Το νέο νομοσχέδιο για τις συντάξεις του υπουργού Εργασίας, Κωστή Χατζηδάκη, εισάγει νέους όρους στο πολύπαθο ασφαλιστικό σύστημα. «Συντάξεις εμπιστοσύνης» και «fast track διαδικασίες».
Αρχικά, τον Ιούλιο 2020, ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, και ο υπουργός Εργασίας, Γιάννης Βρούτσης, παρουσίασαν το ψηφιακό σύστημα ΑΤΛΑΣ. «Ο χρόνος αναμονής από την αίτηση μέχρι την τελική απόφαση σχεδόν εκμηδενίζεται, θα διαρκεί λίγες ώρες», σχολίαζε ο πρωθυπουργός. «Θα ολοκληρώνεται σε λίγα λεπτά από τη στιγμή της αίτησης», πρόσθετε ο υπουργός, που μιλούσε για μία από τις σημαντικότερες ημέρες στην ιστορία της κοινωνικής ασφάλισης(!). Τον Δεκέμβριο 2020, ο Γιάννης Βρούτσης μιλούσε για 160.000 εκκρεμείς συντάξεις και ξεκαθάριζε πως «θα έχουν τελειώσει έως το τέλος του 2021». Μάλιστα την ευθύνη για τις καθυστερήσεις την απέδιδε στους «υπαλλήλους που δεν εργάζονταν λόγω κορονοϊού».
Ο επόμενος υπουργός Εργασίας, Κωστής Χατζηδάκης, αφού έκανε μερικές επικοινωνιακές «αιφνιδιαστικές επισκέψεις» στον ΕΦΚΑ, εισήγαγε στο σύστημα έκδοσης συντάξεων 458 πιστοποιημένους δικηγόρους και λογιστές. Ανακοίνωσε πως θα αναλάβει «project manager» τον ΕΦΚΑ και στις 17 Μαρτίου 2022 δημοσίευσε ενθουσιωδώς ότι «εκδόθηκαν σε χρόνο ρεκόρ» οι πρώτες συντάξεις από τους πιστοποιημένους υπαλλήλους.
Ο Κωστής Χατζηδάκης, τον Δεκέμβριο 2021, διαβεβαίωνε πως έως τον Φεβρουάριο 2022 θα έχει λυθεί το θέμα των εκκρεμών συντάξεων. Όμως τον Φεβρουάριο έθεσε νέο στόχο, τον Ιούνιο 2022. Δηλαδή, σε λίγες εβδομάδες από σήμερα.
Πώς φτάσαμε από τα «ιστορικά» εγκαίνια ενός συστήματος που θα εξέδιδε συντάξεις σε λίγα λεπτά το 2020, να μιλάμε σήμερα για φιάσκο και τριπλασιασμό των εκκρεμών συντάξεων, χωρίς καμία πιθανότητα να λυθεί το πρόβλημα τους επόμενους μήνες;
Τώρα, η κυβέρνηση πετά την ευθύνη για την έκδοση της σύνταξης στον ασφαλισμένο προσωπικά, που καλείται εφεξής να κάνει μία εξειδικευμένη δουλειά συλλογής απαραίτητων στοιχείων –ή να πληρώσει να την κάνουν– υπό διαρκή ανησυχία απόρριψης της αίτησης ή και επιστροφής χρημάτων, εάν μελλοντικά εντοπιστούν λάθη στους υπολογισμούς.
Επικοινωνήσαμε με τον δικηγόρο–εργατολόγο, Διονύση Τεμπονέρα. «Ο νόμος δημοσιεύθηκε την Τρίτη. Είναι ο νόμος 4921/2021. Οι διατάξεις για τις συντάξεις περιλαμβάνονται στα άρθρα 48,49,50,51. Πρακτικά δίνεται η δυνατότητα μέσα σε τρεις μήνες να εκδίδεται απόφαση συνταξιοδότησης και γίνεται ένας διαχωρισμός μεταξύ συνταξιούχων που έχουν καταθέσει αίτηση μέχρι 31/03/2022 και εκείνων που καταθέτουν αίτηση από 01/04/2022 και μετά. Η πρώτη κατηγορία είναι οι λεγόμενες “fast track συντάξεις”. Δηλαδή οι συντάξεις που θα εκδίδονται μέσα σε τρεις μήνες, χωρίς να γίνεται έλεγχος των δικαιολογητικών και των ασφαλιστικών στοιχείων τα οποία θα δηλώνονται από τους ασφαλισμένους, αλλά μια ταυτοποίηση με το ασφαλιστικό σύστημα ΑΤΛΑΣ. Από εκεί και πέρα –και χωρίς επαναλαμβάνω να γίνεται ο έλεγχος αυτός– θα εκδίδεται η πράξη συνταξιοδότησης, κατά δήλωση του ασφαλισμένου–υποψηφίου συνταξιούχου. Διαφορετικό είναι το σύστημα για τις λεγόμενες παλαιές συντάξεις, τις “συντάξεις εμπιστοσύνης”, όπως τις ονομάζει το υπουργείο. Εκεί, πάλι θα χρησιμοποιείται το πληροφοριακό σύστημα ΑΤΛΑΣ για να γίνεται η ταυτοποίηση των στοιχείων. Θα εκδίδεται η σύνταξη, με βάση αυτά που έχουν δηλωθεί ήδη στην αίτηση και αν χρειαστούν επιπλέον συμπληρωματικά έγγραφα, αυτά είτε θα αναζητούνται, είτε θα δηλώνονται από τον υποψήφιο συνταξιούχο στη σχετική αίτηση», ανέφερε εισαγωγικά για τις αλλαγές του νέου νόμου.
