Παρά το γεγονός ότι η χώρα συγκλονίζεται από ποικίλες και μακροχρόνιες κρίσεις και ταυτόχρονα τραγικά γεγονότα βαριάς εγκληματικότητας προβάλλονται μονοθεματικά από τα επίσημα ΜΜΕ (ενώ άλλα «θάβονται») είναι νομίζω προφανές, πως ανάμεσα σε όλα αυτά καλλιεργείται επιπλέον μια νοοτροπία πολέμου, όπου ο πόλεμος είναι μέρος της καθημερινότητάς μας, μια που αναπαράγεται συνεχώς από την τηλεόραση. Το ζήτημα αυτό έχει πολλαπλές διαστάσεις όμως θα μείνω σε μία που νομίζω ότι έχει σημασία να μας προβληματίσει.
Ήδη από τον πόλεμο του Κόλπου –όπως έχει παρατηρηθεί από άλλους– γίναμε μάρτυρες μιας νέας πρακτικής όχι μόνον πολεμικών επιχειρήσεων –με τα γνωστά βασανιστήρια στο Αμπου Γκραϊπ και αλλού– αλλά μετάδοσης των ειδήσεων για τον πόλεμο: αυτός ο πόλεμος μετατράπηκε σε χολιγουντιανό θέαμα, που εύκολα μπήκε στα σπίτια μας, καθώς δεν έδειχνε ευθέως κάτι βίαιο αλλά το υπονοούσε. Όμως, μόνο η καταιγίδα της ερήμου κόστισε για το Ιράκ 25.000 νεκρούς στρατιωτικούς, 100.000 άμαχους θύματα, 75.000 τραυματίες και 63.000 αιχμάλωτους. Για τους συμμάχους οι απώλειες ήταν 358 νεκροί, 776 τραυματίες και 41 αιχμάλωτοι.
Στον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, μεταξύ άλλων, μόνον κατά τη διάρκεια των 78 ημερών βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ εναντίον της Σερβίας σκοτώθηκαν 2.500 άνθρωποι, οι μισοί εκ των οποίων ήταν αστυνομικοί και στρατιωτικοί και τραυματίστηκαν 12.500 άμαχοι, εκ των οποίων 2.700 παιδιά, ενώ σύμφωνα με άλλες πηγές οι νεκροί ανήλθαν σε 4.000 (πηγή: «Έθνος», 23.3.22).
Αυτά είναι μόνον μερικά παραδείγματα των διαστάσεων που έχουν οι πόλεμοι. Ο πόλεμος στην Ουκρανία ούτε έχει λήξει, ούτε έχει κριθεί ακόμα αλλά ήδη φαίνεται ότι θα αποτελέσει μια «ιδιαιτερότητα», σε ό,τι αφορά τις συνέπειές του για τις ζωές των ανθρώπων πέρα από τις γεωπολιτικές διαστάσεις του.
Μιντιακή προπαγάνδα
Όμως αυτός ο πόλεμος, όπως και οι άλλοι που ανέφερα, αλλά και όσοι δεν ανέφερα που έγιναν μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει κάποια χαρακτηριστικά: διεξάγεται με τελευταίας τεχνολογίας πολεμικό υλικό (όπως και οι άλλοι), είναι ασύμμετρος ως προς τις δυνάμεις που συγκρούονται και επίσης –και αυτό είναι αξιοσημείωτο– διεξάγεται υπό την επιβολή μιας στρατηγικής μονομερούς μετάδοσης ειδήσεων που νομιμοποιείται διεθνώς ανάμεσα στις κυρώσεις σε βάρος του επιτιθέμενου.
