Ξαφνικά το μόνο που χαρακτηρίζει τον Βίκτορ Όρμπαν, πρωθυπουργό και πάλι της Ουγγαρίας είναι το «φιλορώσος». Αυτή φαίνεται να είναι η (για μια ακόμα φορά) απλοϊκή προσέγγιση των δυτικών ΜΜΕ, για να ξεμπερδεύουν στα γρήγορα, με όποιον «δυσάρεστο» πολιτικό εμφανίζεται στην Ευρώπη. Όμως ο «Βικτάτορας» δεν εμφανίστηκε από το πουθενά. Είναι ήδη 12 χρόνια πρωθυπουργός ενώ είχε άλλη μια θητεία πριν από τις τρεις διαδοχικές του από το 2010 και μετά. Ήταν μέλος της «Χριστιανοδημοκρατικής Διεθνούς», του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, από το οποίο αποχώρησε τελικά μόνος του το 2021. Προηγουμένως συμμετείχε πάντα πολύ ενεργά στα εσωκομματικά παζάρια της ευρωπαϊκής Δεξιάς, ήταν από αυτούς, που χρειάστηκε να δώσει τη συγκατάθεσή του για να «κλειδώσει» η εκλογή της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στη θέση της προέδρου της Κομισιόν το 2019.
Το γεγονός ότι η κεντροδεξιά πλειοψηφία σε Συμβούλιο και Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε εδώ και περίπου μια διετία να γίνει πιο αυστηρή μαζί του δεν αναιρεί, ούτε διαγράφει, την προηγούμενη αντιμετώπιση. Αλλά αυτά είναι «περασμένα- ξεχασμένα» για τα μεγάλα δυτικά ΜΜΕ, τα οποία τώρα απλώς εστιάζουν στην καλή του σχέση με τον Πούτιν. Αυτή είναι βεβαίως υπαρκτή, στο βαθμό που ο ρώσος πρόεδρος μπορεί να έχει «καλές σχέσεις» με οποιονδήποτε. Ο Μαγυάρος πολιτικός είχε ταξιδέψει στην Μόσχα πριν τον πόλεμο και είχε μάλιστα επιχειρήσει να το παρουσιάσει αυτό ως «ειρηνευτική αποστολή».
Όπως αλήθεια είναι ότι τη βραδιά του θριάμβου του την περασμένη Κυριακή ο Όρμπαν εξαπέλυσε χυδαία επίθεση προς την ευρωπαϊκή Αριστερά, αυτοπροβαλλόμενος ως εκπρόσωπος ενός μοντέλου «χριστιανικής, συντηρητικής, δημοκρατικής, πατριωτικής Ευρώπης». Αυτό που επικαλούνται πολλοί ομοΐδεάτες του στην Ευρώπη και φαίνεται να καθοδηγεί πλέον και τους επίδοξους δημιουργούς μιας «σοβαρής Χρυσής Αυγής» στην Ελλάδα.
Φυσικά, ο Όρμπαν ψηφίστηκε από τους συμπατριώτες του και μάλιστα σε ποσοστό μεγαλύτερο από ότι το 2018, που του δίνει μια άνετη πλειοψηφία δύο τρίτων στη μαγυάρικη Βουλή (135 σε σύνολο 199 εδρών). Και αυτό είναι που θα έπρεπε ίσως να προκαλεί τη μεγαλύτερη ανησυχία.
Νίκη του εθνικισμού και στο Βελιγράδι
Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με έναν άλλο «πατριώτη, χριστιανό» στο Βελιγράδι. Ο Αλεξάνταρ Βούτσιτς, αφού άντεξε μια περίοδο έντονης αντιπολιτευτικής πίεσης, περίπου στα μέσα της θητείας του, επανεξελέγη και αυτός στην προεδρία της Σερβίας, με ποσοστό κοντά στο 60%, ενώ άνετη νίκη πέτυχε το κόμμα του και στις βουλευτικές εκλογές. Και αυτός κατατάσσεται στο στρατόπεδο των «φιλορώσων» στην κατηγοριοποίηση, που έχουν κάνει τα δυτικά ΜΜΕ. Ο ίδιος μιλάει για «ουδετερότητα«, όμως δεν αμελεί να εκμεταλλεύεται τον έντονο αντιαμερικανισμό, που εύλογα υπάρχει στη χώρα μετά τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας.
