Μιλώντας σε μια παρουσίαση του Κόκκινου σακιδίου αύξησες τις κρίσεις σε πέντε πια: οικονομική, υγειονομική, περιβαλλοντική, μεταναστατευτική, και τώρα για την ειρήνη. Αυτή η διεύρυνση του πεδίου για τα επιχειρήματα της Αριστεράς πώς δεν καταγράφεται σε επιρροή, διεθνώς, ακόμα;
Οι πολλαπλές κρίσεις που βιώνουμε επιβεβαιώνουν πολλά πράγματα που έλεγε η Αριστερά εδώ και χρόνια ενάντια στη συναίνεση της Κεντροαριστεράς και Δεξιάς: οι ευέλικτες αγορές εργασίας και το flexicurity δεν οδηγούν σε ανάπτυξη αλλά σε ανασφάλεια και ανισότητες, το κράτος δεν μπορεί να περιοριστεί «σε όσα δεν μπορεί ο ιδιωτικός τομέας», η λιτότητα με νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις δεν οδηγούν πουθενά. Δεν επιμένουμε αριστερά από κάποια ιδεοληψία. Επιμένουμε γιατί βλέπουμε ότι οι κεντρώες λύσεις δημιουργούν πολλαπλές κρίσεις και ότι διεθνώς οι αριστερές ιδέες αποκτούν όλο και μεγαλύτερη επιρροή.
Βλέπουμε ότι ο Μακρόν, όταν η δημοτικότητά του είχε εκτοξευτεί εξαιτίας του πολέμου, άρχισε να αναπτύσσει το πραγματικό πολιτικό του νεοφιλελεύθερο σχέδιο, με αποτέλεσμα μια ραγδαία πτώση. Από την άλλη, έχουμε σημαντικές, αν όχι ακόμα καθοριστικές, μετατοπίσεις στην Ιβηρική χερσόνησο, με τον κατώτατο μισθό και άλλες σοβαρές κοινωνικές σοβαρές παρεμβάσεις για την ανθεκτικότητα της οικονομίας.
Στο συνέδριο να συζητήσουμε και σε ποιους απευθυνόμαστε αλλά και με ποια ταυτότητα και ποια ιδεολογία. Όπως σε όλες τις μεταβατικές περιόδους ζούμε σε μια εποχή αντιφάσεων όπου δεν θα υπάρξει επιστροφή στο παλιό. Έχουμε κάθε λόγο να επιμένουμε ως Αριστερά.
Ποια πολιτική θα μπορούσε να φρενάρει την επιδείνωση της οικονομίας και να θεμελιώσει την έξοδο από τόσο μακρόχρονη κρίση;
Η αντίληψη ότι πρώτα θα έρθει η ανάπτυξη και μετά θα διαχυθεί στην κοινωνία έχει απαξιωθεί. Χρειάζεται αναδιαπραγμάτευση του Ταμείου Ανάκαμψης για να πάρουμε σοβαρά μέτρα και για την κοινωνική προστασία, την πραγματική ασφάλεια απέναντι στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Ταυτόχρονα χρειάζεται αναδιαπραγμάτευση και για να μπορέσει να στηρίξει την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου. Χρειάζονται παρεμβάσεις για την επανάκτηση του ελέγχου σε βασικές υπηρεσίες, την ενεργοποίηση του Υπερταμείου για να λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά υπέρ του δημοσίου πλούτου, την ενίσχυση των ΜΜΕ, των ενεργειακών κοινοτήτων, της κοινωνικής οικονομίας.
Ποιο το κόστος των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ και πώς εξασφαλίζει τους πόρους; Έχει επικριθεί σχετικά. Τίθεται ζήτημα προτεραιοτήτων; Τι έλλειμμα θα δικαιολογούσες αν εσύ ήσουν υπουργός Οικονομικών; Σε ανησυχεί η άνοδος του χρέους;
Το να έχουμε προτεραιότητες σημαίνει πως όσα υποσχόμαστε έχουν συγκεκριμένη σειρά και χρονικότητα. Και αυτό είναι που θα μας δώσει αξιοπιστία. Γιατί προφανώς υπάρχει θέμα περιορισμένων πόρων και άρα είναι υποχρέωση μας να συνδέσουμε τις ριζοσπαστικές προτάσεις με έναν ρεαλιστικό τρόπο εφαρμογής.
