Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Την επαύριο του α’ γύρου των γαλλικών εκλογών, και με το βλέμμα στραμμένο τόσο στο συνέδριο της ΝΔ –6-8 Μαΐου– όσο και στις εθνικές εκλογές (όποτε και αν αυτές γίνουν), ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχείρησε να προσδιορίσει τις διαχωριστικές γραμμές που διαμορφώνουν το πολιτικό τοπίο και οι οποίες θα αποτελέσουν τον οδοδείκτη της προσεχούς εκλογικής αναμέτρησης. Μιλώντας, λοιπόν, ενώπιον κομματικού ακροατηρίου, στο πλαίσιο προσυνεδριακής εκδήλωσης της ΝΔ, μορφοποίησε το δίλημμα των προσεχών εκλογών: «Αν δείτε τι γίνεται σήμερα στην Γαλλία», είπε, «θα διαπιστώσετε ότι ουσιαστικά η μάχη μεταξύ του προέδρου Μακρόν και της Μαρίν Λεπέν δεν είναι μια ιδεολογική μάχη. Είναι μια μάχη μεταξύ δύο διαφορετικών αντιλήψεων περί προόδου και συντήρησης. Με τον ίδιο τρόπο πιστεύω ότι διαμορφώνονται και τα πολιτικά διλήμματα στη χώρα μας. Πείτε μου εσείς αν όλα αυτά τα ωραία πράγματα που κάνουμε στο gov.gr έχουν κομματικό χρώμα. Αν είναι δεξιά, αν είναι κεντρώα, αν είναι αριστερά. Δεν είναι ούτε δεξιά, ούτε κεντρώα, ούτε αριστερά. Είναι σωστά και προοδευτικά».
Παρωχημένο, λοιπόν, κατά τον Κ. Μητσοτάκη το δίλημμα Αριστερά–Δεξιά. Το μείζον, κατ’ αυτόν, στις μέρες μας είναι το περιεχόμενο που προσδίδεται στις έννοιες σωστό και προοδευτικό, άρα το δίλημμα διαμορφώνεται μεταξύ προόδου και συντήρησης. Σαν το συγκεκριμένο δίλημμα να μην είναι η επιτομή της ιδεολογικής διαμάχης...
Είναι, όμως, έτσι; Είναι όντως παρωχημένη η διαιρετική τομή Δεξιάς–Αριστεράς; Τι συνιστά πρόοδο και τι συντήρηση; Από ποιες δυνάμεις εκφράζεται το ένα, από ποιες το άλλο;
Ρίχνοντας κανείς μια ματιά στον τρόπο που πολιτεύεται η ΝΔ, στα νομοσχέδια που έχει περάσει από την πρώτη μέρα της διακυβέρνησής της, στις προτεραιότητες που θέτει και στο πώς αντιμετωπίζει τις ιδιαίτερες συνθήκες που δημιουργεί η τραγικότητα της πανδημίας, αλλά και του πολέμου στην Ουκρανία, στο πώς στέκεται απέναντι σε θεμελιώδη εργασιακά, κοινωνικά, ατομικά και συλλογικά δικαιώματα, εύκολα μπορεί να αντιληφθεί πως αυτή η διαιρετική τομή δεν αφορά το παρελθόν, αλλά το μέλλον. Πρόκειται για κυβερνητικές επιλογές που δεν είναι α-ταξικές, αλλά που έχουν συγκεκριμένη στόχευση, πλήττουν συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων, ευνοούν συγκεκριμένες άλλες. Συμπυκνώνουν με άλλα λόγια την υπαρκτή διαιρετική τομή μεταξύ Αριστεράς–Δεξιάς, μια τομή που είναι εδώ, που ήταν ανέκαθεν εδώ, παρά βεβαίως την ανάγκη επανανοηματοδότησης του περιεχομένου αυτής της ιδεολογικής διαίρεσης.
Η ΝΔ –και προσωπικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης– έχουν κάθε λόγο να ενδύονται τον φιλελεύθερο μανδύα, όταν στην πράξη εφαρμόζουν την πιο ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική. Μπορεί για λόγους καθαρά ψηφοθηρικούς να θέλουν να καταγραφούν ως προοδευτική δύναμη, έρχεται ωστόσο η ζωή και η καθημερινότητα να τους διαψεύσει. Άλλωστε, ο όρος «προοδευτικός» ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία, ακούγεται ελκυστικός και …χωράει τα πάντα. Πόσο, όμως, μπορεί να πείσει ως προοδευτικός ο πρωθυπουργός, και σε ποιο βαθμό ο συγκεκριμένος αυτοπροσδιορισμός τον απαλλάσσει από την εξειδίκευση του προοδευτικού του χαρακτήρα, όταν μάλιστα η κυβέρνησή του αποδεικνύει καθημερινά πως δεν έχει αναστολές και πως τάσσεται με σαφήνεια σε συγκεκριμένη πλευρά της ιστορίας; Το κοινωνικό κράτος, οι ανισότητες, ο δημόσιος χαρακτήρας κοινωνικών αγαθών, η εργασιακή επισφάλεια, οι ιδιωτικοποιήσεις, οι σχέσεις εκκλησίας–κράτους, το περιβάλλον, η αντιμετώπιση προσφύγων/μεταναστών και μειονοτήτων, ο αυταρχισμός, είναι μερικά μόνο από τα πεδία στα οποία εζυγίσθη, εμετρήθη, και ευρέθη ελλιπής. Ελλιπής για τα προοδευτικά τουλάχιστον μέτρα, στα οποία ομνύει, και όχι φυσικά για τα μέτρα του σχεδίου, το οποίο κατά γράμμα υπηρετεί.
