Η Αθήνα της μετα-κρίσης ζει το εικαστικό της όνειρο και αρκετές φορές ξαφνιάζει ευχάριστα τον ιθαγενή και αλλοδαπό επισκέπτη των ευάριθμων δρώμενων που γίνονται σε όλους τους δυνατούς και πιθανούς χώρους. Από τα μουσεία και τις παραδοσιακές γκαλερί μέχρι τα σχετικά ιδρύματα και τους νέους εναλλακτικούς χώρους που εξακολουθούν με ορμή να φυτρώνουν σαν μανιτάρια, χάρη στους ίδιους τους καλλιτέχνες και νέους επιμελητές και τελικά δημιουργούν ένα παράλληλο σύμπαν που λειτουργεί διεγερτικά για όλους. Το παράδοξο είναι ότι όλα αυτά τα καλά, η εικαστική άνοιξη αν προτιμάτε, συμβαίνουν κόντρα στην οικονομία της αγοράς που παραμένει ημιθανής ή σε νεκροφάνεια. Αντίθετα, σε βασική κινητήρια δύναμη αναδεικνύεται η θέληση της μεγάλης εικαστικής κοινότητας κάθε μορφής και κατηγορίας, όχι απλά να επιβιώσει αλλά να ζήσει δημιουργικά και να συνεχίσει να παράγει αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα από οτιδήποτε άλλο, δηλαδή σύγχρονη τέχνη με τη βοήθεια των ισχνών κρατικών επιχορηγήσεων και των χορηγιών των λιγοστών ιδρυμάτων.
Σε αυτό το τοπίο πριν δυο εβδομάδες είχε την τιμητική του το υπό νέα διεύθυνση Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης με την νέα του επανεκκίνηση, την προηγούμενη εβδομάδα έσκασε εν αιθρία η μεγάλη δωρεά της συλλογής Δ. Δασκαλόπουλου στα τέσσερα γνωστά μουσεία σε Ελλάδα, Μ. Βρετανία και ΗΠΑ δημιουργώντας νέες δυναμικές στον χώρο και δυνατότητες ιδιαίτερων συνεργασιών. Παλιοί και νέοι χώροι με μια πληθώρα εκθέσεων και project, τέλος, έρχονται να συμβάλουν στη μεγέθυνση αυτού που εμείς αποκαλούμε «αθηναϊκό εικαστικό παράδοξο».

Εδώ ακριβώς θα θελήσουμε να βάλουμε στο κάδρο, και σε αυτό το σημείωμα, τη σταθερή διαδρομή κάποιων σοβαρών γκαλερί που επιμένουν να φέρνουν στο προσκήνιο κάτι, κατά την κρίση μας, ιδιαίτερης αξίας και σημασίας: την παράδοση της σύγχρονης ελληνικής εικαστικής σκηνής που είναι μια σταθερή αναφορά για την ασαφή και ρευστή εποχή μας.
Αυτή τη στιγμή στην πρωτεύουσα και την ευρύτερη περιοχή μπορεί κανείς να δει ενδιαφέρουσες εκθέσεις με έργα της Ναυσικάς Πάστρα, στην γκαλερί Καλφαγιάν, του Μιχάλη Κατζουράκη, στη Roma, και, στην πινακοθήκη του Δήμου Αλίμου, της Όπυς Ζούνη και του Γιάννη Μίχα – τουτέστιν ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής πρωτοπορίας όταν αυτή ανθούσε εκεί στα χρόνια του ’60 και αργότερα…
Η περίπτωση της Ναυσικάς Πάστρα είναι ιδιαίτερης αξίας και σημασίας. Είναι μια γυναίκα που μπαίνει, σε σχετικά ώριμη ηλικία, στον ανδροκρατούμενο χώρο της γλυπτικής, τον κατακτά, συγκροτεί απ’ αρχής τη δική της γλώσσα, την οποία και εξελίσσει εντυπωσιακά ξεκινώντας από έναν σφριγηλό κλασικισμό για να φτάσει στην αφαίρεση και την αποθέωση της γεωμετρίας και εν τέλει αφήνει το δικό της αποτύπωμα στη σύγχρονη εικαστική σκηνή και ένα πλούσιο ποσοτικά και ποιοτικά έργο.
Στα έργα που εκτίθενται στην Καλφαγιάν αποτυπώνεται με καθαρότητα η πρώτη περίοδος της δουλειάς της στην Βιέννη, από το 1957 μέχρι το 1963, που στην πραγματικότητα είναι και τα χρόνια της μαθητείας της στο εργαστήριο γλυπτικής του καθηγητή Fritz Wotruba.
Η Πάστρα φτιάχνει αρχικά ένα τόρσο- αμφορέα από πηλό με τον οποίο εντυπωσιάζει τον σπουδαίο στην εποχή του Wotruba και έτσι ξεκινάει η μαθητεία και η συνεργασία μαζί του. Τελειώνοντας τις σπουδές της δείχνει τη δουλειά της στην γκαλερί Wurthle της αυστριακής πρωτεύουσας και εντυπωσιάζει ήδη με την πρώτη της ατομική έκθεση αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές. Το εντυπωσιακό είναι ότι η Πάστρα δεν αρκείται και δεν εφησυχάζει με την επιτυχία αυτή και φεύγει για το Παρίσι σε αναζήτηση του καινούργιου. Εκεί αρχίζει η εξέλιξη της εικαστικής γλώσσας της που περνάει από τον Giacometti και φθάνει στον κονστρουκτιβισμό. Μέσα από τη συνεχή έρευνα δημιουργεί το δικό της σύμπαν, το σύμπαν των πρωτεϊκών γεωμετρικών σχημάτων με βάση το τετράγωνο και τον κύκλο και την ογκομετρική τους απόδοση σε κύβο και σφαίρα.
