Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Τι κι αν τα κρούσματα κορονοϊού παραμένουν σταθερά υψηλά, τι κι αν οι θάνατοι από COVID στην Ελλάδα ξεπερνούν καθημερινά τους 50 και οι ειδικοί προειδοποιούν για τη νέα μετάλλαξη; Η κυβέρνηση της ΝΔ αποφάσισε πως τελειώσαμε με την πανδημία ένεκα τουριστικής περιόδου. Από Σεπτέμβρη πάλι… θα τρέχουμε.
Συγκεκριμένα, όπως ανακοίνωσε ο υπουργός Υγείας, Θ. Πλεύρης, από 1η Μαΐου τελειώνουν σχεδόν όλα τα περιοριστικά μέτρα: καταργείται η επίδειξη των πιστοποιητικών εμβολιασμού και νόσησης, οι ανεμβολίαστοι δεν θα χρειάζεται να κάνουν ράπιντ τεστ (παρά μόνο ένα για την εργασία τους), καταργούνται τα self test για την επιστροφή στα σχολεία μετά το Πάσχα, απελευθερώνεται η λειτουργία όλων των χώρων στο 100% και από 1η Ιουνίου καταργείται και η χρήση μάσκας στους εσωτερικούς χώρους.
Παράτολμη και αστήριχτη απόφαση
«Είναι ένα βιαστικό και παράτολμο μέτρο. Αυτή τη στιγμή οι αριθμοί δεν δείχνουν κάποια σαφή υποχώρηση της πανδημίας. Δεν βρισκόμαστε σε αυτό το στάδιο. Άλλωστε, αν δει κανείς τους αριθμούς, πέρυσι τον Απρίλιο ήμασταν καλύτερα. Η άρση των μέτρων υπαγορεύεται μόνο από οικονομικούς–τουριστικούς λόγους, για να φανεί κάποιο άνοιγμα, όχι από υγειονομικούς», επισημαίνει στην «Εποχή» ο Μήνας Βουλγαρίδης, πνευμονολόγος. Ενώ τονίζει πως η κυβέρνηση επαναλαμβάνει το λάθος του πρώτου καλοκαιριού της πανδημίας, που είχε οδηγήσει σε πολύ αυξημένους αριθμούς κρουσμάτων, θανάτων και παρατεταμένο λοκντάουν, με κίνδυνο να συμβεί πάλι το ίδιο αυτό το φθινόπωρο.
Σίγουρα όλοι έχουμε κουραστεί από τα περιοριστικά μέτρα δύο χρόνων τώρα και θέλουμε να επιστρέψουμε σε μια καθημερινότητα προ COVID, αλλά αυτό δυστυχώς δεν επηρεάζει την πραγματικότητα της πανδημίας, ούτε σταματάει τους θανάτους, που η Ελλάδα είναι από τις πρωταθλήτριες χώρες στην αναλογία τους ανά κρούσματα. Για την ακρίβεια, σύμφωνα με τον πνευμονολόγο, «αν λάβουμε υπόψιν ότι η νέα μετάλλαξη, η Όμικρον 2, δεν έχει την ίδια ευαισθησία στα εμβόλια που κάναμε, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμα δυσκολότερα». Σημειώνεται ότι αυτή τη στιγμή περίπου το 43% των διασωληνωμένων είναι εμβολιασμένοι, ενώ έχουν καταγραφεί και 2.449 θάνατοι εμβολιασμένων με δύο δόσεις και 1.261 με τρεις δόσεις.
«Δεν θα έπρεπε να είμαστε ευχαριστημένοι από την πορεία των εμβολιασμών. Το υπουργείο κάνει αλχημείες ορίζοντας ως πλήρως εμβολιασμένους όσους έχουν κάνει 2 δόσεις, ενώ όπως φαίνεται δεν παρέχεται αρκετή προστασία μόνο με αυτές. Πλήρης εμβολιασμός θα έπρεπε να θεωρούνται οι τρεις δόσεις και εκεί δεν έχουμε τόσο καλούς αριθμούς», εξηγεί ο Μηνάς Βουλγαρίδης, καθώς μόνο το 50% περίπου του πληθυσμού έχει πραγματοποιήσει αυτή τη στιγμή και τις 3 δόσεις εμβολίου.
