Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Η αιφνιδιαστική εμφάνιση του Μακρόν στην πολιτική σκηνή της Γαλλίας και η κατίσχυσή του στις προεδρικές εκλογές πριν από μερικά χρόνια, θεωρήθηκε σαν ένα υπόδειγμα συνέχισης της πολιτικής χωρίς αναφορά σε ένα κομματικό σύστημα. Η ανάδειξή του στην προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας είχε σαν προαπαιτούμενο την ουσιαστική διάλυση των κομματικών σχηματισμών της Κεντροδεξιάς και του Κέντρου. Ήταν ο ορισμός της επιτυχίας του μη κόμματος.
Εκτός από τη μη πολιτική υπάρχει και η κοινωνία
Έμοιαζε σαν να είχε βρεθεί η μαγική λύση. Η κρίση του κομματικού φαινομένου μπορούσε να ξεπεραστεί με τη μεταπολιτική υπέρβασή του, οι κυρίαρχες πολιτικο-κοινωνικές δυνάμεις να διατηρήσουν έτσι την ηγεμονία τους, η Αριστερά να πάψει να αποτελεί απειλή και η Ακροδεξιά να μην εμφανιστεί άλλη φορά σαν ισότιμος διεκδικητής της προεδρίας (όπως είχε υποσχεθεί, μεταξύ άλλων, ο Μακρόν). Ο πολιτικός-ιδεολογικός λόγος του διανθίστηκε από τα γνωστά και στα καθ’ ημάς περί λήξης της διάκρισης Αριστεράς/Δεξιάς και τις γνωστές γενικότητες περί προόδου και εκσυγχρονιστικών μεταρρυθμίσεων, με τις οποίες σερβίρονται οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Πολύ γρήγορα –πολύ πριν από την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία, στην οποία συχνά αποδίδονται οι δυσκολίες του Μακρόν– αποδείχτηκε το αβάσιμο των σχεδιασμών αυτών. Γιατί εκτός από τους χειρισμούς στο πολιτικό επίπεδο, υπάρχει και η κοινωνία με τις πιεστικές ανάγκες της. Που έγιναν ακόμα πιο πιεστικές με την εφαρμογή μιας σκληρής πολιτικής αντιμεταρρυθμίσεων: επίθεση στο συνταξιοδοτικό σύστημα, αθέτηση των στόχων για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και μετάθεση των βαρών στις πλάτες των ασθενέστερων, διεύρυνση των ανισοτήτων, άρνηση στήριξης και ενίσχυσης του δημόσιου συστήματος υγείας, αποδυνάμωση της δημόσιας εκπαίδευσης…
Ποτέ και πουθενά μια τέτοια κατάσταση δεν θα μπορούσε να αφήσει αδιάφορη την κοινωνία. Το γνωρίζουμε και εξ ιδίας πείρας. Αυτή η πολιτική, αντίθετα με τις προβλέψεις, προκαλεί κοινωνικές αντιδράσεις. Παρά τα θρυλούμενα, αυτές αναζητούν πολιτικούς εκφραστές. Και, σε συνθήκες σύγχυσης, δεν τους βρίσκει μόνο στην Αριστερά. Η Ακροδεξιά καιροφυλακτεί για να εμφανιστεί σαν εκφραστής των αντισυστημικών διαθέσεων. Αυτή, άλλωστε, είχε πάντοτε συνείδηση της ανάγκης να οικοδομεί τις κομματικές εκφράσεις της με συστηματικό τρόπο. Όποιος κάνει ότι ξαφνιάζεται από την ενίσχυση της Ακροδεξιάς σε τέτοιες συνθήκες, ή είναι υποκριτής ή ανεπίδεκτος μαθήσεως. Όταν, μάλιστα, ερωτοτροπεί και με τις ιδέες της, προκειμένου να μη χάσει επαφή με το εν δυνάμει ακροατήριό της, τότε είναι και πολιτικός μπαγαμπόντης. Κάθε ομοιότητα με την ελληνική πραγματικότητα, πρόσφατη ή τρέχουσα, μόνο συμπτωματική δεν είναι.
Ευτυχώς, υπάρχει η Αριστερά
Ευτυχώς, εκτός από τις ομοιότητες υπάρχουν και οι ουσιώδεις διαφορές. Στην ελληνική πραγματικότητα είχαμε την ευτυχή συγκυρία να συντονιστεί με την κοινωνική αντίσταση η ανανεωτική ριζοσπαστική Αριστερά και να μπορέσει να την εκφράσει πολιτικά σε κάθετη αντιπαράθεση με τη Δεξιά και την Ακροδεξιά. Τα αποτελέσματα τα γνωρίζουμε. Το ίδιο και τις προσδοκίες που εξ αιτίας τους μπορούμε να τρέφουμε.