Οι διεθνείς αναλυτές και οι ειδικοί για τον πόλεμο και τις διεθνείς σχέσεις κ.λπ. περιγράφουν λεπτομερώς διάφορές πτυχές των επιχειρήσεων αυτών και των διεθνών σχέσεων. Επιχειρούν έτσι να εξορθολογίσουν –όταν δεν δικαιολογούν– τις πολεμικές επιχειρήσεις, την εισβολή της Ρωσίας, τις αντιδράσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ, να προβλέψουν πού «θα πάει το πράγμα», να σχολιάσουν τις θέσεις των διαφόρων κυβερνήσεων και της ελληνικής κλπ. Μέσα σε όλη αυτήν την ατμόσφαιρα, ο πόλεμος στην Ουκρανία, όπως και στο Ιράκ, όπως και στη Γιουγκοσλαβία έγινε συνήθεια μας. Αυτή τη φορά εντυπωσιάζει η επανάληψη των ίδιων εικόνων με τα πτώματα ανθρώπων στους δρόμους των πόλεων στην Ουκρανία και κυρίως, εντυπωσιάζει η λεζάντα «χωρίς σχόλια». Δηλαδή; Ποιο είναι το «ηθικό δίδαγμα» από όλο αυτό που προβάλλεται στις τηλεοράσεις με το πρόσχημα των ειδήσεων; Να καταγγείλουμε την Ρωσία ή να συνηθίσουμε στην ιδέα του πολέμου; Γιατί από όλη αυτή την ειδησεογραφική και μιντιακή προπαγάνδα (στην κυριολεξία) απουσιάζει μια έστω μειοψηφική συζήτηση κατά του πολέμου καθαυτού, ως ιδέας;
Αποδεκτή βαρβαρότητα
Σήμερα, μετά από τους πολέμους του 20ου αιώνα δεν μπορούμε πια να κάνουμε πως δεν βλέπουμε ότι οι πόλεμοι έχουν αλλάξει, ούτε μπορούμε να παίρνουμε τη θέση του παρατηρητή - σχολιαστή των γεγονότων και να υποστηρίζουμε το α ή το β μέρος των εμπόλεμων δυνάμεων, διότι το πολεμικό φαινόμενο, σήμερα είναι σαφές, δεν συμβαίνει ούτε για τους λόγους που επίσημα προβάλλονται, ούτε για να διασφαλιστεί το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης ενός λαού. Ξέρουμε πια ότι πρόκειται για κρατικές «επιχειρήσεις» που πλαισιώνονται από εταιρείες, από οικονομικά συμφέροντα ιδιωτών αλλά και κρατών, για συγκρούσεις τελικά που θα μπορούσαν να έχουν άλλη έκβαση αντί του πολέμου. Ο πόλεμος όμως επιλέγεται, επειδή συσπειρώνει και καθιστά ελεγχόμενους και χειραγωγήσιμους τους λαούς των εμπλεκόμενων δυνάμεων, εξάγει την ανεργία, δημιουργεί ή ανανεώνει σχέσεις πολιτικών με τα οικονομικά συμφέροντα, ενώ αλλάζει το συσχετισμό δυνάμεων στη διεθνή σκακιέρα. Εκτός όμως από όλα αυτά που έχουν συνέπειες μερικές εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, τραυματίες, κατεστραμμένες υποδομές που θα τις ανοικοδομήσουν οι εταιρείες και εκατομμύρια προσφύγων- εκτός από όλα αυτά, ο πόλεμος έχει και άλλες παραμέτρους.
Οι πόλεμοι έχουν το χαρακτηριστικό να αλλάζουν τον κόσμο που όλοι ξέρουμε. Στον πόλεμο η ανθρωποκτονία δεν είναι ανθρωποκτονία, το έγκλημα γενικά δεν είναι έγκλημα, αλλά αναγκαία συνθήκη νίκης, η μαζική εξάλειψη πληθυσμών, η αναγκαστική εξορία πληθυσμών, η υπερβολή του κατακτητή και του μαχόμενου, οι βιασμοί, οι βομβαρδισμοί με όπλα μαζικής καταστροφής, όλα αυτά δεν είναι εγκλήματα και συχνά δεν μαθαίνουμε όσα συμβαίνουν. Όσα συμβαίνουν στον πόλεμο, τα οποία σε καιρό ειρήνης αποτελούν αντικείμενα των ποινικών δικαστηρίων, όλα αυτά, συνιστούν μια διακοπή της κανονικής ζωής, μια επιστροφή στη βαρβαρότητα που είναι όμως αποδεκτή και αυτό είναι το κρίσιμο.
