Του Ορέστη Φ. ΑθανασίουΣτο «Γατόπαρδο», βιβλίο του Τομάζο ντι Λαμπεντούζα, ένας από τους ήρωες λέει: «πρέπει να αλλάξουν όλα, για να παραμείνουν τα ίδια». Αυτή τη φράση -και το νόημά της- χρησιμοποίησαν πολλοί αριστεροί σχολιαστές, για να φιλοτεχνήσουν την κριτική τους στο νέο νόμο για τα ΜΜΕ, που ψηφίστηκε πριν μια βδομάδα. Θεωρούν δηλαδή πως η ρύθμιση του άναρχου τηλεοπτικού τοπίου, που επιχειρείται μέσω αυτού του νόμου, δεν έχει στόχο τη διαφάνεια ή τον πόλεμο με τους ολιγάρχες των μίντια, αλλά μια αναδιάταξη, που ενώ αφήνει χώρο στη γνωστή διαπλοκή, δημιουργεί ταυτόχρονα τους όρους για να συγκροτηθεί μια νέα, η οποία θα υπηρετεί τα συμφέροντα της κυβέρνησης.
Κριτική χωρίς στοιχείαΒάσει του νόμου, για τον αριθμό των αδειών που θα δοθούν και για το ποσό της εκκίνησης στη δημοπρασία αποφασίζει ο υπουργός Επικρατείας, δηλαδή ο Νίκος Παππάς.
Οι πιο καλοπροαίρετοι αναρωτιούνται γιατί αυτή η «υπερεξουσία» δεν ανατέθηκε σε μια Ανεξάρτητη Αρχή, όπως το ΕΣΡ, ενώ οι πιο δηλητηριώδεις γράφουν πως ο υπουργός έχει ήδη κάνει συμφωνίες με συγκεκριμένους επιχειρηματίες. Κάποιοι άλλοι -που κρατάνε και μια πισινή στην περίπτωση που το σενάριο δεν επαληθευτεί- ισχυρίζονται πως το Μαξίμου θέλει μεν να υποστηρίξει τη δημιουργία φιλικών προς την κυβέρνηση Μέσων, αλλά προς το παρόν αυτό δεν μπορεί να γίνει, γιατί η στρόφιγγα του τραπεζικού δανεισμού έχει κλείσει και η μόνη περίπτωση να βρεθούν τα λεφτά για τέτοιου είδους επενδύσεις στην τηλεόραση είναι να κλείσουν οι μεγάλες συμφωνίες για τις ιδιωτικοποιήσεις στα αεροδρόμια, την ενέργεια και να ολοκληρωθεί η ανακεφαλαιοποίηση των Τραπεζών.
Το παράδοξο είναι πως σε όλη αυτήν την αρθρογραφία ο προσεκτικός αναγνώστης δεν θα βρει ούτε ένα στοιχείο. Μόνο μια ονοματολογία στην οποία παρελαύνουν όλοι οι «συνήθεις ύποπτοι» από τον Ψυχάρη, τον Βαρδινογιάννη και τον Μπόμπολα, έως τον Μαρινάκη, τη Γιάννα Αγγελοπούλου και τον Δημήτρη Γιαννακόπουλο.
Μακριά από μας κάθε προσπάθεια να αθωώσουμε την κυβέρνηση, να την παρουσιάσουμε σαν τον Αι-Γιώργη, που πάει να τα βάλει με το «τέρας της διαπλοκής». Το ζήτημα είναι πως η επιχειρηματολογία που παρουσιάσαμε παραπάνω δεν απαντά στο κρίσιμο ερώτημα: τι θα έπρεπε να κάνει η κυβέρνηση αν πραγματικά θέλει να κάνει μια παρέμβαση στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο από τη σκοπιά της Αριστεράς;
Ούτε ο γράφων θα αποπειραθεί να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα. Θα παραθέσει μόνο όσα στοιχεία κατάφερε να συλλέξει και να διασταυρώσει.
Μιντιακές επισφάλειεςΠρώτον, από το σκηνικό λείπει μια κρίσιμη παράμετρος. Η έρευνα που έχει ξεκινήσει από τον οικονομικό εισαγγελέα Γαληνό Μπρη, ο οποίος καλεί τους επικεφαλής των τεσσάρων μεγάλων τραπεζών να καταθέσουν ως ύποπτοι για το κακούργημα της απιστίας σχετικά με τις δανειοδοτήσεις προς τους μιντιακούς ομίλους. Σύμφωνα με την εισαγγελική κλήτευση, πολλά από αυτά τα δάνεια χαρακτηρίζονται «επισφαλή», δηλαδή «θαλασσοδάνεια».
