Καλώς τον πάλι τον Βασίλη Ρόγγα, αυτή τη φορά με ένα καλογραμμένο άρθρο που ο προκλητικός του τίτλος, αλλά και το περιεχόμενό του, είναι επηρεασμένα, όπως γράφει ο ίδιος, από το βιβλίο Γεννημένοι ρευστοί, του γνωστού πολωνού κοινωνιολόγου Ζίγκμουντ Μπάουμαν. Το κείμενο αναφέρεται συνοπτικά στις αγωνίες, τις αβεβαιότητες και τις αντιφάσεις της γενιάς Ζ, δηλαδή των νέων με ηλικία μέχρι 25 ετών, αλλά και των λίγο μεγαλύτερων, όπως αυτή προκύπτει και από τρεις μελέτες, του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, του ΕΚΚΕ και του Έτερον. Από τα αποτελέσματα αυτών των μελετών, αλλά και από τα άλλα διαβάσματά του και την προσωπική του εμπειρία, ο Ρόγγας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, με δεδομένο ότι τα κόμματα δεν φαίνονται να συγκινούν τους νέους, ίσως αυτό που απαιτείται για την αλλαγή της κοινωνίας στη σημερινή εποχή, είναι ένα δίκτυο θεματικών δικτύων που να αφορούν το περιβάλλον, την εργασία, τη στέγη κ.λπ, με οριζόντια μεταξύ τους επικοινωνία. Η μελέτη του στρώματος της νεολαίας είναι πάντα ενδιαφέρουσα και επίκαιρη, αν και ελλοχεύει ο κίνδυνος να μη λαμβάνονται υπόψη οι υπαρκτές ταξικές διαφορές μεταξύ των νέων. Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο του Ρόγγα είναι ιδιαίτερα χρήσιμο, ειδικά για τις παλιότερες γενιές αριστερών, προκειμένου αυτές να έχουν μια ιδέα για το πώς σκέφτονται και δρουν οι σημερινοί νέοι.
Χ. Γο.
Ένα μικρό βιβλίο του Ζίγκμουντ Μπάουμαν (συνομιλία του με τον ιταλό δημοσιογράφο Τόμας Λεοντσίνι), οι Γεννημένοι ρευστοί1, που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, είναι η αιτία, από τον τίτλο του κιόλας, όσων θα ακολουθήσουν παρακάτω. Οι «γεννημένοι ρευστοί» είναι όσοι και όσες ενηλικιώνονται σε αυτήν την τρίτη χιλιετία, και προκύπτει πως δεν μπορούμε με ευκολία να τους αποδώσουμε συγκεκριμένα και διαρκή χαρακτηριστικά, σταθερούς ιδεολογικούς, πολιτισμικούς και πολιτικούς προσανατολισμούς. Η ρευστότητα, κύρια έννοια στα βιβλία του Μπάουμαν, αφορά τους φόβους, τις αγάπες και τελικά τους καιρούς μας2. Προκύπτει, όμως, και ως το κύριο εύρημα των μεγάλων ερευνών που διεξήχθησαν τα τελευταία δυο χρόνια για τις αξίες, τις νοοτροπίες και τις προτιμήσεις των νέων από το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, το ΕΚΚΕ και το Ινστιτούτο Έτερον.
Άλλωστε, και πριν από τους κρουστικούς αφορισμούς του μεγάλου πολωνού κοινωνιολόγου, αλλά και πριν από την ραγδαία ανάπτυξη των Youth Studies (Σπουδών Νεολαίας)3, διαπιστώναμε πως οι σχέσεις μεταξύ των νέων, ιδιαίτερα στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία, είναι πιο ανοιχτές και ρευστές. Τέτοιες κριτικές έχουν οδηγήσει σε μελέτες, τα αποτελέσματα των οποίων δείχνουν ότι η κουλτούρα και οι αξίες της νεολαίας αποδεικνύονται ότι είναι εφήμερες, κατακερματισμένες και εξατομικευμένες4. Από το 1999 ο Μπένετ μας πληροφορεί πως «στους σύγχρονους τρόπους ζωής (σσ. η έμφαση στον πληθυντικό), η αντίληψη της ταυτότητας «“κατασκευάζεται” αντί να είναι “δοσμένη” και είναι “ρευστή” αντί να είναι “καθορισμένη”»5.
