Η «Εποχή» συζητά με την ψυχολόγο Αύρα Βαζαίου για τις ακραίες εκδηλώσεις οργής στην κοινωνία μετά την κατηγορία της μητέρας για τη δολοφονία του παιδιού της στην Πάτρα, το επικίνδυνο αρχέτυπο της μάνας, τις ψυχικές ασθένειες και τον επιζητούμενο ρόλο του κοινωνικού κράτους.

Ο αποτροπιασμός της κοινωνίας μετά την απόδοση κατηγορίας στη μητέρα για τη δολοφονία του ενός, τουλάχιστον, παιδιού της στην Πάτρα, ήταν αναμενόμενα έντονος. Οι αντιδράσεις, όμως, έφτασαν μέχρι και τη συγκέντρωση όχλου έξω από το σπίτι της κατηγορούμενης ζητώντας τον θάνατό της. Γιατί βλέπουμε τόσο ακραίες στάσεις και επάνοδο του αιτήματος για θανατική ποινή; Ενυπάρχει γενικότερα οργή και συντηρητικοποίηση στην κοινωνία;
Πρόκειται για μια περίπτωση πραγματικά ανείπωτη, τρομαχτική για όλους μας. Ούτως ή άλλως όποιο έγκλημα έχει θύμα του παιδιά, εγείρει πάντα στην κοινωνία ένα πολύ έντονο θυμικό, προκαλώντας μια επιθυμία αντίδρασης, που εγγράφεται και στο κοινωνικό πεδίο, όχι μόνο στο ατομικό του καθενός. Η αντίδραση αυτή, λοιπόν, έρχεται μάλλον σε αναλογία με το πόσο αποτρόπαιο είναι το έγκλημα αυτό. Από εκεί και πέρα, υπάρχει και μία διαφοροποίηση σε σχέση με παλαιότερα αντίστοιχα εγκλήματα, καθώς βγαίνουμε από δύο χρόνια εγκλεισμού και απομόνωσης λόγω της πανδημίας, που το κοινωνικό στοιχείο και η κοινότητα υποβαθμίστηκε. Κι όταν χάνεται αυτό το κοινωνικό στοιχείο, αναδύονται «τέρατα». Και από πιο πριν όμως, από την εποχή της οικονομικής κρίσης, υπάρχει σταδιακά μία φτώχεια, μία έκπτωση, μία απώλεια, που πλέον κορυφώνεται σε κάτι ανομολόγητο. Αυτή η περίπτωση κρύβει και αναδεικνύει όλες τις παθογένειες που έχουμε να αντιμετωπίσουμε σήμερα. Πάρα πολλοί άνθρωποι, οικογένειες και παιδιά είναι αφρόντιστα, υπάρχουν πολλές διαφορετικές ταχύτητες στους ανθρώπους που ζουν στην ίδια πόλη, στην ίδια γειτονιά και κοινότητα. Και εκτός από την οικονομική ένδεια, υπάρχει και η κοινωνική, πολιτισμική και ψυχική φτώχεια που έχουν αναδυθεί. Μέσα σε όλο αυτό το κενό που έχει δημιουργηθεί, επανέρχεται ένα μέσο που είχε μπει στην άκρη, παίρνοντας την εκδίκησή του, η τηλεόραση. Ούτως ή άλλως πρόβαλλε πάντα υπερβολικά ό,τι σχετίζεται με καταστροφή, οπότε και σε αυτή την περίπτωση έχουμε μια διαρκή προβολή της υπόθεσης σαν να πρόκειται για κάποιο ριάλιτι, αναπαράγοντας διάφορες προσωπικές λεπτομέρειες, επενδύοντας την ιστορία με δραματικότητα, μουσική υπόκρουση, σασπένς κτλ. Αποτέλεσμα, βέβαια, όλης αυτής της διαχείρισης είναι και η ενίσχυση–κανονικοποίηση ακραίων αντιδράσεων του κοινού.
Αυτός ο τρόπος κάλυψης της υπόθεσης από τα μίντια, τι αντιλήψεις και αισθήματα, δηλαδή, καλλιεργεί στην κοινωνία;
Πρώτον μας καλλιεργείται μια αδηφαγία που καταπίνει κι εμάς τους ίδιους, να μάθουμε, ή καλύτερα να καταναλώσουμε, οποιαδήποτε μικρή λεπτομέρεια της ιστορίας. Από εκεί και πέρα, γίνεται μια προσπάθεια να αρθρωθεί ένας λόγος που διαφοροποιεί όλους εμάς από την «αρρώστια», το «κακό». Όλοι εμείς είμαστε με το «καλό», που κοιτάμε αυτή την ιστορία και φρίττουμε και κάπου έξω από εμάς, από την κοινωνία, βρίσκονται αυτοί οι άνθρωποι, που είναι εξωπραγματικοί και δαιμονικοί. Είναι σαν να προσπαθούμε να ξορκίσουμε την οποιαδήποτε σχέση μας με αυτή την ιστορία και τα χαρακτηριστικά αυτών των ανθρώπων. Σαν να θέλουμε να επιβεβαιώσουμε ότι η κοινωνία μας λειτουργεί και ό,τι είναι αποτρόπαιο δεν έχει θέση ανάμεσά μας, δεν μοιάζει σε εμάς.