Συντάξεις υπό αίρεση
«Το πρόβλημα αυτή τη στιγμή έχει να κάνει με το γεγονός ότι με το νέο πλαίσιο οι συντάξεις τίθενται υπό αίρεση, με ατομική ευθύνη του ασφαλισμένου. Ατομική ευθύνη γιατί ο ασφαλισμένος είναι εκείνος ο οποίος θα δηλώνει τα στοιχεία και βάση αυτών θα υπολογίζεται και το ποσό της σύνταξής του. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι έχουμε μεγάλο ποσοστό απορριπτικών αποφάσεων. Πολλοί συνταξιούχοι καταθέτουν αιτήσεις χωρίς να δικαιούνται σύνταξη. Το 2021 είχαμε ένα μέσο ποσοστό κοντά στο 20%. Τον Γενάρη 2022 το ποσοστό αυτό ήταν στο 34%. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα από 1/3 συνταξιούχους να ζητούνται πίσω χρήματα, γιατί ουσιαστικά δεν θα δικαιούνται συντάξεις. Ξεκινάει ένα κυνηγητό που θα κρατάει 3–5 χρόνια κατά των συνταξιούχων, προκειμένου να επιστραφούν τα χρήματα τα οποία δόθηκαν χωρίς να το δικαιούνται. Οι συνταξιούχοι θα κρατούνται όμηροι ακόμα και για μια δεκαετία, καθώς θα πρέπει να έχουν τα στοιχεία προκειμένου να τα εμφανίσουν κατά τους ελέγχους που θα διενεργεί ο ΕΦΚΑ εκ των υστέρων. Δεν υπάρχουν συνθήκες διαλειτουργικότητας μεταξύ ΕΦΚΑ και ΚΕΑΟ (Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών), άρα αυτή τη στιγμή οι συνταξιούχοι δεν ξέρουν τί οφείλουν, αν οφείλουν και ποιο είναι το ακριβές ποσό. Δεν υπάρχει υπηρεσία που να ενημερώνει του συνταξιούχους αυτή τη στιγμή για το πότε ακριβώς δικαιούνται δικαίωμα σύνταξης, οπότε θα έχουμε ένα μεγάλο ποσοστό απορριπτικών αποφάσεων», σημείωσε χαρακτηριστικά ο Δ. Τεμπονέρας στην «Εποχή».
300% αύξηση των εκκρεμών συντάξεων από το 2019
«Έχουμε 152.000 κύριες συντάξεις, 124.000 επικουρικές και 45.000 εφάπαξ, συν 55.000 αιτήσεις παράλληλης ασφάλισης που δεν έχουν διεκπεραιωθεί μέχρι σήμερα. Έχουν αυξηθεί κατά 300% από το 2019. Το πρόβλημα αυτή τη στιγμή εντοπίζεται σε όλα τα ταμεία, κυρίως σε επικουρικές συντάξεις και συντάξεις του γενικού λογιστηρίου», αναφέρει ο Δ. Τεμπονέρας και σχολιάζει πως «το project των πιστοποιημένων λογιστών και δικηγόρων έχει καταρρεύσει παταγωδώς, χωρίς να έχει αποφέρει απολύτως τίποτα στο σύστημα. Επίσημα από το υπουργείο έχουν ανακοινωθεί 854 εκκρεμότητες από τους πιστοποιημένους δικηγόρους. Ούτε καν έχουν ανακοινωθεί πόσες είναι οι αποφάσεις συνταξιοδότησης που έχουν βγει. Ανεπίσημες πληροφορίες λένε ότι είναι περίπου 70 οι αποφάσεις που εκδόθηκαν και από αυτές ένα μεγάλο ποσοστό άνω του 50% είναι λάθος και έχουν γυρίσει για επανέλεγχο στο ασφαλιστικό ταμείο. Ακόμα και οι αποφάσεις που εκδόθηκαν από τους πιστοποιημένους γύρισαν για έλεγχο και επανέλεγχο από τους υπαλλήλους του ταμείου, με αποτέλεσμα να γίνεται διπλός και τριπλός έλεγχος, διπλή και τριπλή καθυστέρηση».
«Τα ταμεία είναι σε άθλια κατάσταση από πλευράς υλικοτεχνικών υποδομών. Είναι ελάχιστοι οι υπολογιστές που υπάρχουν και οι παλιοί υπολογιστές δεν μπορούν να υποστηρίξουν συστήματα ρομποτικής προκειμένου να γίνει αυτοματοποιημένη διαδικασία. Είναι πάρα πολλές οι αιτήσεις και ελάχιστοι οι υπάλληλοι», σημείωσε ο Δ. Τεμπονέρας και υποστήριξε πως μόνη λύση είναι η επαναπρόσληψη των 800 εργαζομένων που δούλευαν στον ΕΦΚΑ, αλλά και η επιπλέον πρόσληψη μόνιμου προσωπικού.
«Ένας υπάλληλος στον ΕΦΚΑ βγάζει 75–100 αποφάσεις συνταξιοδότησης ανά μήνα. Αν είχαν προσληφθεί 1.000 υπάλληλοι ΕΦΚΑ αντί για 1.000 φρουρούς στα πανεπιστήμια, το πρόβλημα των εκκρεμών συντάξεων θα είχε λυθεί σε ένα τετράμηνο».