Limbo youth
Αν σκεφτούμε έτσι, τα αποτελέσματα των ερευνών είναι λογικά. Φερ’ ειπείν, στην έρευνα το Έτερον, το 85% των νέων που ανήκουν στη Gen Z (10–25 ετών) απαντούν πως θα πάνε να ψηφίσουν. Ένα ποσοστό που φαίνεται φουσκωμένο, αν το συνδυάσουμε με τις εμφανίσεις των νέων στα εκλογικά παραβάν τα τελευταία χρόνια ή με τις απαντήσεις τους σε σχέση με τις πολιτικές αναρτήσεις στα social media. Και από την άλλη, στην έρευνα του ΕΚΚΕ, είναι σαφές πως κανένα κοινωνικό ή πολιτικό γεγονός δεν καθόρισε τους νέους και τις νέες από 17 έως 29 ετών, δεν συγκρότησε την ταυτότητά τους, μιας και οι μισοί περίπου δεν επιλέγουν κανένα από τα αναφερόμενα στο ερωτηματολόγιο συμβάντα (πχ δολοφονία Ζακ, δολοφονία Φύσσα, Δεκέμβρης 2008 κ.ο.κ.). Μάλιστα, πλειοψηφικά απαντούν πως τα προσωπικά και οικογενειακά τους βιώματα ήταν αυτά που έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στη ζωή τους. Και τα λένε αυτά, την ίδια στιγμή που στην ερώτηση «Όλοι ανήκουμε σε διαφορετικές ομάδες. Ποιες από τις παρακάτω σε χαρακτηρίζουν περισσότερο;», περίπου οι μισές απαντήσεις είναι «η ιδεολογία μου», ό,τι κι αν σημαίνει αυτό σε σχέση με την απάντησή τους στην προηγούμενη ερώτηση.
Οι αντιφατικές απαντήσεις των νέων της Gen Ζ και των πρώιμων millennials (26–41 ετών) αναδεικνύουν πως δρουν σε κοινωνικά περιβάλλοντα, πολιτιστικές υποκουλτούρες και ιδιωματικά στυλ ζωής που διαφεύγουν ακόμα και του απόλυτου ελεγκτή των καιρών μας, της αγοράς. Γι’ αυτόν τον λόγο τα γενικά υποδείγματα των καταναλωτικών συμπεριφορών είναι λιγότερο χρήσιμα στους μάνατζερ απ’ ό,τι παλαιότερα. Ακόμα και η στοχευμένη, εξατομικευμένη διαφήμιση συχνότερα νευριάζει, παρά θέλγει. Ας σκεφτούμε, όμως, πως όσοι ανήκουν σε αυτές τις ηλικιακές κατηγορίες είναι αδύνατον να ενσωματωθούν κοινωνικά λόγω των νεοφιλελεύθερων καταναγκασμών, και ταυτόχρονα αποτελούν τους ανθρώπους, το «δυναμικό κοινό» που διαμορφώνει τις τάσεις της μόδας, πυροδοτεί κοινωνικά κινήματα και αλλάζει εκλογικά αποτελέσματα, όταν συμμετέχει. Είναι δυνατόν οι απαντήσεις τους να μην είναι αντιφατικές;
Αέναη, εξαναγκαστική νιότη
Από τον ανθρωπολόγο Βίκτορ Τέρνερ6 γνωρίζουμε πως τα τελετουργικά ενηλικίωσης, όπου ο χρόνος που η κοινωνική θέση του ατόμου μένουν μετέωρες ανάμεσα σ’ αυτό που ήταν πριν και σ’ αυτό που θα γίνει μετά, αποτελούν για το μέλος της κοινότητας μια «μεταιχμιακή, εκκρεμή, οριακή», αλλά σχετικά σύντομη περίοδο, η οποία στον κόσμο του 21ου αιώνα επεκτείνεται διαρκώς. Γι‘ αυτό και δεν είναι τυχαίο πως μας απασχολούν από πολιτική, ακαδημαϊκή και πολιτισμική άποψη ακόμα και οι millennials ως «νέοι και νέες», παρόλο που το άνω ηλικιακό άκρο αυτής της γενιάς είναι τα 41 έτη. Όμως, δεν συμβαίνει το ίδιο για την Gen X (42–57 ετών), παρόλο που και όσοι και όσες ανήκουν σ’ αυτήν ήταν κάποτε νέοι ή μετα-νέοι. Η έλλειψη υλικών και συμβολικών πόρων, κοινωνικών δικαιωμάτων και ευκαιριών είναι δομικός παράγοντας αυτής της παραμονής στη νεότητα (ή καλύτερα του βαλτώματος για τους ύστερους millennials), η οποία λόγω της έντασης που προκαλεί είναι επικίνδυνη είτε για τη δημοκρατία και την οικονομία, είτε γενικά για το καθεστώς που την επιβάλλει.