Έγιναν και εδώ προσπάθειες να σχηματιστούν μετακόμματα, να εκφράσουν εκείνα την αντίδραση της κοινωνίας και να τη διοχετεύσουν στην κοίτη του αδιατάρακτου συστημισμού. Έγιναν και εδώ επιθέσεις για κατάληψη των αντισυστημικών διαθέσεων από την Ακροδεξιά. Μπορούν να αναλυθούν διάφορες αιτίες για την αποτυχία που γνώρισαν. Τολμούμε να ξεχωρίσουμε μία που τη θεωρούμε βασική: την ύπαρξη και την ενίσχυση του κόμματος της ανανεωτικής ριζοσπαστικής Αριστεράς, του ΣΥΡΙΖΑ. Την αποτελεσματική προσπάθειά του να οικοδομηθεί και να λειτουργήσει σε στενή, σε οργανική σύνδεση με την κοινωνία και τα κινήματά της, ιδίως την περίοδο των δύο πρώτων μνημονίων. Και το σημαντικό δεν είναι μόνο ότι μπόρεσε να αναδειχτεί κυβέρνηση το 2015. Είναι ότι με αυτή την πολιτική συγκρότηση και την ιδεολογική κατεύθυνση κατόρθωσε να αντιμετωπίσει και τις ακροδεξιές «εναλλακτικές».
Βέβαια, από τη στιγμή που ανέλαβε κυβερνητικές ευθύνες, άρχισε να αμβλύνει, άλλοτε δικαιολογημένα, άλλοτε αδικαιολόγητα, αρκετά από τα χαρακτηριστικά που τον είχαν καταστήσει αδιαμφισβήτητο εκφραστή των προσδοκιών της κοινωνίας. Και σήμερα φαίνεται να ερωτοτροπεί με την ιδέα της διαμόρφωσης μιας πιο χαλαρής και λιγότερο δεσμευτικής σχέσης με τα πιο δυναμικά στρώματά της. Πειραματίζεται με οργανωτικές και πολιτικές μορφές, που προκρίνουν μια απροσδιόριστη σχέση του κομματικού μέλους με τον συλλογικό πολιτικό οργανισμό και την ηγεσία του. Με μια αποδυνάμωση της ενδιάμεσης κομματικής δομής προς όφελος μιας χαλαρής σχέσης μονοπρόσωπης κορυφής και απρόσωπης βάσης. Στοιχεία που συνδυάζονται και με μια τάση πολιτικού πραγματισμού, η οποία επηρεάζει τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά του, και θεωρείται, μάλιστα, αναγκαία για την ενίσχυση των εκλογικών ποσοστών.
Αν όσοι αναλύουν τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία δεν ασχολούνταν μόνο με την είσοδο της Λεπέν στον δεύτερο γύρο, ίσως μπορούσαν να αποτιμήσουν καλύτερα τη γενικότερη σημασία που έχει η εκτίναξη της εκεί ριζοσπαστικής Αριστεράς. Του προβληματικού, είναι αλήθεια, στις σχέσεις του με τις άλλες αριστερές δυνάμεις Μελανσόν, που, όμως, λίγο έλειψε να βρεθεί στον δεύτερο γύρο απέναντι στον Μακρόν. Παρά τις εμφανέστατες αδυναμίες συνεννόησης των συνιστωσών της και χάρη στο ριζοσπαστικό αριστερό προγραμματικό λόγο της, ο οποίος προέκυψε από την κινητοποίηση και το συντονισμό επιστημονικών και κινηματικών συλλογικοτήτων ευρύτατου φάσματος της Αριστεράς. Ίσως ανακαλύψουν έτσι ότι και για εμάς μιλάει ο –γαλλικός– μύθος: όσο πιο διακριτοί και υπαρκτοί σαν κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, όσο πιο σταθεροί στις αξίες μας, πιο δεμένοι με την κοινωνία και τα κινήματα, τόσο πιο κοντά και σταθερά στην ήττα της Δεξιάς και της πολιτικής της. Αναζητώντας σύντομους δρόμους, την κονταρίδα που λέμε στη μεγαλόνησο, χάνεις τον στόχο σου.