Φωτογραφία: Πάνος Κέφαλος
Την Μ. Τρίτη οι «Εκδόσεις των Συναδέλφων», η «Εφημερίδα των Συντακτών» και άλλα συνεργατικά εγχειρήματα διοργάνωσαν στον κήπο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων μια εκδήλωση μνήμης για τον Περικλή Κοροβέση. Κρατώ ιδιαιτέρως μια φράση του Γιώργου Τσιάρα «ο Περικλής δεν ενδιαφερόταν τόσο για τις ειδήσεις αλλά για να ξυπνά συνειδήσεις». Και πράγματι αυτό ήταν, ένας ωραίος, επικίνδυνος αφυπνιστής. Με θάρρος, παρρησία και στοχαστικότητα.
Τον γνώρισα την εποχή που εκλέχτηκε βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ, στα χρόνια του Αλέκου Αλαβάνου. Είχα την τιμή και την χαρά να συνεργαστώ μαζί του εκείνη την ελπιδοφόρα διετία. Τι θυμάμαι από τον Περικλή; Τα δάχτυλά του… Είχε όμορφα, μακριά δάχτυλα. Τα ακουμπούσε με προσοχή και αποφασιστικότητα πάνω στα πράγματα κι έσφιγγε με καρδιά τα χέρια των ανθρώπων. Μια μέρα ήρθε στο γραφείο ένας φοιτητής από τους τυφλούς νέους (συγχωρείστε με που δεν θυμάμαι ακριβώς τον τίτλο της συλλογικότητας). Ήταν αριστούχος φοιτητής της Νομικής. Μίλησαν πολύ οι δυο τους. Τους καμάρωνε τους νέους ανθρώπους, τους αγαπούσε ουσιαστικά όχι μόνο στα λόγια. Δεν τους χαριζόταν ωστόσο. Όταν το παλληκάρι σηκώθηκε για να φύγει, ο Περικλής του είπε «είσαι όμορφος» κι αυτός απάντησε ότι δεν το γνωρίζει γιατί δεν έχει δει ποτέ τον εαυτό του. Τότε ο Περικλής τον ρώτησε αν πράγματι μπορεί ένας τυφλός «να δει» με τα δάχτυλα, να καταλάβει ένα πρόσωπο με τα δάχτυλά του. Ο νεαρός το επιβεβαίωσε και ο Περικλής του ζήτησε να ψαύσει το πρόσωπό του, να το γνωρίσει με το δικό του τρόπο. Καθώς ο νεαρός εξερευνούσε το πρόσωπό του, άπλωσε εκείνος τα χέρια του κι έκανε το ίδιο στο πρόσωπο του νέου κρατώντας τα μάτια του κλειστά. Είδα τα δάχτυλά του να κινούνται πάνω στις λεπτομέρειες της κατατομής με προσοχή και σεβασμό, με αγάπη. Καταλάβαινα ότι γνωρίζονταν εκείνη την στιγμή, πως ο Περικλής προσπαθούσε να καταλάβει πραγματικά τον κόσμο του νέου άντρα, όσο αυτό είναι δυνατό σε έναν άνθρωπο που δεν έχει προβλήματα όρασης. Κι αυτό ήταν πάντα ένα από τα πιο δυνατά του σημεία: δεν παρακολουθούσε ένα φαινόμενο, έμπαινε μέσα, προσπαθούσε να καταλάβει πώς το βιώνουν όλες οι πλευρές. Είναι κι αυτός ένας λόγος που οι αναλύσεις του έχουν διεισδυτικότητα και πρωτοτυπία, ανοίγονται σε δρόμους ημιφωτισμένους ή εντελώς σκοτεινούς που άλλοι αναλυτές αποφεύγουν να διασχίσουν.