Δύο σουηδοί κοινωνικοί επιστήμονες, οι Ζούλμιρ Μπέτσεβιτς και Μάγκνους Ντόλστεντ7, σε φετινή έρευνά τους διαπιστώνουν πως η ιδιότητα του πολίτη για τους νέους είναι περιθωριακή. Ο αποκλεισμός της νεολαίας από διαδικασίες συμμετοχής προκύπτει από την αύξηση των διαφόρων ανισοτήτων που έχουν δημιουργηθεί την περίοδο της ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού. Το «συμμετοχικό έλλειμα των νέων» δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ανεστραμμένη όψη της μειωμένης πρόσβασης στη διανομή προνομίων, κύρους, χρηματικών απολαβών και ακαδημαϊκής μόρφωσης σε όσους/ες νέους και νέες ανήκουν οικονομικά στις υποτελείς τάξεις. Σε κάθε περίπτωση, το έλλειμα συμμετοχής θεωρείται απειλή για τα ίδια τα θεμέλια της δημοκρατίας. Σε ό,τι αφορά τον κίνδυνο για το status quo, το δημοφιλές «απότυχε ξανά – απότυχε καλύτερα», που έγραφε ο Μπέκετ το 1983, φαντάζει σαν επωδός του καθεστώτος που δεν θέλουν να ανεχτούν άλλο οι νέοι άνθρωποι στον δυτικό κόσμο. Να σε τι μπορεί να οφείλεται η Μεγάλη Παραίτηση, η συνδικαλιστική πύκνωση στις ΗΠΑ και η ύπαρξη μιας νέας περιβαλλοντικής συνείδησης. Σε τελική ανάλυση, πρόκειται για την ανάδυση της Generation Left8.
Κάτω οι εκπρόσωποι
Το σωστό είναι οι μεθοδολογικές και πολιτικές ερμηνείες τόσο ευρείας έκτασης και προοπτικής ζητημάτων να γίνονται μεσοσκοπικά και μακροσκοπικά. Αν ελέγξουμε, λοιπόν, περιληπτικά την τελευταία έρευνα του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, θα δούμε πως μόνο το 1/3 των νέων από 17 έως 34 ζουν μόνοι τους ή με συγκάτοικο, ενώ το 70% λαμβάνουν σταθερά ή περιστασιακά οικονομική βοήθεια από τους γονείς τους. Οι περισσότερες δεν αισθάνονται σιγουριά για το μέλλον τους∙ οι χαμηλοί μισθοί, οι συνθήκες εργασίας, τα υψηλά ενοίκια και η ανεργία, τους απασχολούν περισσότερο από ό,τι άλλο. Νιώθουν κυρίαρχα απογοήτευση και θυμό.
Στις περισσότερο πολιτικές ερωτήσεις προσλαμβάνουν θετικά και τον πατριωτισμό και τον σοσιαλισμό. Παρόλο που οκτώ στους δέκα ενδιαφέρονται για την πολιτική, ακόμα περισσότερες δεν εμπιστεύονται τα κόμματα. Μάλιστα και ένας στους τέσσερις δεν εμπιστεύεται κανέναν θεσμό απ’ όσους υπήρχαν στο ερωτηματολόγιο. Αξιοδοτούν θετικότερα την πολιτική συμμετοχή σε εθελοντικές οργανώσεις και πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, ενώ για να έχουν στενή επαφή με ένα κόμμα, με του οποίου τις θέσεις συμφωνούν, θα ήθελαν αυτό να έχει προτάσεις για τη νεολαία, να δίνει ευκαιρίες συμμετοχής, να είναι μαχητικό, αν και πάλι η συμμετοχή τους σε κόμματα περίπου αποκλείεται.