Μπορούμε να εκμεταλλευτούμε το ΤΑΑ, τα νέα χρηματοδοτικά εργαλεία, να ζήσουμε με μεγαλύτερα ελλείματα, ωστόσο δεν είναι η θέση της Αριστεράς ότι θα κυβερνάει για πάντα με ελλείμματα: όσοι το λένε αυτό δεν θέλουν να πάρουν θέση στο ποιος πληρώνει, και άρα φοβούνται να συζητήσουν για ένα σοβαρό φορολογικό σύστημα. Και άρα την κρίσιμη στιγμή, θα αποδειχθούν αναξιόπιστοι. Το θέμα λοιπόν σήμερα δεν είναι το έλλειμα αυτό καθαυτό αλλά το να μην είναι ραγδαία η αναπροσαρμογή. Αυτό ως χώρα το μάθαμε με δύσκολο τρόπο. Για αυτό και εμείς αφήσαμε μαξιλάρι. Για να μην χρειαστεί ποτέ ξανά να περάσουμε κάτι τέτοιο.
Η κυβέρνηση της ΝΔ χάνει, ραγδαία πλέον, την ικανότητα της να πείθει την πλειοψηφία της κοινωνίας ότι μπορεί να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της κρίσης και του πολέμου. Μετά και την τραγική σε συνέπειες πολιτική της στην πανδημία βρισκόμαστε μπροστά στο ενδεχόμενο να αναλάβει, ξανά, τις ευθύνες της κυβέρνησης ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ;
Και οι πλέον δύσπιστοι βλέπουν την ταχεία φθορά της κυβέρνησης. Και αυτό γιατί πλέον η επικοινωνία δεν μπορεί να κρύψει την πραγματικότητα. Δεχόμαστε φυσικά ότι υπάρχουν εξωγενείς παράγοντες, αλλά η κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένη να λάβει τα μέτρα στο σκέλος της κρίσης που είναι αμιγώς ελληνικό. Για παράδειγμα, ακόμα και οι βιομήχανοι μιλάνε για καρτέλ στην ενέργεια και η κυβέρνηση το μόνο που ενδιαφέρεται να κάνει είναι να ιδιωτικοποιήσει εργαλεία άσκησης δημοσίων πολιτικών (π.χ. τη ΔΕΗ), να υποβαθμίσει τις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές και να εκφοβίσει όποιον προσπαθεί να μιλήσει για αυτό. Παρόμοια προβλήματα έχουμε στην αγορά τηλεπικοινωνιών, στην επισιτιστική αλυσίδα κ.λπ.
Όμως τα λάθη και η φθορά της κυβέρνησης δεν μεταφράζονται αυτόματα σε ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ. Το ώριμο φρούτο της παλιάς πολιτικής σκηνής απλώς δεν υπάρχει πια στις νέες συνθήκες, χρειαζόμαστε ένα σοβαρό πολιτικό σχέδιο.
Παρακολουθώντας όμως τον προσυνεδριακό διάλογο, συνελεύσεις και συμβολές έχουμε την εντύπωση ότι αυτό που λέμε πολιτικό σχέδιο, που να ανταποκρίνεται στη συγκυρία, έμεινε πίσω. Κάνουμε λάθος; Θα το θεραπεύσει το συνέδριο;
Το συνέδριο πρέπει να συζητήσει το πολιτικό σχέδιο, το πώς ενεργοποιείς την ίδια την κοινωνία, πώς κάνεις συμμαχίες, πώς αντιμετωπίζεις το αντισύριζα μέτωπο. Χρειάζεται ιδεολογική δουλειά, όχι μόνο εναντίον της Δεξιάς αλλά και εναντίον του νεοφιλελευθερισμού. Το κόμμα έχει και εκπαιδευτική δουλειά για να αλλάξει το παράδειγμα: είναι σωστό ότι ο κόσμος ψηφίζει με την τσέπη του, αλλά το πώς αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα, το πώς κατανοεί ποιος ευθύνεται για την οικονομική του κατάσταση, δεν είναι αυτόματο, έχει να κάνει με την ηγεμονία στο πεδίο των ιδεών. Οι πολιτικές μας χτίζονται δύσκολα αλλά μπορούν να γκρεμιστούν εύκολα. Το είδαμε με την ταχύτητα που διέλυσε τις ρυθμίσεις για την εργασία η Νέα Δημοκρατία. Για αυτό το να κερδίσουμε είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη. Οφείλουμε να πείσουμε τον κόσμο. Και αυτό είναι πιο δύσκολο. Αλλά και πιο όμορφο.
Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η άμεση βασική μας απεύθυνση πρέπει να είναι οι μισθωτοί του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα και η νεολαία. Προφανώς πρέπει να απευθυνθούμε και στη μεσαία τάξη -όχι υποσχόμενοι χαμηλότερους φόρους ή λιγότερα εργασιακά δικαιώματα αλλά προστασία από τον αθέμιτο ανταγωνισμό των πολυεθνικών- δίκαιη κατανομή των πόρων, ισχυρές και θωρακισμένες δημόσιες παροχές υγείας και παιδείας, εκσυγχρονισμό των τεχνολογικών υποδομών.
Ο πόλεμος, η εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία, αποκάλυψε και άλλους αθέατους πολέμους: τον ενεργειακό, τον χρηματοοικονομικό, την κρίση στην εφοδιαστική αλυσίδα, την επισιτιστική κρίση. Θεωρείτε ότι είναι συγκυριακά φαινόμενα ή ότι αναδεικνύουν τις μεγάλες τάσεις του καπιταλισμού; Πολλοί μιλούν για το τέλος της παγκοσμιοποίησης.
Έτσι είναι όπως τα λέτε, ο πόλεμος αποκάλυψε αθέατους πολέμους, δηλαδή πριν την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία, πολύ πριν, υπήρχε ένας ακήρυκτος πόλεμος για την παγκόσμια ηγεμονία. Σε αυτή την ιστορική περίοδο η σχέση των κρατών με τις μεγάλες επιχειρήσεις είναι σε ένταση, οι μεγάλες επιχειρήσεις της ενέργειας, οι Big Tech και οι Big Pharma, η εφοδιαστική αλυσίδα, υπάγονται ευθέως στους κρατικούς σχεδιασμούς και στους παγκόσμιους ανταγωνισμούς. Με αυτή την έννοια μετασχηματίζεται η παγκοσμιοποίηση, περισσότερο συγκρουσιακή, με ζώνες επιρροής. Το πολιτικό ζήτημα είναι ότι οι μετασχηματισμοί του καπιταλισμού βιώνονται από τις κοινωνίες με νέες κρίσεις, με φτώχια, ανεργία, αποκλεισμούς και ανισότητες. Με αυτή την έννοια όσοι αναμένανε μια περίοδο «κανονικότητας», όπου οι κεντρώες πολιτικές ήπιας διαχείρισης θα είχαν τύχη, κάνουν λάθος, ασύγγνωστο λάθος.
Η ΕΕ παρακολουθεί τις ανακατατάξεις, όταν δεν υπάγεται ευθέως στον σχεδιασμό των ΗΠΑ, θεωρείτε ότι υπάρχουν τα περιθώρια να κατακτηθεί η στρατηγική αυτονομία της Ένωσης και με ποιες προϋποθέσεις;
Θα περίμενε κανείς ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση σε αυτή τη νέα κρίση θα ακολουθούσε μια ανεξάρτητη πολιτική, τουλάχιστον για την υπεράσπιση των συμφερόντων της. Αντί γι’ αυτό προσδένεται περισσότερο στο άρμα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ πληρώνοντας δυσανάλογο οικονομικό αντίτιμο.
Η ΕΕ είναι ένας οικονομικός γίγαντας αλλά ένας πολιτικός νάνος. Σκέφτομαι τι σημαντικός παράγοντας για την παγκόσμια ειρήνη θα ήταν μια Ευρώπη της ειρήνης και της επίλυσης των διαφορών δια της διπλωματίας. Αντί γι’ αυτό γίνεται παρακολούθημα των ΗΠΑ και επιλέγει θηριώδη εξοπλιστικά προγράμματα, αντί για ένα άλλο μείγμα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής που θα είναι προς όφελος των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Με ρωτάτε για τις προϋποθέσεις της ευρωπαϊκής αυτονομίας, σχηματικά θα σας έλεγα, να ακολουθήσει το παράδειγμα του Ταμείου Κοινωνικής Συνοχής και Ανάπτυξης, δηλαδή αντί για τον ανταγωνισμό, Βορράς εναντίον Νότου, να επιλέξει η Ένωση τη συνεργασία και τη συνοχή. Βεβαίως αυτό σκοντάφτει στα γεράκια της λιτότητας, στους «φειδωλούς» του Βορρά. Για να ανατραπεί αυτή η ισορροπία του τρόμου, ακόμα και του πλούσιου Βορρά, απαιτείται μια στρατηγική συμμαχία μεταξύ της ριζοσπαστικής οικολογίας, της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας και της Αριστεράς. Ακούγεται ουτοπία, μόνο που η ιστορία τρέχει με ταχύτητες που δεν μπορούσαμε να φανταστούμε λίγα χρόνια πριν.