Στα πλαίσια της ίδιας έρευνας, καλούνται να καταθέσουν ιδιοκτήτες καναλιών και εφημερίδων για τον υπέρογκο δανεισμό που εξασφάλιζαν τα τελευταία χρόνια από αυτές τις τράπεζες. Ο πρώτος που θα καταθέσει (με υπόμνημα όπως πληροφορούμαστε) είναι ο Στ. Ψυχάρης την Τετάρτη 12 Νοεμβρίου για τα δάνεια τα οποία έχει πάρει ο ΔΟΛ, κυρίως από την Alpha, την Εθνική Τράπεζα και την Πειραιώς. Δημοσίευμα της «Εφημερίδας των Συντακτών», πριν δύο εβδομάδες, υπολόγιζε ότι ο συνολικός δανεισμός των ΜΜΕ από τις Τράπεζες προσεγγίζει το ένα δισεκατομμύριο ευρώ. Σύμφωνα μάλιστα με ρεπορτάζ του TVxs, ο δανεισμός αυτός συνεχίστηκε και επί Μνημονίων. Η ανάρτηση του TVxs αφορά τον όμιλο Κουρτάκη, αλλά μάλλον η φάμπρικα της αποπληρωμής του δανείου μέσα από τις διαφημίσεις που θα χορηγούσε η Εθνική Τράπεζα στον ραδιοφωνικό σταθμό της δανειολήπτριας εταιρίας, δεν αφορά μόνο τον Παραπολιτικά FM, αλλά ήταν κοινή πρακτική για όλους τους μιντιακούς ομίλους.
Μένει να δούμε αν αυτή η έρευνα γίνεται για το θεαθήναι, αν θα μπει στο αρχείο όπως τα δάνεια της ΑΤΕ ή θα φθάσει στην ουσία. Πολλοί στα παραδοσιακά συγκροτήματα φέρεται να δηλώνουν πως έχουν λάβει εγγυήσεις ότι δεν θα κινδυνεύσουν. Αλλά όπως παρατήρησε κάποιος «το ίδιο πίστευε και η Σαββαϊδου».
Κερδισμένοι πόντοι;Δεύτερον, στην πλασματική ή όχι μάχη με τους βαρόνους των ΜΜΕ, η κυβέρνηση φαίνεται να κερδίζει κάποιους πόντους. Τα κανάλια έχουν εξοφλήσει το μεγαλύτερο μέρος της υποχρέωσης του τέλους χρήσης συχνοτήτων ύψους 87 εκατ. ευρώ για το διάστημα από το 1995 έως το 2010. Μάλιστα, τουλάχιστον το MEGA και ο ΣΚΑΪ πλήρωσαν τα τέλη χρήσης συχνοτήτων για την περίοδο 2011-2014 συνολικού ύψους 7,1 και 2,1 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Πιθανόν η κίνησή τους αυτή να οφείλεται στην πρόβλεψη του νέου νόμου για την υποχρέωση να έχουν οι σταθμοί, που θα λάβουν μέρος στη διαδικασία αδειοδότησης, φορολογική ενημερότητα. Αν αυτό είναι στα πλαίσια ενός ντιλ «πληρώνω αλλά μου δίνεις άδεια» μένει να αποδειχθεί.
Τρωτός σχεδιασμόςΤρίτον, η πιο βάσιμη κριτική αφορά την εκχώρηση στον υπουργό Επικρατείας του δικαιώματος να καθορίσει τον αριθμό των αδειών και το τίμημα. Σίγουρα είναι μια προβληματική διάταξη γιατί αφήνει περιθώρια για συναλλαγή. Η κυβέρνηση έχει ισχυρό αντίλογο: ή θα έπρεπε να αφήσει το πεδίο ελεύθερο σε όποιον ήθελε να ανοίξει ένα κανάλι, κάτι που θα διαιώνιζε την ανομία ή θα έπρεπε να εκχωρήσει αυτό το δικαίωμα σε μια πραγματικά ανεξάρτητη Αρχή. Το πρόβλημα είναι πως το ΕΣΡ δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτή τη στιγμή ο φορέας εκείνος που θα μπορούσε να επιτελέσει αυτό το έργο. Η ευθύνη της κυβέρνησης δεν είναι ότι παρέκαμψε το υπάρχον κολοβό και προβληματικό στη λειτουργία του ΕΣΡ, αλλά ότι δεν ξεκίνησε τη διαδικασία αλλαγής του τηλεοπτικού πεδίου από την αναμόρφωση αυτού του οργάνου. Το όλο οικοδόμημα του νόμου όσον αφορά τις άδειες εξαρτάται από την καλή θέληση της αντιπολίτευσης, ώστε να επιτευχθεί η ειδική πλειοψηφία για να επιλεγούν τα νέα μέλη. Όποιος θέλει να κωλυσιεργήσει και να μην αλλάξει τίποτε, αυτό θα εκμεταλλευθεί. Κάποιοι θεωρούν πως η κυβέρνηση το έκανε επίτηδες. Το πιθανότερο, όμως, είναι ότι πρόκειται για βιαστικό σχεδιασμό, που θα υποχρεώσει την κυβέρνηση σε συμβιβασμούς όσον αφορά τα πρόσωπα που θα στελεχώσουν το ΕΣΡ.
Άγιος ή δαίμονας;Απομένει το τελευταίο και πιο ενδιαφέρον στοιχείο: έχουν βάση τελικά όσα κυκλοφορούν για τις επαφές της κυβέρνησης με επιχειρηματίες που θα στήσουν τα νέα -φιλικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ- «τζάκια»; Αλλά αυτό το ερώτημα θα το απαντήσουμε την επόμενη Κυριακή.
•