Παρόλο που η οικονομική συγκυρία φαντάζει και είναι πνιγηρή, η νεολαία είναι και θα παραμείνει ακομμάτιστη και πιθανότατα απογοητευμένη από την πολιτική και τους πολιτικούς. Το μεγαλύτερο μέρος της βιβλιογραφίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 εντοπίζει την ύφεση των παραδοσιακών τρόπων πολιτικής συμμετοχής σε κόμματα και συνδικάτα, και τη συμμετοχή σε άλλες μορφές πολιτικής, πιο ανοιχτές και συνεργατικές και πιο βαθιά διαμορφωμένες από τις νέες τεχνολογίες απ’ ό,τι οι προηγούμενες μορφές. Ακόμα, δηλαδή, και αν ζούσαμε σε ευημερούσες οικονομικά κοινωνίες και με καλές προοπτικές για το μέλλον, όπως τη δεκαετία του 1990, πιθανότατα το «κάτω οι εκπρόσωποι», θα υπερίσχυε έναντι όλων των άλλων.
Στη μελέτη πεδίου που πραγματοποίησαν με νέους ακτιβιστές ενάντια στην παγκοσμιοποίηση οι Τζούρις και Πλέϊερς9 ονόμασαν εναλλακτικό ακτιβισμό (alter-activism) τον τρόπο με τον οποίο αναδύεται η νέα πολιτική πράξη. Ένας διαφορετικός τρόπος πρακτικής, μια αναδυόμενη μορφής πολιτειότητας ανάμεσα στους νέους ανθρώπους, που προεικονίζει ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές, οι οποίες σχετίζονται με την πολιτική δέσμευση, την πολιτισμική έκφραση και τη συνεργατική πρακτική. Ο εναλλακτικός ακτιβισμός αφορά συγκεκριμένα την έμφαση στη βιωμένη εμπειρία και διαδικασία, τη δέσμευση σε οριζόντιες και δικτυωμένες συλλογικότητες, τη δημιουργική άμεση δράση, τη χρήση νέων πληροφοριακών και επικοινωνιακών τεχνολογιών και την οργάνωση φυσικών χώρων δράσεων ως εργαστηρίων για την ανάπτυξη εναλλακτικών αξιών και πρακτικών.
Τι θα μπορούσε να γίνει;
Η σχετική αποστέρηση που βιώνουν οι νέες και οι νέοι στην Ελλάδα είναι η νόρμα, όχι απλώς τα τελευταία 12 χρόνια, δηλαδή από την υπαγωγή της χώρας στο πρώτο μνημόνιο, αλλά σε εμάς τους έσχατους millennials ήταν σαφές ότι θα ζήσουμε χειρότερα από τους γονείς μας ήδη από πρώτα χρόνια μετά το 2000. Οι επάλληλες κρίσεις όχι απλώς δεν σταματούν, αλλά εντείνονται, βαθαίνουν. Πλέον μας απειλεί και ο πόλεμος. Καμία επιστροφή στην κανονικότητα δεν πρόκειται να υπάρξει σύντομα, όποιος κι αν την υποσχεθεί, με όσο ωραία λόγια και να την ορίσει. Τα διαλλείματα σταθερότητας και ανάπτυξης θα είναι νησιά στο πέλαγος της αβεβαιότητας για τα επόμενα, ίσως αρκετά, χρόνια.