Έτσι, βέβαια, κρύβουμε και τους κοινωνικούς παράγοντες του εγκλήματος…
Ακριβώς, ενώ οι παράγοντες που οδηγούν κάθε φορά στην παραμέληση, την κακοποίηση, μέχρι και τον αφανισμό των παιδιών είναι κατεξοχήν κοινωνικοί. Ακόμα και οι αρμόδιες κοινωνικές υπηρεσίες καλούνται κάθε φορά να επιβεβαιώσουν κάτι που θα έχει συμβεί, αντί να λειτουργήσουν στη βάση της πρόληψης, της ενημέρωσης και στήριξης της οικογένειας. Λείπει επίσης έντονα το κομμάτι της (ψυχο)εκπαίδευσης. Είναι πολύ εύκολο να τα αφήνουμε όλα στο υποτιθέμενο μητρικό ή γονεϊκό ένστικτο, θεωρώντας πως δεν χρειάζονται δομές και υποστήριξη, πολιτικές για την οικογένεια και την ανάπτυξη των παιδιών κ.ο.κ. Η στερεοτυπική αντίληψη για τη μητέρα, και εν γένει για τους γονείς, ότι δηλαδή θα κάνουν τα πάντα για τα παιδιά τους, θα θυσιαστούν γι’ αυτά και ότι αυτό είναι το αναμενόμενο, είναι μια εξιδανίκευση της φιγούρας που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα και την καθημερινότητα. Οι περισσότεροι γονείς –ιδίως οι μητέρες– παλεύουν με τον εαυτό τους, τις αντιφάσεις τους, τις αποφάσεις τους, τους ρόλους και τις δυσκολίες της καθημερινότητας για την εξισορρόπηση της προσωπικής–οικογενειακής–επαγγελματικής ζωής.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, είδαμε να τίθεται πολύ έντονα αυτό το αρχέτυπο της μητέρας και τη μήνη που εγείρει όταν «προσβάλλεται» με κάποιο τρόπο. Εν τέλει, όμως, το ίδιο αυτό το αρχέτυπο δεν είναι επικίνδυνο (και) για τα παιδιά; Βασιζόμαστε σε ένα δήθεν φυσικό ένστικτο, αντί να επιζητείται εκπαίδευση και στήριξη από την πολιτεία.
Βέβαια. Η γονεϊκότητα είναι ένας σύνθετος και δύσκολος ρόλος, από το να τα αφήνουμε τα πράγματα στην τύχη τους, θα έπρεπε να υπάρχουν εκείνες οι υποστηρικτικές ψυχοκοινωνικές δομές για να βοηθήσουν τους ανθρώπους σ’ αυτό τον ρόλο. Δεν είναι δεδομένο ότι κάθε νέος γονιός ξέρει τι να κάνει, ίσα ίσα που όλοι και όλες το βρίσκουμε στην πορεία κατά κύριο λόγο. Αυτό που λένε οι Άγγλοι «it takes a village to raise a child» (χρειάζεται ένα χωριό για να μεγαλώσει ένα παιδί) είναι αλήθεια. Ένα παιδί δεν μεγαλώνει μόνο από τη μητέρα του και τον πατέρα του, χρειάζεται να εγγραφεί μέσα στην κοινότητα, χρειάζονται και οι γονείς να είναι μέρος της κοινότητας, που θα τους υποστηρίζει και ενδυναμώσει γύρω από αυτόν τον νέο ρόλο. Υπάρχει αυτή εξιδανίκευση για τη μητρότητα και προσδοκίες για τις μητέρες που είναι τελείως ανεδαφικές. Ο Donald Winnicott, ένας σπουδαίος ψυχαναλυτής, μιλάει για την έννοια της αρκετά καλής μητέρας. Αυτό που μπορούμε να γίνουμε, είναι αρκετά καλοί γονείς. Η ιδέα του τέλειου γονέα ή να επαναπαυόμαστε ότι είμαστε μάνες και τα ξέρουμε όλα, είναι κάτι που απλά δεν υφίσταται. Από την άλλη, βέβαια, έχει αναπτυχθεί και ένας επιστημονικός ενημερωτικός λόγος για τη γονεϊκότητα, που δεν περνάει όμως μέσα από τα βιώματα των ανθρώπων. Γι’ αυτό θεωρώ πως ήταν πολύ σημαντικές οι Σχολές Γονέων του Ινστιτούτου Διαρκούς Εκπαίδευσης Ενηλίκων, τις οποίες είχα υπηρετήσει αρκετά χρόνια ως ψυχολόγος. Ήταν δωρεάν, μέσα στην κοινότητα, στα σχολεία που αυτοοργανωνόντουσαν και δημιουργούνταν πυρήνες γονέων που επεξεργάζονταν βιωματικά ζητήματα σχετικά με την γονεϊκότητα. Σήμερα, στο πλαίσιο των Κέντρων Πρόληψης και αρκετών προγραμμάτων στους δήμους λειτουργούν τέτοιου τύπου ψυχοεκπαιδευτικές ομάδες γονέων, αλλά αποσπασματικά, καθώς δεν υπάρχει πλέον ο κεντρικός συντονισμός, η δικτύωση και η πανελλαδική διάχυση. Είναι πολύ σημαντικό ο γονιός να μπορεί να αντλήσει από την εμπειρία του, να μεταβολίσει αυτό που συμβαίνει και να μοιραστεί την απογοήτευση, τη ματαίωση, την δυσκολία, τον φόβο, την ευθύνη κτλ, και με άλλους γονείς. Χρειάζεται, λοιπόν, ένας ασφαλής χώρος για να τα μοιραστούν οι γονείς όλα αυτά.
