Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Ο πολιτικός επιστήμονας Α. Σεριάτος αναδεικνύει μέσα από τη συζήτησή μας τα επίδικα της επόμενης περιόδου, μέχρι την ολοκλήρωση του εκλογικού κύκλου. Διευρύνονται και ενισχύονται τα αρνητικά συναισθήματα, η κυβέρνηση καταγράφει συστηματική φθορά και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δείχνει προς το παρόν να αποτελεί τον φορέα της ελπίδας για αλλαγή, όπως συνέβη το 2015.Ταυτόχρονα επιχειρούμε μια αποτίμηση του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ υπό εκλογικό πρίσμα.
Ποια είναι η δημοσκοπική εικόνα που διαμορφώνεται το τελευταίο διάστημα;
Οι δημοσκοπήσεις της τελευταίας περιόδου καταγράφουν με ενιαίο τρόπο τέσσερα στοιχεία. Το πρώτο είναι η κυριαρχία της ακρίβειας στη λίστα των σημαντικότερων για την κοινωνία προβλημάτων. Το δεύτερο είναι η συστηματικά μειούμενη αποδοχή της κυβέρνησης και της ικανοποίησης από το έργο της. Το τρίτο είναι ο μετασχηματισμός της αντικυβερνητικής γκρίνιας σε μια διευρυμένη κοινωνική δυσαρέσκεια και το τέταρτο είναι οι μεταβολές στην εκλογική συμπεριφορά, οι οποίες ενδεχομένως να διαμορφώσουν το επόμενο διάστημα ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο, αφού επηρεάζουν και την αναλογία της ισχύος μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ.
Η εντεινόμενη δυσαρέσκεια είναι ένα παροδικό συναίσθημα που μπορεί να αντιστραφεί ή θα αποτυπωθεί, μιας και είμαστε στο τέλος του εκλογικού κύκλου;
Λόγω των διαφόρων πρωτόγνωρων κρισιακών καταστάσεων τα πράγματα κυλούσαν μη αναμενόμενα, με την περίοδο χάριτος για παράδειγμα να διαρκεί περισσότερο από ότι συνηθίζεται. Πλέον φαίνεται πως ο τρέχων εκλογικός κύκλος μπαίνει σε φυσιολογική τροχιά: Διευρύνονται και ενισχύονται τα αρνητικά συναισθήματα εντός της κοινωνίας και η κυβέρνηση καταγράφει συστηματική φθορά, η οποία είναι εξαιρετικά δύσκολο να αναχαιτιστεί αποφασιστικά.
Τα ποσοστά στα οποία κινούνται τα κοινοβουλευτικά κόμματα αποκλείουν ή ευνοούν τη δυνατότητα σχηματισμού μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης ή μιας συμμαχικής κυβέρνησης;
Με τα δεδομένα που έχουμε είναι απίθανο να σχηματιστεί γενικώς κυβέρνηση με την απλή αναλογική. Στις πρώτες κάλπες με απλή αναλογική και ανεξαρτήτως των πολιτικών πρωτοβουλιών που θα αναλάβουν τα κόμματα, χρειάζεται ένα ποσοστό άνω του 45-46% για να σχηματιστεί κυβέρνηση. Με τα τωρινά δεδομένα, το μόνο ικανό να οδηγήσει σε πλειοψηφία συνέριο θα ήταν μια συγκυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με το ΚΙΝΑΛ, με την ανοχή ενός τρίτου κόμματος. Για διάφορους πολιτικούς κυρίως λόγους αυτό το σενάριο δεν συγκεντρώνει προσώρας πολλές πιθανότητες. Από την άλλη, μια δεξιά κυβέρνηση με τη συμμετοχή της Ελληνικής Λύσης επίσης δεν θα μπορούσε να εξασφαλίσει πλειοψηφία εδρών. Επομένως, θεωρώ εξαιρετικά πιθανό να οδηγηθούμε σε επαναληπτικές εκλογές, με τον εκλογικό νόμο που ψήφισε η ΝΔ.
Η δεξαμενή των αναποφάσιστων μπορεί να αλλάξει το εκλογικό παιχνίδι;
Η ΝΔ βρίσκεται σε συστηματική φθορά και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δείχνει προς το παρόν να αποτελεί τον φορέα της ελπίδας για αλλαγή, όπως συνέβη το 2015. Η πλειονότητα των αναποφάσιστων είναι εξαιρετικά δυσαρεστημένη από την κυβέρνηση αλλά και αρνητική απέναντι στο ενδεχόμενο να κυβερνήσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Και όσο η φθορά συνεχίζεται και παράλληλα δεν εμφανίζεται μια άλλη κυβερνητική πρόταση, με αξιόπιστο και θετικό αφήγημα, νομίζω ότι τα κόμματα του δικομματισμού δεν έχουν να περιμένουν πολλά από αυτή τη δεξαμενή ψηφοφόρων. Ως εκ τούτου, μην αποκλείουμε το γεγονός να ενισχυθούν στο δρόμο προς τις κάλπες με απλή αναλογική φυγόκεντρες δυνάμεις, οδηγώντας σε νέο κατακερματισμό του συστήματος.