Αν οι παραπάνω εκτιμήσεις είναι σωστές, χρειάζεται δράση άλλου είδους, πιο πλατιά, πιο συμπεριληπτική απ’ αυτήν που έχει ως τα τώρα επινοηθεί. Έτσι, παρόλο που στην Ελλάδα διατρέξαμε όντως έναν μεγάλο σε διάρκεια συγκρουσιακό κύκλο από το 2006 έως 2015, ο οποίος ποιοτικά δημιούργησε κατώφλια επικοινωνίας μεταξύ μας κι ασφαλείς τόπους συναντήσεων και δημιουργίας, ο κατακερματισμός και η απογοήτευση μετά τον συμβιβασμό του τρίτου μνημονίου, μας σκόρπισε στους πέντε ανέμους. Οι zoomers δεν έχουν τέτοιες και τόσες παραστάσεις συλλογικής δράσης, αλλά ήδη αρχίζουν και μαγεύονται απ’ αυτήν: το ¼ έχει ήδη συμμετάσχει σε διαμαρτυρίες, όπως μας πληροφορεί η έρευνα του Έτερον. Μιας και, όπως είπαμε, όσες ενηλικιώθηκαν τον 21ο αιώνα τραβάνε κουπί στην ίδια γαλέρα –ακόμα κι αν έχουν 20 χρόνια ηλικιακή διαφορά– πρέπει να βρεθούμε.
Να ανταμώσουμε
Ισχυρίζομαι πως είναι δυνατόν να συναντηθούμε χωρίς τους αδιανόητους κόπους παρελθόντων ετών και το κατακερματισμένο ψηφιδωτό των οργανώσεων της Αριστεράς και του Αντιεξουσιαστικού χώρου. Είναι δυνατόν να δημιουργήσουμε μια μεγάλη πολιτική, κοινωνική, πολιτιστική συλλογικότητα, που από τη μια μεριά θα είναι εντελώς ανιδιοτελής, γιατί δεν θα λαμβάνει μέρος στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι μέσω των εκλογών, και από την άλλη δεν θα απογειώνεται σε κοστοβόρους κι αναποτελεσματικούς ακτιβισμούς στο όνομα του επαναστατικού παριστάνειν.
Χρειαζόμαστε ένα αντάμωμα που να παίρνει το καλύτερο από το παρελθόν, αλλά να αφορά το μέλλον. Έτσι, αν δημιουργηθεί ένα δίκτυο θεματικών δικτύων που να αφορούν το περιβάλλον, την εργασία, τη στέγη και ό,τι βάλει ο νους κι είναι χρήσιμο και εμπνευστικό, η οριζόντια λειτουργία είναι πιο εφικτή, η άμεση δημοκρατία και συμμετοχή μπορούν να εκπληρώνονται. Μια συλλογικότητα χωρίς ηγεσία και ηγέτες, γιατί οι εναλλαγές στις θέσεις ευθύνης μπορούν να είναι περιοδικές και μέσω κληρώσεων, αλλά με σοβαρές πρόνοιες διαμοιρασμού του ηγετικού κεφαλαίου όσων το κατέχουν, όπως οι χοροδιδάσκαλοι μαθαίνουν στους χορευτές όσα πρέπει. Οι φυσικές προεκτάσεις των χεριών μας, τα κινητά, δεν είναι χρήσιμα μόνο για ψώνια, ενημέρωση, αστεία, αλλά και ως εργαλεία που μπορούν να προάγουν τη διαφάνεια, τη λογοδοσία και τη διαβούλευση σε μια συλλογικότητα. Είναι πράγματα που δεν έχουμε κάνει ακόμα, λόγια που δεν έχουμε πει, ποιότητες που δεν έχουμε ψηλαφίσει. Θα ανθίσουν πολλά, περισσότερα απ’ όσα φανταζόμαστε αν η συμμετοχή της καθεμίας παίζει όντως ρόλο, λαμβάνεται υπόψιν. Έτσι, κάθε μέλος της κοινότητας θα έχει την ευκαιρία να αντλήσει εκτίμηση για την συνεισφορά του/της στο κοινό καλό.