Στην περίπτωση της Πάτρας θα μπορούσε να έχει υπάρξει κάποια κοινωνική δομή, ή εκπαίδευση γιατρών και εκπαιδευτικών, που να είχαν αναγνωρίσει τον κίνδυνο και να είχαν παρέμβει;
Υποθετικά θα θέλαμε όλοι και όλες να λέγαμε ναι. Υπάρχει, όμως, μια σημαντική λεπτομέρεια σε όλο αυτό. Οι άνθρωποι πολλές φορές ξορκίζουμε το κακό, το προσπερνάμε, το κανονικοποιούμε και το συνηθίζουμε, ειδικά όταν βλέπουμε ό,τι οι άλλοι γύρω μας δεν αντιδρούν. Αυτό που μπορεί να βοηθήσει είναι να σταθούμε σε αυτό που αντιλαμβανόμαστε ότι συμβαίνει, να το επικοινωνήσουμε πρώτα με κάποιον άλλον κοντινό μας άνθρωπο, να το ορίσουμε ονομάζοντάς το. Όλοι οι άνθρωποι που εμπλέκονται με παιδιά μέσα στο πλαίσιο της δουλειάς τους, είτε είναι σε νοσοκομείο, είτε στο σχολείο, σε δραστηριότητες κτλ, είναι καλό να έχουν ένα βαθμό εγρήγορσης για αυτά τα θέματα. Για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια οι εκπαιδευτικοί έχουν καλύτερα αντανακλαστικά και είναι πιο ευαισθητοποιημένοι με ζητήματα κακοποίησης παιδιών και πολλά έχουν σωθεί λόγω της άμεσης αντίδρασης του σχολικού πλαισίου. Παράλληλα, χρειάζεται ένα σαφές θεσμικό πλαίσιο προστασίας των παιδιών και η ενεργοποίηση διεπιστημονικών ομάδων πρόληψης, έγκαιρης παρέμβασης και ψυχοκοινωνικής υποστήριξης στην κοινότητα. Σε κάθε περίπτωση, είναι χρήσιμο να έχουμε στο μυαλό μας ότι όσο ξορκίζουμε το κακό, τόσο αυτό έρχεται από την πίσω πόρτα. Ο μόνος τρόπος να το αντιμετωπίσουμε είναι να το κοιτάξουμε, να το αναγνωρίσουμε, να το ονομάσουμε και να αντιδράσουμε ο καθένας μας από τη θέση και τον ρόλο του.