Η πρόταση του Αλέξη Τσίπρα για εκλογή προέδρου και ΚΕ από το σύνολο των μελών προβάλλεται ως βήμα στην αντιμετώπιση της κρίσης του κομματικού φαινομένου.
Θεωρώ ότι η προσέγγιση είχε στοιχεία προχειρότητας και δανεικά από τα συστημικά κόμματα. Πουθενά στην πολιτική θεωρία δεν υποστηρίζεται η αδιαμεσολάβητη σχέση του ηγέτη με τη βάση, χωρίς αντιπροσωπευτικό σώμα που διαβουλεύεται, δεσμεύει πολιτικά και προγραμματικά την ηγεσία, στο οποίο μάλιστα λογοδοτεί. Όταν μάλιστα μιλάμε για εκλογή της ΚΕ, της διεύθυνσης του κόμματος από τη βάση, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, αυτό δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο. Η κρίση των κομμάτων, όπως και των συνδικάτων και κάθε αντιπροσωπευτικού θεσμού βάζει ουσιαστικά ερωτήματα για υπέρβαση. Το βέβαιο είναι ότι πρέπει να ανατραπεί η σχέση ότι η ηγεσία αποφασίζει και η βάση υλοποιεί.
Εξίσου δεδομένο πρέπει να θεωρείται ότι τα κόμματα, και όχι μόνο, πρέπει να είναι ανοικτά συστήματα. Να προσλαμβάνουν πόρους, πνευματικούς και προγραμματικούς πόρους από την κοινωνία. Η γενική διάνοια δεν είναι περιουσία της ηγετικής ομάδας, ούτε του ηγέτη. Στον ίδιο παρονομαστή είναι η κοινωνική γείωση των κομμάτων. Τα κόμματα δεν γίνεται να προσλαμβάνουν τα κοινωνικά αιτήματα από τις εφημερίδες και τα κανάλια. Κατά τη γνώμη μου η διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έγινε με επικοινωνιακούς και αριθμητικούς όρους. Δεν κατάφερε να εντάξει στις γραμμές του την κίνηση της κοινωνίας. Αυτή την περίοδο αναπτύχθηκαν σημαντικοί αγώνες και αντιστάσεις, να θυμηθούμε: η νεολαία απέναντι στην καταστολή και την αστυνομική βία, οι γυναίκες απέναντι σεξουαλική παρενόχληση, τη βία και τις γυναικοκτονίες, οι καλλιτέχνες για την ελευθερία της τέχνης και την ειρήνη. Οι αγώνες για την περιβαλλοντική προστασία, τα συνδικάτα της e-food και της Cosco απέναντι στην εργοδοτική βία. Ένα πολιτικό σχέδιο θα εμπλεκόταν από το καλοκαίρι, από το καλοκαίρι του 2019 με αυτή την κοινωνική κινητικότητα.
Ασκείται κριτική στο ρεύμα της Ομπρέλας ότι αυτή τη στιγμή, που χρειάζεται η επιστράτευση των πάντων για να φύγει ο Κ. Μητσοτάκης, δεν στηρίζεται όσο χρειάζεται ο Αλέξης Τσίπρας. Πώς απαντάτε σ’ αυτή την κριτική;
Το ερώτημα θα μπορούσε εύκολα να αναστραφεί: γιατί τη στιγμή που χρειαζόμαστε τη μεγαλύτερη δύναμη πυρός και τη μέγιστη ενότητα, ταλαιπωρούμαστε με πλαστά διλήμματα και άχρηστες διαιρέσεις; Παράπτωμα κατ’ εξακολούθηση, όχι μόνο αυτή τη στιγμή αλλά για πολύ μεγαλύτερη περίοδο. Η δική μας ιστορική εμπειρία, αλλά και η ιδεολογική μας προσέγγιση, βάζει σε πρώτη προτεραιότητα τα πολιτικά διακυβεύματα, τις ανάγκες της κοινωνίας και τις προσδοκίες των εργαζομένων. Απ’ αυτή τη σκοπιά, πολλές φορές κατεβάζαμε τη διαφωνία μας προκειμένου το κόμμα μας να είναι μάχιμο, χωρίς περιόδους εσωστρέφειας. Το ίδιο ακριβώς κάνουμε με τον Αλέξη Τσίπρα, στηρίζουμε τον πρόεδρο, την εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στην κοινωνία.