Λέανδρος Πολενάκης «Λιλήθ ή το φτύσιμο και το φίλημα», εκδόσεις Εύμαρος, 2021
Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου βιβλίου του Λέανδρου Πολενάκη «Λιλήθ ή το φτύσιμο και το φίλημα» από τις εκδόσεις Εύμαρος, θέλω πολύ να μιλήσω για την πολλαπλότητα της δημιουργικής του γραφής από την ευγνωμοσύνη μου ως αναγνώστρια.
Ο Πολενάκης διαθέτει ένα πολύτιμο εργαλείο γραφής, προϊόν αντίληψης, παρατηρητικότητας, ταλέντου και μόχθου ανάγνωσης, ώστε να μας διδάσκει ως κριτικός και να μας τέρπει ως μυθοπλάστης. Είναι πάνω απ’ όλα ο ίδιος συγγραφέας, γι’ αυτό και μπορεί να κρίνει ως κριτικός θεάτρου χωρίς απωθημένα και να προσφέρει την ιδιαίτερη γνώση του, παρέχοντάς την απόλυτη ευφορία ψυχής.
Η απόκτηση γνώσεων για τον Πολενάκη, το εφαλτήριό του για το πέταγμα, ήταν συνείδηση από τα τρυφερά του χρόνια, με αποτέλεσμα να βουτήξει, πολύ νωρίς, με την ορμή νεαρού κολυμβητή, στα βαθιά νερά του Αισχύλιου ωκεανού. Με τη διαισθητική, ποιητική του ματιά, αφού η εμπειρία ζωής, ακόμη, ήταν στα σπάργανα, άκουσε μέσα από τα λόγια του μεγάλου στοχαστή τη μοίρα και την πάλη του ανθρώπου στην τρικυμία των συναισθημάτων του. Πρώτη παρακαταθήκη, η διατριβή από τις σπουδές του στο Παρίσι για το αρχαίο ελληνικό θέατρο.
Η ακριβή του συνεργάτιδα, η παρατηρητικότητα, καλλιέργησε και το φίνο χιούμορ του. Τα καλοκαίρια, στο νησί των γονέων του την καλλίγραμμη Σίφνο, παρακολουθούσε με πάθος τους θυμόσοφους γέροντες, ψαράδες, αγρότες κι απορροφούσε κι εναπέθετε μέσα του τα πειράγματα και τις παρόλες τους με κείνη την ιδιαίτερα λαλιά και ρυθμό. Εξαίρετο λαογραφικό πόνημα το βιβλίο του «Βάρκα στο γιαλό Ιστορίες με Σίφνο» που εξέδωσε, τείνοντας ευήκοον ους, ο Πολιτιστικός Σύλλογος Σίφνου.
Το ταλέντο του ξεχύνεται και στην ποίηση, στον στίβο που θέλει γερούς αθλητές με ιδιαίτερο στοχασμό κι ενόραση, και μας προσφέρει εκείνη την ίδια πληρότητα που νοιώθουμε και στον πεζό του λόγο και την γνωρίζουμε ως μέθεξη. Τα «Ποιήματα 1995 – 2005» από τις εκδόσεις «Οδός Πανός», ένα από τα βιβλία της πολύπλευρης έκφρασής του.
Ο Λέανδρος Πολενάκης είναι πάνω απ’ όλα αναγνώστης, απαιτητικός, επίμονος, μόνιμα διψασμένος, όπως μας το λέει ο Αντρέι Ταρκόφσκι στο βιβλίο του «Σμιλεύοντας το χρόνο» (εκδόσεις Νεφέλη): η ανάγνωση είναι πιο δύσκολη διαδικασία από τη συγγραφή. Αυτή η ασταμάτητη ανάγνωσή, γέμισε την ψυχή και το νου του με θησαυρούς και ως γενναιόδωρος συνάνθρωπος τις διακονεί σε μας ως αντίδωρο με τα βιβλία του. Δάσκαλος χωρίς στείρο διδακτισμό, μάς μυεί στο σχολειό του θεάτρου, όπως το παρέλαβε από τους πανάρχαιους παππούδες και μάς ξεναγεί στην Πάροδο, την Ορχήστρα και τον πεντακάθαρο λόγο της Κάθαρσης με την τακτική του, εβδομαδιαία και διαχρονική του στήλη στην εφημερίδα Αυγή και με τα δύο βιβλία του «Της γραφής και της σκηνής» από τις εκδόσεις Εύμαρος. Εξασκεί την κριτική με το μέτρο της αίσθησης και της επίγνωσης του μόχθου του δημιουργού. Είναι ουσιαστική πολιτιστική παιδεία η μελέτη των κειμένων του για τις θεατρικές παραστάσεις που παρακολουθεί. Αυτά τα κείμενα αποτελούν εκπαιδευτική αγωγή στην ερμηνεία λόγου κι έκφρασης και το συναίσθημα πηγαίνει πιο βαθιά, αν γνωρίζει κανείς τις εσωτερικές διαδρομές του έργου και τις αφετηρίες της σκέψης και της σύνδεσης με άλλους ομότεχνους, παλιούς και νέους.
