Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Στη χώρα αυτή το καλοκαίρι βιάζεται να έρθει. Σαν να γνωρίζει πως η θερμοκρασία είναι πια ο μόνος σύμμαχος και η μόνη περιουσία που έμειναν όρθια. Όπως και να έχουν τα πράγματα, ό,τι και να σε κυκλώνει, με τον ερχομό της πρώτης αναπάντεχης ζέστης αναθαρρεύεις. Αισθάνεσαι πως κάθε τι μπορεί να εξελιχθεί προς το καλύτερο, πως κάθε τι που πλησιάζει μπορεί να αντιμετωπιστεί και πως το παρόν είναι πάντοτε μια δυνατότητα, ποτέ μια βεβαιότητα.
Είναι η συνειδητή αφέλεια της πρώτης ζέστης. Σαν να έχεις ξεχάσει πως κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί και ενώ το σώμα σου διαρκώς επιχειρηματολογεί υπέρ της αιώνιας παρουσίας του χειμώνα. Και όμως η πρώτη φορά που θα βγεις έξω και θα χρειαστεί να αφαιρέσεις κάποιο περιττό ρούχο, η πρώτη φορά που θα νιώσεις το σώμα σου ολόκληρο κάτω από τις ενδυμασίες έτοιμο να βγει στην επιφάνεια, η πρώτη φορά που θα πεις πως θα κάτσεις με βεβαιότητα και ευχαρίστηση στα έξω τραπέζια του μαγαζιού είναι η φορά αυτή που ασυναίσθητα θα φέρει στην επιφάνεια τις εργοστασιακές σου καλοκαιρινές ρυθμίσεις. Και ναι, σίγουρα ο καιρός μες την αναποφασιστικότητά του θα γυρίσω για λίγο και πάλι σε χειμώνα, σίγουρα οι συνήθειές σου θα σε οδηγήσουν για λίγο και πάλι μέσα και σίγουρα η ανοιξιάτικη υπερβολή σου θα σε κάνει να αρρωστήσεις μία ή δύο φορές αφού σίγουρα θα ντυθείς ελαφρά για την εποχή σαν να θέλεις να την σπρώξεις τον καιρό προς την καλοκαιρινή αλλαγή με το φέρσιμό σου.
Κάπου εκεί θα αρχίσεις να μετράς τις μέρες για τη μεγάλη διακοπή. Για τη στιγμή αυτή που μπορείς να τα αφήσεις πίσω και να συνεχίσεις χωρίς αυτά. Σαν να υπενθυμίζεις στον εαυτό σου, πως κάθε στοιχείο της ζωής σου, κάθε στοιχείο που μες τον χειμώνα μοιάζει μόνιμο και δεδομένο όπως η ίδια η όψη σου, πως κάθε στοιχείο είναι προιόν μια επιλογής εξίσου έκθετο στην αλλαγή όπως η κάθε σου απόφαση, πάντοτε ικανό να αλλάξει άσχετα με τις δυσκολίες. Ναι κάτω από ένα ήλιο που τείνει προς το καλοκαίρι κάθε τι μοιάζει πιο καθαρό, σχεδόν ολόκληρο, σαν να φωτίζεται ξαφνικά και η σκοτεινή του όψη. Και έτσι ολόκληρο όπως το κοιτάς μπορείς να αναμετρηθείς μαζί του, μπορείς να το διαχειριστείς και να το δεις σαν κάτι τουλάχιστον μικρότερο από εσένα. Κάτι που χωράει στην όραση και κάτι που μπορεί να μετακινηθεί.
Με την πρώτη ζέστη, στην άκρη του καλοκαιριού. Είναι τότε που σε συναντά ολόκληρο το καλοκαίρι ακόμα και αν είναι ακόμη Απρίλης. Είναι η στιγμή εκείνη που ασυναίσθητα θα αρχίσεις να ρουφάς την κοιλιά σου, η στιγμή που θα θέλεις να αλλάξεις θέση στα ρούχα στις ντουλάπες, η στιγμή εκείνη που θα θες να βγαίνεις περισσότερο ακόμα και αν εξακολουθείς να διαχειρίζεσαι την ίδια ποσότητα του μέσα.
Ο χειμώνας ήταν βαρύς –για πολλούς από εμάς ο βαρύτερος που θυμόμαστε– η εποχή είναι δύσκολη –για πολλούς από εμάς η δυσκολότερη που θυμόμαστε– και το μέλλον μοιάζει άνυδρο –για τους περισσότερους από εμάς πιο άνυδρο από ποτέ. Αλλά ακόμα και όλα αυτά μαζί δεν καταφέρνουν να αναβάλουν τη διάθεση και την επιθυμία, τις προθέσεις και τις ονειροπολήσεις. Γιατί το καλοκαίρι είναι πάντοτε σύμμαχος των καλύτερων εκδοχών μας και η ζέστη ως προπομπός πάντοτε καλοδεχούμενη. Γιατί τελικά σε αυτόν τον διαλυμένο τόπο δεν έχουμε και πολλά να ελπίζουμε και δεν έχουμε πολλά να περιμένουμε. Γιατί ακόμα και αν πιστέψουμε τελικά σε κάτι καλύτερο, σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο, οι σκέψεις αυτές θα έρθουνε σίγουρα κυκλωμένες από την αφοπλιστική ζέστη του καλοκαιριού. Σταλμένες από τη θερινή εκδοχή του εαυτού και του κόσμου μας.