Έχει σημασία να αντιληφθούμε ότι η διαιρετική τομή Αριστεράς–Δεξιάς είναι κάτι βαθύτερο από μια απλή κοινωνική, ιδεολογική ή πολιτική διαίρεση. Και όπως έγραφε ο Δημήτρης Γιατζόγλου στην «Εποχή» (6/6/2021): «Η φιλοδοξία να καταργήσεις διαιρέσεις τέτοιου ιστορικού βάθους, συναγωνίζεται σε γραφικότητα την παλαιότερα διατυπωμένη φιλοδοξία για την “κατάργηση της πάλης των τάξεων”».
Υπ’ αυτό, λοιπόν, το πρίσμα –και με δεδομένο ότι το 3ο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, που είναι σε εξέλιξη, αποτελεί έναν από τους κρισιμότερους σταθμούς σε ό,τι αφορά τη φυσιογνωμία, το σχέδιο, το όραμα και την προοπτική του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης– έχει σημασία η ανανεωτική και ριζοσπαστική Αριστερά –που δοκιμάζεται απέναντι στο σκληρό νεοφιλελεύθερο αφήγημα, το οποίο ρηγματώνουν ωστόσο η πανδημία και ο πόλεμος– να αναδείξει εκείνο το εναλλακτικό σχέδιο που θα καταφέρει να πείσει και να εμπνεύσει. Ένα σχέδιο που θα μπορέσει να μιλήσει σε ανθρώπους απογοητευμένους, θυμωμένους, απελπισμένους, φοβισμένους, όπως δείχνει η τελευταία έρευνα της PRORATA, οι οποίοι –σύμφωνα πάντα με τα ίδια ευρήματα– ανησυχούν πρωτίστως για την ακρίβεια, τους χαμηλούς μισθούς, τις συνθήκες εργασίας.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν προσεγγίζονται με ψευδεπίγραφες δήθεν «κεντρώες» λύσεις, ούτε πείθονται από την αναπαραγωγή ξεπερασμένων μοντέλων άλλων κομματικών χώρων. Λύση στα προβλήματά τους θέλουν, κι αυτή δεν μπορεί παρά να περνά μέσα από την εμβάθυνση του ριζοσπαστικού χαρακτήρα της πολιτικής της Αριστεράς. Με τολμηρές προτάσεις για την ακρίβεια, τις υποδομές, την πράσινη μετάβαση, το δημόσιο σύστημα υγείας και παιδείας, την ανεργία. Με πρωτοβουλίες (ξανα)συνάντησης με τον κόσμο των κινημάτων –στην κατεύθυνση αναζωογόνησής τους. Με καλλιέργεια της συνείδησης συλλογικής λειτουργίας και δράσης, μακριά από λογικές ανάθεσης σε «πεφωτισμένες» ηγεσίες. Με διάθεση ειλικρινούς απολογισμού των πεπραγμένων και στόχο την πληρέστερη και καλύτερη προετοιμασία του επόμενου πολιτικού σχεδίου.
Όσο κι αν ο, κυνικά αφελής, Κυριάκος Μητσοτάκης, επιχειρεί να υποβαθμίσει τη σημασία των ταξικών διαιρετικών αντιθέσεων της κοινωνίας, το υπαρκτό δίλημμα Αριστερά–Δεξιά είναι εδώ. Όχι ανταγωνιστικό, αλλά συμπληρωματικό του προβαλλόμενου Πρόοδος–Συντήρηση. Γιατί μόνο ένα αριστερό ριζοσπαστικό πρόγραμμα, μακριά από κεντρώες μεταλλάξεις, που θα εκπροσωπήσει πολιτικά τα φτωχοποιημένα κοινωνικά στρώματα, μπορεί να πείσει τις υποτελείς τάξεις να κινητοποιηθούν για την πραγμάτωσή του. Κι αυτό, είναι καθήκον της Αριστεράς να το επεξεργαστεί.