Το βουλευτικό του γραφείο ήταν σε ένα παλιό διαμέρισμα της οδού Καμπάνη στα Πατήσια. Ήθελε να είναι κοντά στους πραγματικούς ανθρώπους και τα βάσανα τους. Η πολύχρωμη γειτονιά τού έδινε χαρά και ήταν πηγή πολιτικής έμπνευσης. Του άρεσε το γραφείο. Είχε ένα μικρό δωμάτιο για κείνον, με τη γραφομηχανή και τα βιβλία του. Ερχόταν συχνά τα μεσημέρια ή αργά το απόγευμα, όταν δεν είχε Βουλή ή άλλες υποχρεώσεις, κλεινόταν εκεί και διάβαζε. Δεν του αρκούσε να του μεταφέρουν κάτι οι συνεργάτες του, ήθελε να το έχει μελετήσει μόνος. Έβαζε δίπλα του τις εφημερίδες διάβαζε και έκοβε τα άρθρα που τον ενδιέφεραν και καμιά φορά, χαρούμενος σαν παιδί που πρωτοανακαλύπτει τον κόσμο, ερχόταν στα δικά μας γραφεία να μας διαβάσει ένα απόσπασμα και να το κουβεντιάσει, να μας αφήσει ένα άρθρο να το μελετήσουμε και να δούμε έπειτα τι μπορούμε να κάνουμε για το πρόβλημα που αυτό αναδείκνυε. Έπειτα οπωσδήποτε έπαιρνε στα χέρια του ένα βιβλίο και αφηνόταν στην απόλαυση της μελέτης. Ήταν βιβλιοφάγος και η μελέτη τού ήταν αναγκαία. Διάβαζε γρήγορα αλλά πολύ προσεκτικά και γόνιμα. Κατακτούσε τις ιδέες που του πρόσφερε ένα βιβλίο και τις ενσωμάτωνε στις δικές του αναλύσεις. Ύστερα καθόταν στη γραφομηχανή του, στην παλιά ωραία γραφομηχανή του και χτυπούσε τα άρθρα του. Τα μακριά, λεπτά δάχτυλα ακουμπούσαν τα πλήκτρα αποφασιστικά, οι λέξεις έβγαιναν πλούσιες μέσα από την ψυχή του. Γιατί έγραφε με την ψυχή του και για τις ψυχές των αναγνωστών του.
Θα μπορούσα να μιλώ ώρες για τον Κοροβέση. Για το χιούμορ του, την πνευματικότητά του, την πολιτική του οξυδέρκεια, την ουσιαστική σκέψη του, την αγωνιστικότητά του, τον ενθουσιασμό του για τις καινούριες ιδέες, την κινηματική λογική του, την αριστερή του συνείδηση. Αλλά και για την τρυφερότητα της ψυχής του, τη δοτικότητα, τη γενναιοδωρία του και την παιδικότητά του, τη δύναμη να στέκεται όρθιος στα δύσκολα και να δίνει κουράγιο στους άλλους. Τη χαρά στα μάτια του για κάθε, μικρό έστω, βήμα της αριστεράς, τη θλίψη του για τα πισωγυρίσματα και τις υπαναχωρήσεις, την πίκρα για τις εκπτώσεις στο όραμα, μέχρι που το όραμα να ξεθωριάσει τόσο που να ξεχαστεί. Εκείνος ήταν εκεί και με τα ραφτικά των ιδεών και της αισιοδοξίας έραβε τα πανιά και σήκωνε τις σημαίες.
Περνάμε δύσκολες ώρες. Ο ρεαλισμός καταπίνει το όνειρο, ξεχνώντας με αλαζονεία πόσο εκδικητικά μπορεί να γίνουν τα όνειρα σαν βγουν στους δρόμους. Ο Περικλής Κοροβέσης στον αιώνιο ενεστώτα της χώρας των ιδεών και της γραφής αυτό θα μας θυμίζει πάντα, πως μπορούμε να συναντηθούμε με το όνειρο, ακολουθώντας τα αργά αλλά δυναμικά βήματα των διεκδικητικών κινημάτων και την απέραντη ανθρωπιά που βρίσκεται στη ρίζα της Αριστεράς.