Ανάγκη τροποποίησης του εμβολίου
Λόγω, βέβαια, της κακής πορείας της πανδημίας, ξεκίνησε και η χορήγηση της 4ης δόσης, προς το παρόν για όσους είναι άνω των 60 ετών. «Η τέταρτη δόση θα προσφέρει επιπρόσθετη προστασία, αλλά όχι την επιθυμητή, αφού θα γίνει με τα ίδια εμβόλια, τα οποία δεν ανταποκρίνονται τόσο στην Όμικρον 2. Αν είχε προχωρήσει ήδη η τροποποίηση του εμβολίου για να “πιάνει” τις μεταλλάξεις, τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα. Γίνονται κινήσεις για αυτό, αλλά οι φαρμακευτικές εταιρείες δεν είναι ακόμα έτοιμες. Από το να μην κάνουμε καθόλου βέβαια, είναι μακράν καλύτερο να κάνουμε την τέταρτη δόση και μάλιστα θα πρέπει να γίνει και σε όλον τον πληθυσμό σε επόμενο στάδιο. Σίγουρα, όμως, είναι απαραίτητη η τροποποίηση του εμβολίου, όπως γίνεται κάθε χρόνο και με το εμβόλιο της γρίπης», σημειώνει ο πνευμονολόγος.
Όσο αργεί, βέβαια, η τροποποίηση και χρειάζονται συχνά ενισχυτικές δόσεις του υπάρχοντος εμβολίου, πέραν του προβλήματος της μειωμένης αποτελεσματικότητας, υπάρχει και ο κίνδυνος να αυξηθούν και οι αμφιβολίες του κόσμου και η τάση αντιεμβολιασμού, όπως έχει φανεί ήδη από την τρίτη δόση. «Οι αμφιβολίες για τα εμβόλια οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στον τρόπο που παρουσιάστηκε εξαρχής το εμβόλιο από την κυβέρνηση, με διττά μηνύματα. Το υπουργείο θα πρέπει τώρα να χειριστεί το ζήτημα αρκετά καλύτερα, για να περάσει το σωστό μήνυμα και να μην δοθεί έρεισμα στους αντεμβολιαστές», εξηγεί ο ίδιος. Δυστυχώς, όμως, η κυβέρνηση δεν φαίνεται να έχει τέτοιες βλέψεις, παρά μόνο να καλωσορίσει το δολάριο από 1η Μαΐου.
Αλλαγές χωρίς ενίσχυση των υπηρεσιών υγείας
Ταυτόχρονα δε, εξακολουθεί να μην προχωρά σε μόνιμες προσλήψεις ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, με κίνδυνο το σύστημα υγείας από το φθινόπωρο να ξανακαταρρεύσει υπό το βάρος της πανδημίας. Αντί αυτού, μάλιστα, προχωρά σε αλλαγές στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ), με ενοποιήσεις των Κέντρων Υγείας και των Τοπικών Μονάδων Υγείας (ΤΟΜΥ), που μπορεί να σημάνει μικρότερη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας και απομάκρυνση από τον στόχο της πρόληψης, σύμφωνα με τον Μηνά Βουλγαρίδη.
Η διαβούλευση για το εν λόγω νομοσχέδιο ολοκληρώνεται αύριο, 18 Απριλίου, έχοντας συγκεντρώσει πλήθος αρνητικών κριτικών από τον ιατρικό και νοσηλευτικό κόσμο, καθώς εξαρχής δεν λήφθηκαν υπόψιν στην κατάρτισή του. Πέραν των οικονομικών διακρίσεων και της ιδιωτικοποίησης της δημόσιας υγείας που επιχειρείται με την είσοδο των απογευματινών χειρουργείων και των άλλων αρνητικών αλλαγών, όπως είχαμε γράψει σε παλαιότερο φύλλο, το υπουργείο φέρνει μετατροπές και στην ΠΦΥ.
Συγκεκριμένα, αλλάζει την ονομασία του οικογενειακού ιατρού σε προσωπικό, δίνοντας τη δυνατότητα να ορίζονται ως τέτοιοι κι άλλες ειδικότητες πέραν των γενικών ιατρών και των παθολόγων, με «απόφαση του υπουργού», και καθιστώντας την εγγραφή σε αυτούς υποχρεωτική. Η επίσκεψη, δηλαδή, για οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας (εκτός των επειγόντων περιστατικών) θα μπορεί να γίνεται μόνο στον προσωπικό ιατρό και η εξέταση από άλλη ειδικότητα θα γίνεται μόνο μετά από παραπομπή του (gatekeeping). Όποιος δεν εγγραφεί σε κάποιον προσωπικό ιατρό, θα μείνει εκτός πρόσβασης στην πρωτοβάθμια υγεία και στα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων. Το νομοσχέδιο ορίζει, επίσης, την παραπομπή όσων έχουν χρόνια ασθένεια σε ειδικό ιατρό μόλις μία φορά τον χρόνο. Συχνότητα που κρίνεται προφανώς ανεπαρκής, με τον Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογο να έχει εκφράσει εν γένει τη διαφωνία του για το gatekeeping, τονίζοντας ότι θα προκαλέσει προβλήματα στην πρόσβαση στην υγεία και παράλληλα θα ωθήσει στη μετανάστευση των εξειδικευμένων ιατρών.