Ο Όρμπαν και ο Βούτσιτς, τους οποίους πράγματι έσπευσε να συγχαρεί πάραυτα ο Βλαντίμιρ Πούτιν, έχουν πάψει προ πολλού να αποτελούν κάποια «εξωτικά» δηλητηριώδη πουλιά, που παρεισήφρησαν στον «ευρωπαϊκό παράδεισο». Είναι κομμάτια μιας νέας ευρωπαϊκής κανονικότητας, που εκφράζεται σταθερά και σε άλλες ανατολικοευρωπαϊκές και όχι μόνο χώρες. Απλώς στην Ανατολική Ευρώπη οι «απαιτήσεις» του εκλογικού κοινού είναι μάλλον πιο περιορισμένες. Αρκούν μερικά επιδόματα προεκλογικά προς τους φτωχότερους και τους ηλικιωμένους, πατριωτικές κορώνες προς αυτούς που δεν έχουν εγκαταλείψει τη χώρα λόγω «brain drain» και η διαβεβαίωση ότι ο λαϊκιστής ηγέτης είναι ο εγγυητής της ασφάλειας και της σταθερότητας. Το ίδιο μοντέλο κυριαρχεί και στην Πολωνία, και κατά καιρούς και σε άλλες χώρες όπως η Βουλγαρία, η Σλοβακία ή η Τσεχία. Απλώς ο Όρμπαν το έχει τελειοποιήσει.
Έχει δημιουργήσει ένα πολύ ισχυρό σύστημα διαπλοκής συμφερόντων με μια νέα οικονομική ελίτ που ελέγχει δημόσια έργα, ΜΜΕ, αλλά και σημαντικούς θεσμούς της χώρας όπως η δικαιοσύνη. Έχει καταφέρει να πείσει ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας ότι αυτός υπερασπίζεται τον «πανουγγρισμό» απέναντι σε ξένες επιβουλεύσεις, με «αγαπημένο εχθρό» τον Τζορτζ Σόρος. Και φροντίζει να δίνει και τα απαραίτητα φιλοδωρήματα στα πιο αδύναμα εισοδηματικά στρώματα, τα οποία παραδοσιακά αποτελούν εκλογική του πελατεία. Έχει επιπροσθέτως το πλεονέκτημα ενός εκλογικού συστήματος, κομμένου και ραμμένου στα μέτρα του κόμματος του, του Συνδέσμου Νέων Δημοκρατών (Fidesz) που καθοδηγεί την πολιτική ζωη εδώ και δεκαετίες, ακόμα και στις εποχές που ήταν στην αντιπολίτευση.
Εμφάνιση νέων φιλορωσικών κομμάτων
Πάντως τόσο στην Ουγγαρία όσο και στη Σερβία κατάφεραν να μπουν στη Βουλή και κόμματα που αρμενίζουν σε ακόμα πιο ακροδεξιά εθνικιστικά νερά, γεγονός που αποδίδεται εν μέρει και στην έξαρση του αντιευρωπαϊσμού και αντινατοϊσμού λόγω πολέμου. Στην Σερβία είναι πλέον τρία τέτοια κόμματα με φιλορωσική φρασεολογία και ποσοστό συνολικά 13% και 35 έδρες σε σύνολο 250. Το κόμμα του Βούτσιτς είναι καθαρά πρώτο με ποσοστό 43,4% κατέλαβε 120 έδρες, αλλά δεν εκτιμάται ότι θα έχει πρόβλημα να βρει από κάποια μικρότερα κόμματα τις έξι τουλάχιστον έδρες, που του χρειάζονται για να έχει την απαραίτητη πλειοψηφία.