Communitas
Οι προτάσεις τρόπων ζωής, αυτά τα φορέματα του ναρκισσισμού των εαυτών που προσφέρει η μόνη πιάτσα που έχει απομείνει, η αγορά, δημιουργούν ξέπνοες, αισθμαίνουσες ανθρώπινες μηχανές, κενές λόγω της προσπάθειας, της απογοήτευσης, της ερήμωσης. Η υπόσχεση αυτοπραγμάτωσης στον καπιταλισμό, το «γίνε αυτό που θες» και φαντάζει και είναι αδύνατη για ολοένα και πιο πολλούς. Για να γίνει κάποιος αυτό που θέλει, πρέπει να του δίνονται οι δυνατότητες να φτάσει στο σημείο να το σκεφτεί. Μας αναλογεί να ενωθούμε αλλιώς, να δημιουργήσουμε αυτές τις δυνατότητες.
Ο Τέρνερ στις ανθρωπολογικές του μελέτες διέκρινε ένα στάδιο, μια κατάσταση που υπάρχει κατά τη διάρκεια των μεταβάσεων10. Την αίσθηση του μοιράσματος και της οικειότητας που αναπτύσσεται μεταξύ των ατόμων που βιώνουν την οριακότητα ως ομάδα, ένα συναίσθημα αυξημένης αλληλεγγύης. Αυτή η έντονη μορφή αλληλεπίδρασης, που συνοδεύεται από αίσθηση υπαρξιακής αμοιβαιότητας, φέρει ένα ισχυρό μετασχηματιστικό και χειραφετητικό φορτίο, τέτοιο που θα μπορούσε να αλλάξει τις νόρμες της κοινωνίας. Η αντιδομή που ο Τέρνερ αποκαλεί communitas, μια οριακή και υπαρξιακή εξέγερση, έχει τη δυνατότητα να σπάει τις περιφράξεις που άλλοι έφτιαξαν για εμάς. Στο μεσοδιάστημα, όπου το νέο αγκομαχάει να γεννηθεί και το παλιό δεν παρατάει την προσπάθεια να κυριαρχεί, απλώνεται μπροστά μας μια θαυμάσια εποχή, εφόσον βέβαια είμαστε παρούσες και παρόντες.
Σημειώσεις:
1. Ζ. Bauman & T. Leoncini (2017), Γεννημένοι ρευστοί, Αθήνα: Πατάκης.
2. Z. Bauman (2011), Ρευστή αγάπη, για την ευθραυστότητα των ανθρώπινων δεσμών, Αθήνα: Εστία.
3. Οι «Σπουδές Νεολαίας» είναι ένα διεπιστημονικό ακαδημαϊκό πεδίο, αφιερωμένο στη μελέτη της ανάπτυξης, της ιστορίας, του πολιτισμού, της ψυχολογίας και της πολιτικής της νεολαίας και αναπτύσσεται ιδιαιτέρως από τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα και μετά.
4. Εντελώς ενδεικτικά: Bennett & K. Harris (2004), Introduction, στο A. Bennett & K. Harris, (επιμ), After subculture, London: Palgrave Macmillan, σελ. 1-18, D. Muggleton (2000), Inside subculture, Oxford: Berg,T. Shildrick (2006), “Youth culture, subculture and the importance of neighbourhood” (2006), στο Young, τχ. 14 (10), σελ. 61-74.
5. Α. Bennett (1999), Sub-cultures or neotribes?, στο Sociology, τχ 33 (3), σελ. 599-617.
6. V. Turner (1969), The Ritual Process: Structure and Anti-Structure, ΝΥ: Cornel University Press.
7. Ζ. Bečević & Μ. Dahlstedt (2022) “On the margins of citizenship: youth participation and youth exclusion in times of neoliberal urbanism”, Journal of Youth Studies, τχ. 25:3, σελ, 362-379.
8. Ο όρος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο ομότιτλο βιβλίο του βρετανού κοινωνιολόγου Κιρ Μίλμπερν: Kier Milburn, Generation Left, Polity, 2019.
9. J. Juris & G. Pleyers (2009), “Alter-activism: emerging cultures of participation among young global justice activists”, στο Journal of Youth Studies, τχ. 12(1), σελ. 57-75.
10. Η πραγμάτευση της έννοιας στον Τέρνερ και στον Δημητρίου παρατίθεται στο Κ. Γκουγκούλη (2016), Η communitas, H Αυγή, https://www.avgi.gr/tehnes/186104_i-communitas.