποίο αυτό το ποσό θα κατευθύνεται στον προορισμό του; Αυτό επιχειρείται εν μέρει με τη θέσπιση της λεγόμενης «εθνικής σύνταξης», η οποία, στο ύψος που έγινε γνωστό, δεν αρκεί ούτε για να πεθάνεις με αξιοπρέπεια.
Η συμφωνία του περασμένου Ιουλίου, που προβλέπει μείωση της κρατικής συνταξιοδοτικής δαπάνης, κινείται στο πλαίσιο της γενικής ευρωπαϊκής πολιτικής για μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης, δηλαδή των συντάξεων. Το ερώτημα, λοιπόν, που καλείται να απαντήσει η κυβέρνηση είναι: κατά πόσο μπορεί αυτή η δέσμευση να αντιστραφεί, δηλαδή να μην υπάρξει μείωση της δαπάνης, αλλά αύξηση των πόρων, δηλαδή των κρατικών εσόδων, που διατίθενται για συντάξεις; Βλέπεις, η αντιπολίτευση έχει δίκιο όταν επισημαίνει τη θεμελιώδη διαφορά της με την κυβέρνηση: εσείς, λέει, αντιμετωπίζετε τα προβλήματα με αύξηση της φορολογίας, εμείς με μείωση των δαπανών. Ακατανόητο είναι για ποιον λόγο η κυβέρνηση δεν σηκώνει, επιθετικά μάλιστα, το γάντι. Γιατί αυτή είναι πράγματι θεμελιώδης διαφορά μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς και στο συνταξιοδοτικό, όσο και αν η φορολογική συνείδηση της Αριστεράς έχει επηρεαστεί από το νεοφιλελεύθερο λόγο.
Θόδωρος Παρασκευόπουλος