Υπάρχουν φυσικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο χωρών που ξεκινούν τόσο από το γεγονός ότι η Ουγγαρία είναι μέλος της ΕΕ όσο και από το ότι η Σερβία «ζει» με την ανοικτή πληγή του Κοσόβου, άσχετα αν το θέμα δεν απασχολεί την «καθημερινότητα» πολλών Σέρβων, ειδικά νεότερων σε ηλικία. Πάντως, οι Σέρβοι που ζουν ακόμα στο Κόσοβο δεν μπόρεσαν να ψηφίσουν εκεί, αφού το καθεστώς της Πρίστινα δεν επέτρεψε τη λειτουργία εκλογικών τμημάτων. Όσοι ήθελαν μπόρεσαν να μετακινηθούν με λεωφορεία προς την επικράτεια της Σερβίας και να ψηφίσουν εκεί.
Στην περίπτωση της Ουγγαρίας πολλοί θεωρούν ότι η χώρα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ο «πρέσβης» ρωσικών συμφερόντων εντός της ΕΕ, εμποδίζοντας μια σκληρή κοινή γραμμή εναντίον της Μόσχας. Ο Όρμπαν πάντως είναι αρκετά πονηρός για να εκτεθεί με τέτοιο τρόπο. Για παράδειγμα, δεν έχει αντιτεθεί ως τώρα στις κυρώσεις της Ένωσης εναντίον της Ρωσίας. Άλλωστε, γνωρίζει πολύ καλά ότι υπάρχουν άλλοι «εταίροι» που θα είχαν μεγαλύτερο πρόβλημα από έναν ολοκληρωτικό οικονομικό πόλεμο με τη Μόσχα.
Αυτό φάνηκε άλλωστε και την εβδομάδα που μας πέρασε, είτε με τις αποκλίσεις κάποιων χωρών στην αντιμετώπιση της ρωσικής απαίτησης για πληρωμή σε ρούβλια, είτε με την αδυναμία των «27» να συμφωνήσουν στην άμεση απαγόρευση εισαγωγών ρωσικού άνθρακα.
Όσο οι συνέπειες του οικονομικού πολέμου ΕΕ-Ρωσίας αρχίζουν να έχουν αντίχτυπο και στις ευρωπαϊκές οικονομίες τόσο θα γίνονται πιο ευδιάκριτα τα ρήγματα στην ενιαία γραμμή, που προς το παρόν ορίζουν η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν με τον Τζο Μπάιντεν. Ο Όρμπαν δεν χρειάζεται να βγαίνει πάντα αυτός μπροστά, παίζοντας το ρόλο του «Δούρειου Ίππου» της Μόσχας.
Όσο για τον Αλεξάνταρ Βούτσιτς, αυτός έχει συνειδητοποιήσει ήδη πριν από τον πόλεμο ότι οι 27 μπορούν να υπόσχονται συχνά πράγματα, που δεν μπορούν να υλοποιήσουν, όσο δεν έρχεται το «ΟΚ» από την άλλη μεριά του Ατλαντικού. Η Σερβία περιμένει μάταια κάποια πρόοδο στις συνομιλίες με την ΕΕ. Στο Βελιγράδι δεν συμμερίστηκαν τον ενθουσιασμό κάποιων ευρωβουλευτών στην προοπτική μιας απόδοσης της ιδιότητας του υποψήφιου μέλους στην Ουκρανία με «πρωτότυπες» διαδικασίες-εξπρές.
Οι συνέπειες του πολέμου και της πλήρους υποταγής της ΕΕ στη νατοϊκή ομπρέλα θα επηρεάσουν πολλές περιοχές της Ευρώπης τα επόμενα χρόνια, ανεξάρτητα από το πώς θα εξελιχθεί ο πόλεμος της Ουκρανίας. Θα φέρουν αλλαγές στη φυσιογνωμία και τη δομή της ΕΕ. Κάποιες από αυτές μπορεί να ήταν προγραμματισμένες. Κάποιες άλλες όχι.
Αλλά όταν τα πνεύματα δραπετεύουν από το μπουκαλάκι, αυτό είναι αναπόφευκτο.