Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Τον Ιούνιο του 2021, όταν η κυβέρνηση αποφάσισε να μην αυξήσει τον κατώτατο μισθό μέσα στο έτος, αλλά από τις αρχές του 2022, και μάλιστα με μια αύξηση μόλις 2%, οι κοινωνικές συνέπειες αυτής της επιλογής τους τελευταίους μήνες ήταν σημαντικές, επιτρέποντας στην ακρίβεια να φτωχοποιήσει κοινωνικές ομάδες. Τώρα επανέρχεται και πάλι με χρονοκαθυστέρηση και εξαγγέλλει άλλη μια υποδεέστερη των αναγκών των φτωχών και ευάλωτων εργαζομένων αύξηση. Πολύ λίγο, πολύ αργά είναι η δική μας απάντηση.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός προεκλογικά είχε δεσμευθεί για διπλάσια των ρυθμών ανάπτυξης της χώρας αύξηση στον κατώτατο μισθό. Αυτό σημαίνει ότι από το 2021 μέχρι σήμερα η συνολική αύξηση στον κατώτατο μισθό θα έπρεπε να υπερβαίνει το 16%.
Περάσαν πάνω από δεκατέσσερα χρόνια που μία βαθιά κρίση ξεκίνησε. Μία κρίση που επηρέασε με τον χειρότερο τρόπο τα εισοδήματά μας, τα σχέδιά μας, τις ζωές μας. Και κυρίως, μια κρίση που έμελλε να είναι η πρώτη μίας σειράς κρίσεων, που δυστυχώς συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Δεκατέσσερα χρόνια κρίσης, δημιουργώντας μεγαλύτερες ανισότητες και περισσότερες οικονομικές δυσκολίες, σε εκατομμύρια εργαζόμενες και εργαζόμενους. Τα χρόνια αυτά η κληρονομιά της λιτότητας, ως απότοκος της κρίσης χρέους, η πανδημική κρίση και η ακρίβεια πλέον, έχουν ρίξει το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων της χώρας στο χαμηλότερο επίπεδο του βάθρου. Παράλληλα, η ακρίβεια ροκανίζει την αγοραστική δύναμη και θα έχει αρνητική επίδραση στην κατανάλωση. Η δε αγορά εργασίας αντιμετωπίζει μια άνευ προηγουμένου κρίση σε ώρες απασχόλησης, εισοδήματα και επίπεδα επισφάλειας και αβεβαιότητας. Αν, δε, συμπεριλάβουμε στην εξέλιξη αυτή τις επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης, τότε παρατηρούμε ότι ευρύτερα κοινωνικά στρώματα βιώνουν μια κατάσταση μακροχρόνιας συρρίκνωσης του βιοτικού τους επιπέδου, ένδειξη ιδιαιτέρως ανησυχητική για την κοινωνική συνοχή.
Η κυβέρνηση έπρεπε ήδη να είχε προχωρήσει σε αύξηση του κατώτερου μισθού στα 751 ευρώ, που είναι η πρόταση της ΓΣΕΕ. Μια τέτοια αύξηση θα μπορούσε να αντισταθμίσει τις απώλειες αγοραστικής δύναμης, τουλάχιστον των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.
Οι εργαζόμενοι αυτό που ζητάνε, είναι η προστασία του βιοτικού τους επιπέδου. Ως ΓΣΕΕ απαιτούμε να υπάρξουν ενεργητικές πολιτικές για την αντιμετώπιση της ακρίβειας και την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων, με έμφαση στον ρόλο και τη σημασία του κατώτερου μισθού. Γι’ αυτό πρέπει και όλες οι κλαδικές ομοσπονδίες να επανατοποθετήσουν το ζήτημα των αυξήσεων των μισθών στις νέες συνθήκες και βεβαίως θα ακολουθήσουν δράσεις. Δεν θα μείνουμε με σταυρωμένα χέρια. Οι αγώνες μας συνεχίζονται και στη μάχη των κλαδικών συμβάσεων. Οι οργανώσεις μας πρέπει να αξιοποιήσουν ως βασικό επιχείρημα το πραγματικό δεδομένο ότι οι επιχειρήσεις που δεν θέλουν αυξήσεις, είναι αυτές που πρώτες αύξησαν τις τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών, απελευθερώνοντας το σπιράλ του πληθωρισμού και είναι αυτές που κατά τη διάρκεια των μνημονίων μετέτρεψαν τη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας σε υπερκέρδη χωρίς επενδύσεις, που θα έφερναν και απασχόληση.
Και αυτό πρέπει να αλλάξει άμεσα. Και πρέπει ν’ αλλάξει, γιατί δεν εννοείται ανάπτυξη που δεν προϋποθέτει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και δεν υπάρχει μέλλον, που δεν περνάει από την ανθρώπινη προοπτική.