Για την Ναυσικά Πάστρα έχουν γραφεί πολλά και εξαιρετικά κείμενα Ελλήνων και ξένων κριτικών και θεωρητικών. Γι’ αυτό ίσως έχει μεγαλύτερη σημασία να διαβαστεί ένα δικό της κείμενο, το τελευταίο κείμενο της Ναυσικάς Πάστρα, που έγραψε το 2010 και δημοσιεύθηκε στα Νέα της Τέχνης και που υπάρχει στον κατάλογο «Ναυσικά Πάστρα | Τα χρόνια της Βιέννης», τον οποίο επιμελείται ο Εμμανουήλ Μαυρομμάτης:
«Νομίζω ότι αυτή η περίοδος των σπουδών είναι σημαντική για κάθε καλλιτέχνη. Την αποκαλώ "περίοδο αθωότητας". Τίποτα ακόμα δεν είναι απόλυτα συγκεκριμένο μέσα μας, παρά μόνο η επιθυμία να εκφράσουμε τις ανησυχίες μας με κάποιο καλλιτεχνικό τρόπο. Λίγη μάθηση, λίγο διάβασμα, λίγες γνώσεις, λίγη προηγούμενη εργασία, τίποτα όμως το απόλυτα συνειδητό. Είναι τελικά η περίοδος της προσπάθειας να βρούμε τρόπο καλλιτεχνικά να εκφράσουμε αυτά που βασανιστικά αισθανόμαστε. Σε μένα υπήρξε όμως επιτακτικά και συνειδητά η βεβαιότητα ότι ήθελα να εκφραστώ καλλιτεχνικά ως γλύπτρια. Τα έργα μου αυτής της περιόδου τα θεωρώ σημαντικά και αποκαλυπτικά γιατί φέρουν μέσα τους εν δυνάμει, ήδη, αυτά που αργότερα, ύστερα από μια πολυετή και μεγάλη καλλιτεχνική διαδρομή πείρας, σκέψης και πραγματοποιήσεων, έγιναν συνειδητή και υπεύθυνη τοποθέτηση και πηγή για συνεχείς εξελίξεις.Θα αναφέρω τις δύο πρωταρχικές και καθοριστικές πεποιθήσεις επάνω στις οποίες στηρίζεται εδώ και πολλά χρόνια η συλλογιστική εξέλιξη της καλλιτεχνικής μου διαδικασίας: στην ιδέα της αναγκαιότητας και στην πηγή διαβεβαίωσης και στήριξης αυτής της ιδέας που είναι η φύση. Η ανάπτυξη αυτών των θέσεων είναι μεγάλη και πολυσέλιδη, ο χώρος εδώ μικρός και γίνεται μόνο αναφορά των ιδεών μου. Ο καλλιτέχνης –ο εν δυνάμει δημιουργός– (όλοι οι καλλιτέχνες δεν είναι εν δυνάμει δημιουργοί), φέρει μέσα του προσωπικές ιδιότητες που δεν θα βρεθούν ποτέ σε άλλους. Τις αποκαλώ Ανάγκες οι οποίες όταν εκφραστούν –και μόνο αυτές– ίσως τότε είναι δυνατόν να κάνουν το έργο του καλλιτέχνη δημιούργημα. Δημιούργημα σημαίνει ότι κανείς άλλος δεν θα μπορέσει να ξανακάνει αυτό το έργο. Μίλησα για Ανάγκες. Η λέξη είναι απόλυτη. Αυτές οι ιδιότητες, οι ιδιότυπες επιθυμίες, οι ιδιορρυθμίες που έχει ο καλλιτέχνης, ο εν δυνάμει δημιουργός, ανήκουν μόνο στον ίδιο, δεν τις έχει κανείς άλλος καλλιτέχνης και δεν μπορεί ούτε ο ίδιος να προσθέσει ή να αφαιρέσει τις ανάγκες αυτές από μέσα του. Τις αποκαλώ ανάγκες γιατί, όπως έχω καταλήξει, συνειδητά πλέον σήμερα στην πεποίθησή μου, η ιδέα της αναγκαιότητας είναι πρωταρχική για τον καλλιτέχνη. Και όταν μιλάω για αναγκαιότητα εννοώ την απλή και αυτονόητη ανάγκη να συντηρήσεις την ύπαρξή σου. Ένα μεγάλο παράδειγμα για τη λιτότητα και το αυτονόητο των αναγκών είναι η φύση, που τρέφει η ίδια τα δημιουργήματά της. Τους δίνει αυτό που εκείνη την ώρα χρειάζονται σε σχέση πάντα με τις άλλες εκάστοτε εξωτερικές συνθήκες. Έχω ήδη ξαναπεί ότι ο μεγάλος μου δάσκαλος είναι η φύση, το πιστεύω και θα έλεγα ότι είναι η πηγή για καινούργιες σκέψεις και ιδέες. Πηγή για μεγαλύτερη κατανόηση των δικών μου αναγκών. Παρατηρώντας τη φύση και υπακούοντας στις πρωταρχικές ανάγκες της εκάστοτε δημιουργίας της, ανασυγκροτώ σήμερα εν δυνάμει όλα όσα καταθέτω σαν πεποίθηση μετά από τόσα χρόνια εμπειρίας, δουλειάς, σκέψης και έρευνας. Στην εργασία που παρουσιάζω, ιστορικοί τέχνης είδαν ήδη τότε και έγραψαν όπως αναφέρει και αναπτύσσει ο Εμμανουήλ Μαυρομμάτης, όλα εκείνα τα στοιχεία με τα οποία εργάζομαι συνειδητά σήμερα…»