«Υπάρχει ένας προβληματισμός για το νομοσχέδιο. Καταρχήν δεν έχουμε στη χώρα μας αρκετούς γενικούς γιατρούς πρωτοβάθμιας υγείας, που να μπορούν να καλύψουν όλο τον πληθυσμό. Αντίθετα, έχουμε αρκετούς γιατρούς ειδικοτήτων. Δεν γίνεται, όμως, λόγω αυτού του δεδομένου, να πεις ότι θα αξιοποιήσεις τους γιατρούς ειδικοτήτων σαν προσωπικούς γιατρούς. Δεν γίνεται ένας καρδιολόγος ή νεφρολόγος, ακόμα και αν ο πολίτης έχει κάποιο σχετικό νόσημα, να έχει μια συνολική εικόνα, να έχει μια ολιστική φροντίδα γι’ αυτόν, όπως είναι ο σκοπός της πρωτοβάθμιας», εξηγεί στην «Εποχή» ο Μανώλης Σμυρνάκης, αναπληρωτής καθηγητής Πρωτοβάθμιας Υγείας Φροντίδας και Ιατρικής Εκπαίδευσης στο ΑΠΘ.
Αυταρχισμός και τιμωρία
Σημαντικό στοιχείο στις αλλαγές, δε, είναι και ο τρόπος που προωθούνται, αφού η κυβέρνηση ξαναδείχνει το αυταρχικό της πρόσωπο. Αντί να επιλέξει τη σταδιακή εκπαίδευση ιατρών και πολιτών στην απεύθυνση στον οικογενειακό ιατρό, που έχει θετικά στοιχεία, κυρίως για την πρόληψη της υγείας, προωθεί τις αλλαγές μέσω του υποχρεωτικού gatekeeping και αντικινήτρων, που θα θεσπίζονται κάθε φορά από τον υπουργό Υγείας, όπως ορίζεται στο νομοσχέδιο γενικόλογα.
«Υπάρχουν θετικά και αρνητικά στο gatekeeping. Από τη μία, είναι καλό να υπάρχει ένας γιατρός για την πρώτη εξέταση, όταν δεν είναι επείγον περιστατικό, ώστε αν είναι κάτι απλό, να επιληφθεί ο ίδιος και να μην δημιουργείται μεγάλη αναμονή στους γιατρούς ειδικότητας, αλλά και να στέλνονται στον κατάλληλο όποτε χρειάζεται, αντί να υποθέτουν μόνοι τους οι ασθενείς. Από την άλλη, όμως, στη χώρα μας αυτή τη στιγμή δεν είμαστε έτοιμοι για κάτι τέτοιο. Χρειάζεται εκπαίδευση όλων των γιατρών για τη λειτουργία ενός τέτοιου συστήματος, αλλά και να υπάρξουν περισσότεροι γενικοί ιατροί», τονίζει ο καθηγητής.
Ενώ καταλήγει πως «το βασικό στοίχημα για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας είναι να έχουμε αναπτυγμένες δημόσιες δομές και υπηρεσίες, ώστε οι πολίτες να έχουν εύκολη πρόσβαση, οικονομικά και γεωγραφικά, για την πρόληψη, πρώτα απ’ όλα, της υγείας τους. Το 2016–2017 έγινε μια καλή προσπάθεια, στις πόλεις κυρίως, με τον οικογενειακό γιατρό και τις ΤΟΜΥ, που δεν ολοκληρώθηκε όμως και δεν κάλυψε όλον τον πληθυσμό. Μια οποιαδήποτε μεταρρύθμιση για να πετύχει, απαιτεί χρόνο. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μια πρόταση για την πρωτοβάθμια φροντίδα ανεξάρτητα από το ποιος είναι κάθε φορά κυβέρνηση. Θα πρέπει να υπάρξει μια διακομματική συμφωνία για τη δημιουργία ενός σταθερού συστήματος, με συγκεκριμένους κανόνες».