Ένας τρόπος τώρα που ξορκίζουμε το συγκεκριμένο κακό στην Πάτρα, είναι η απόδοση διαφόρων ψυχικών ασθενειών στην κατηγορούμενη. Πρώτον, κατά πόσο είναι θεμιτό επαγγελματίες ψυχικής υγείας να βγάζουν διάγνωση για άνθρωπο που δεν έχουν εξετάσει και, δεύτερον, αυτή η πρακτική δεν δρα στιγματιστικά για όλους τους ψυχικά ασθενείς ανθρώπους;
Δεν μπορώ να πω για συναδέλφους που επιλέγουν να μιλήσουν στα Μέσα για την άποψή τους για τη διάγνωση της κατηγορουμένης. Αυτό που μπορώ να πω, είναι ότι ο πυρήνας του επαγγέλματος του ψυχολόγου έχει να κάνει με την τήρηση μιας δεοντολογίας που συνοψίζεται στο πολύ απλό: δεν είναι δόκιμο να μιλήσεις για κάποιον που δεν έχεις συναντήσει μέσα σε ένα συγκεκριμένο θεραπευτικό/κλινικό πλαίσιο και εφόσον τον έχεις δει μέσα σ’ αυτό, δεν μπορείς να μιλήσεις για αυτόν λόγω απορρήτου και εμπιστευτικότητας που διέπει μια τέτοια συνάντηση. Καταλαβαίνω, όμως, από την άλλη και την ανάγκη των ανθρώπων να κατανοήσουν πως μπορεί κάποιος να φτάσει σ’ αυτό το σημείο και οπότε εκεί έχει νόημα να μιλήσουμε ευρύτερα για την ψυχική υγεία. Όσον αφορά την ψυχική ασθένεια, οι ψυχικά ασθενείς είναι άνθρωποι πάσχοντες. Η έρευνα και η βιβλιογραφία δείχνει ότι συνήθως είναι τα θύματα και όχι οι θύτες κακοποιητικών συμπεριφορών. Ένα πολύ μικρό ποσοστό ανθρώπων με διαταραχή παρουσιάζουν αντικοινωνική και επικίνδυνη συμπεριφορά. Στην πλειοψηφία τους, είναι ευάλωτοι πάσχοντες άνθρωποι, που υποφέρουν και χρειάζονται υποστήριξη. Υπάρχουν περιπτώσεις μητέρων με κλινική ή επιλόχεια κατάθλιψη, γονέων με άλλα σοβαρά ψυχικά προβλήματα ή εξαρτήσεις, που παλεύουν με τη δυσκολία τους και βρίσκονται σε έναν αγώνα. Αυτή τη στιγμή, λοιπόν, άνθρωποι που υποφέρουν ψυχικά και είναι γονείς χρειάζονται προστασία και ενισχυμένη ψυχοκοινωνική υποστήριξη, αντί κοινωνικής επίκρισης. Σημαντικό, επίσης, είναι να αντιληφθούμε πως τα αντικοινωνικά και ναρκισσιστικά στοιχεία που έχουν επισημανθεί στην περίπτωση της Πάτρας σε μια ακραία μορφή, μπορεί να μας φαίνονται εξωπραγματικά, δεν είναι, όμως, κάτι έξω από την κοινωνία μας. Ίσα-ίσα που είναι σε έξαρση και τα βλέπουμε παντού γύρω μας, ειδικά από την κρίση και μετά, καθώς υποστηρίζονται, κανονικοποιούνται και επιβραβεύονται κοινωνικά αυτές οι συμπεριφορές: η εγωπάθεια, ο ατομικισμός, οι χειριστικές συμπεριφορές, το θράσος, η βία, η αμετροέπεια, η επιφανειακότητα κτλ.
Πέραν της πλευράς της ψυχικής υγείας, ενδιαφέρον παρουσιάζει και πώς αντιμετωπίζουμε το ζήτημα της γυναικείας εγκληματικότητας. Παρατηρείτε διαφοροποίηση βάσει φύλου, αλλά και τάξης, σε σχέση με άλλα ειδεχθή εγκλήματα, όπως πχ οι βιασμοί ανηλίκων στην υπόθεση του Δ. Λιγνάδη;
Η εικόνα της γυναίκας εγκληματία έχει μεγάλο ενδιαφέρον, η Αφροδίτη Κουκουτσάκη έχει κάνει πολύ ενδιαφέρουσες δουλειές σε αυτό το κομμάτι. Νομίζω ότι το στοιχείο που αποδίδουν στις γυναίκες που διαπράττουν κάποιο έγκλημα, και ειδικά στις μητέρες, σχετίζεται με την έννοια της μάγισσας, της δαιμονοποιημένης, φρικτής γυναίκας. Αντίστοιχα, ένας άνδρας που μπορεί να κάνει ένα τέτοιο έγκλημα, είναι ένας άνδρας που παρασύρεται από το πάθος ή και τα πάθη του. Αυτή είναι μια μεγάλη διάκριση: ο άνδρας μπορεί να κάνει τα χειρότερα εγκλήματα ορμώμενος από τα πάθη του, αλλά μια γυναίκα όταν κάνει κάτι τέτοιο είναι δαιμονική, ψυχρή, αποσυνδέεται από την ανθρώπινη και δη τη γυναικεία της υπόσταση. Είναι σαν η γυναίκα να πρέπει να είναι ή η απόλυτα καλή μητέρα–τροφός ή η απόλυτα δαιμονική, μοιραία μάγισσα, τίποτα ενδιάμεσο και ανθρώπινο. Προφανώς, βέβαια, καμία γυναίκα δεν ανταποκρίνεται σε κανένα από αυτά τα ακραία στερεότυπα.