Την τέχνη της μυθοπλασίας του Λέανδρου Πολενάκη, την απολαμβάνουμε μέσα από το φίλτρο των προσωπικών του βιωμάτων, στα τρία βιβλία του αυτής της κατηγορίας: «Ιστορίες από το χαμένο βιβλίο» (εκδόσεις Ένεκεν), «Ο κομμένος υπουργός» (εκδόσεις Γαβριηλίδη) και το πρόσφατο «Λιλήθ ή το φτύσιμο και το φίλημα» (εκδόσεις Εύμαρος). Το κέφι της γραφής ξεχειλίζει και μάς μεταδίδεται ατόφια η ευθυμία του. Γράφει και γελά, γράφει και θυμώνει, γράφει κι εξιστορεί με νεύρο κι έννοια για τη μνήμη και μάς ψιθυρίζει γλυκά στ’ αυτί να την σεβόμαστε και να την τρέφουμε. Αποτελεί νομοτέλεια όταν ο άνθρωπος είναι νέος κι ας είναι άπειρος, να κοιτάει στο βάθος του μέλλοντος κι όταν αποκτήσει σχέση με τη ζωή, ερωτική, παθιασμένη, τραγική, ταλαίπωρη και την χορτάσει, αν χορταίνεται, να γυρίζει πίσω και ν’ αγναντεύει με τη ζηλιάρα εξιδανίκευση τον πίσω χρόνο.
Ο Πολενάκης στη Λιλήθ, με το καθάριο όπλο του, το χιούμορ, αλλά και την πίκρα για όσα πήγαν στραβά σε ανθρώπους αγαπημένους του, στα μαύρα χρόνια της χούντας, μάς μπάζει ελεύθερα στα μύχια της οικογένειας, των φίλων, στα βάσανα των πρωτόγνωρων ερώτων του. Δεν ωραιοποιεί, αφηγείται την αφέλεια, τις αδυναμίες και το άγουρο σφρίγος της αντίστασης στους γελοίους κολονέλους. Το ίδιο και για τα μπουσουλίσματά μας, των νέων ανθρώπων που προσπαθούσαμε να ορθώσουμε ανάστημα στις χοντροκομμένες απαγορεύσεις τους. Υπάρχει και τ’ όνειρο, υπάρχει και η Λίληθ ή λιλήθ, το σαγηνευτικό θηλυκό, το έτερον ήμισυ που χωρίς αυτό ζωή δεν λογιέται. Υπάρχει και το αιώνιο, πανταχού παρόν, καυστικό του χιούμορ, η ασπίδα του, που βγάζει τη γλώσσα και στον τίτλο: «το φτύσιμο». Μας προετοιμάζει, δεν είναι δράμα, δεν είναι τραγωδία, είναι η ζωή με τα όλα της, τα γλαφυρά, τ’ άσχημα, τα δύσκολα και παρόλο τον σκοταδισμό που βιώσαμε οι νέοι τότε, τον κάναμε ανέκδοτα, μούντζες και στο τέλος φως κι εξέγερση.
Είναι και η ζωή του Λέανδρου, που αυτή τον ανέθρεψε και τον εξέλιξε σ’ αυτό που έγινε ο Λέανδρος Πολενάκης και που εμείς ευγνώμονες, σήμερα, δεχόμαστε ευτυχείς τα δώρα τους.