Εμπεδωμένη ιδεολογία πολέμου
Ο δυτικός κόσμος που διατείνεται ότι είναι ο πολιτισμένος κόσμος (και με αυτό υπονοείται ότι έχει υπερβεί την κατάσταση του άγριου και πολιτισμικά και κοινωνικά), ο κόσμος αυτός εξακολουθεί να αποδέχεται τον πόλεμο ως μια από τις πιθανές εκδοχές στη ζωή ενός κράτους και να τον νομιμοποιεί πολιτικά και πολιτισμικά. Υπάρχει εμπεδωμένη μια ιδεολογία πολέμου που καταλήγει σε κοινωνική πρακτική, η οποία παριστά τον πόλεμο ως φυσικό γεγονός (που πλαισιώνεται βέβαια από ιδεότυπους ανδρισμού, πατριωτισμού κλπ), ως μια αναπόφευκτη κατάληξη μιας σύγκρουσης, αποδεχόμενη τις παράπλευρες συνέπειές του. Αποδεχόμαστε, επομένως, το γεγονός ότι στη διάρκεια του πολέμου, θα γίνουν ωμότητες που θα τις δικαιολογούμε, ότι θα σκοτωθούν προσφιλή μας πρόσωπα, ότι το σπίτι μας θα καταστραφεί, ότι η ραδιενέργεια θα ποτίσει το δέρμα και τα χωράφια μας κλπ. Και όταν λέω «αποδεχόμαστε», η αποδοχή αυτή δεν αφορά τον κόσμο μόνο, αλλά αφορά το πώς προετοιμάζεται ο κόσμος για να δεχθεί τον πόλεμο ως φυσικό γεγονός. Και αυτό είναι υπόθεση ενός ολόκληρου πολιτικού συστήματος και των υπερεθνικών οργανισμών όπως η ΕΕ.
Διότι το δίλημμα δεν είναι τι θα κάνεις αν σου επιτεθεί ο άλλος, το πρόβλημα είναι ότι δεν γίνονται αποδεκτά άλλα μέσα για να αποφευχθεί ο πόλεμος. Επίσης είναι πρόβλημα, ότι η διεθνής πολιτισμένη κοινότητα κάνει ένα διάλειμμα από τον πολιτισμό για να πάει στο καρναβάλι του πολέμου, όπως θα έλεγε ο Καθηγητής Mike Presdee, και να ξεχάσει μετά ό,τι έκανε εκεί. Ο πόλεμος είναι μια δεύτερη ζωή –λέει ο Ruggiero– που ασκεί μια γοητεία σε επίπεδο και ατομικό και μικρο-ομάδας. Αυτή η γοητεία που πλαισιώνεται από ισχυρές οικονομικές δυνάμεις τον καθιστά εφικτό και φυσικό. Νομίζω, ότι ο πόλεμος είναι επιπλέον χαρακτηριστικό φαινόμενο συλλογικής άρνησης και παραποίησης της πραγματικότητας – όπως ακριβώς είχε συλλάβει την ιδέα ο Stanley Cohen– που καθιστά εφικτή την επανάληψή του και την ατιμωρησία των εμπνευστών του. Η ανάπτυξη ενός κινήματος ειρήνης με όρους της δεκαετίας του ’60 θα είχε ένα νόημα σήμερα. Αλλά ακόμα πιο ουσιαστικό θα ήταν, να αρχίσουμε να συζητάμε όχι μόνον για τα εγκλήματα στη διάρκεια του πολέμου, αλλά για τον ίδιο τον πόλεμο ως έγκλημα. Στην Εγκληματολογία αυτή η συζήτηση έχει ήδη αρχίσει εδώ και πολλά χρόνια. Στην πολιτική όμως όχι. Το αντίθετο μάλιστα. Ωστόσο, αν ένα ζήτημα αποτελεί πρόκληση για τον 21ο αιώνα είναι ακριβώς η υπέρβαση και η αποδόμηση της ιδέας του πολέμου και η κατανόηση του συνολικά ως εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας. Αυτές είναι βέβαια πρωτοβουλίες που μόνο προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις και ιδίως η αριστερά θα μπορούσαν να αναλάβουν.
Βιβλιογραφία:
Ruggiero V., «Criminalizing War: Criminology as ceasefire», Social and Legal Studies, Vol. 14(2), 239–257
S. Cohen, 2021, Kαταστάσεις άρνησης. Αθήνα: εκδόσεις Τόπος