Είναι αρκετά μεγάλη και η δεξαμενή όσων απέχουν. Στις -προεδρικές βέβαια- εκλογές στην Χιλή και στην Γαλλία διαμόρφωσαν, σε ένα βαθμό, το εκλογικό αποτέλεσμα. Σε έρευνα του Eteron το 82% των νέων δηλώνει πρόθεση να ψηφίσει στις ερχόμενες εκλογές. Είναι κρίσιμη μάζα;
Αρκετές έρευνες καταγράφουν σημαντική προθυμία των νεότερων ηλικιών για συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες. Αυτό, ωστόσο, που εμπειρικά έχει παρατηρηθεί είναι ένα χάσμα μεταξύ της διάθεσης και της πρακτικής. Η συμμετοχή των νέων είναι παραδοσιακά χαμηλότερη από την αντίστοιχη των μεγαλύτερων ηλικιών. Ωστόσο, είναι σημαντικό να ειπωθεί ότι παρά τη μικρή τους συμβολή στο σύνολο των ψηφοφόρων, οι νεότερες ηλικίες τείνουν να ψηφίζουν πιο προοδευτικά. Θυμίζω ότι στις βουλευτικές εκλογές του 2019, και εν μέσω αντι-αριστερού κλίματος, το 54-55% των νέων έως 24 ετών είχε στηρίξει τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ, το ΜΕΡΑ25 και άλλα αριστερά κόμματα. Και μάλιστα οι περισσότεροι εξ’ αυτών αποφάσισαν τι θα ψηφίσουν τις τελευταίες μέρες πριν τις εκλογές. Είναι ένα μοτίβο που βλέπουμε να επαναλαμβάνεται στην Ελλάδα αλλά και σε χώρες του εξωτερικού. Ενδεχομένως να επαναληφθεί ξανά στη χώρα μας αλλά κανείς δεν μπορεί να στηριχθεί σε αυτή την υπόθεση για να χαράξει στρατηγική.
Ο φόβος, η οργή, η απογοήτευση, συναισθήματα που συνεχώς εντείνονται, θα οδηγήσουν τον κόσμο στις κάλπες ή θα ενισχύσουν την αποχή;
Κάποια συναισθήματα, όπως ο θυμός και η ελπίδα, ευνοούν την πολιτική και την εκλογική συμμετοχή. Άλλα πάλι, όπως ο φόβος, η απογοήτευση και η απελπισία δεν είναι κινητοποιητικά. Ο θυμός είναι το δεύτερο επικρατέστερο συναίσθημα αυτής της περιόδου, αλλά δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι θα μεταφραστεί αποκλειστικά σε πολιτική ή εκλογική στήριξη προοδευτικών δυνάμεων. Το 2012 και το 2015 είδαμε κόμματα της ακραίας δεξιάς να εκτοξεύονται, αθροίζοντας έως και 16%. Και φυσικά θα ήταν καλό να μην ξεχάσουμε ποτέ το 9.5% της Χρυσής Αυγής στις ευρωεκλογές του 2014.
Η ακροδεξιά επανεμφανίζεται ανησυχητικά στον εκλογικό χάρτη, παρά την πολυδιάσπασή της. Μπορεί να αποτελέσει πολιτικό παίκτη;
Παραδοσιακά δύο είναι οι λόγοι για τους οποίους δημιουργείται παράθυρο ευκαιρίας για την ανάδειξη ακροδεξιών κομμάτων. Ο πρώτος είναι η δυσαρέσκεια από τα παραδοσιακά, συντηρητικά κόμματα. Αυτά τα κόμματα πάντοτε ψηφίζονταν και θα συνεχίζουν να ψηφίζονται κριτικά από υπερσυντηρητικούς ψηφοφόρους, προκειμένου να μην κυβερνήσει η προοδευτική παράταξη. Άρα, ο ένας λόγος είναι η επιλογή της στρατηγικής (διάκριση ή ενσωμάτωση) αυτού του ακροατηρίου από το κυρίαρχο στα δεξιά του πόλου συντηρητικό κόμμα. Ο δεύτερος είναι η οικονομία. Παραδοσιακά, οι κρίσεις αποτελούν σημαντική ευκαιρία για αυτά τα κόμματα ακριβώς γιατί λόγω του DNA τους απαντούν απλουστευτικά σε σύνθετα προβλήματα, δείχνοντας πάντοτε το μη οικείο, ως πηγή του κακού. Δεδομένων των παραπάνω, νομίζω πως επανεμφανίζεται μια σχετική ευκαιρία για την Άκρα Δεξιά. Άλλωστε το ακροατήριο των ψηφοφόρων που συμμερίζεται ευθέως μισαλλόδοξες, ρατσιστικές και ενίοτε αυταρχικές ιδέες ξεπερνάει το 15%. Ένα τμήμα αυτού του σώματος βρίσκεται εντός της ΝΔ, της Ελληνικής Λύσης και του κόμματος Κασιδιάρη, ενώ το υπόλοιπο κινείται στα όρια μεταξύ αποχής και γκρίζας ζώνης.
Το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ τι αντίκτυπο θα έχει στη δυναμική του;
Είχα ισχυριστεί πρόσφατα ότι το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να αποτελέσει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να μπει το κόμμα της Αριστεράς στην τελευταία στροφή του εκλογικού κύκλου με σαφώς ευνοϊκότερη αναλογία ισχύος σε σχέση με τη ΝΔ. Δεν είμαι σίγουρος ότι τελικά συνέβη αυτό. Ποτέ κανένα κόμμα δεν έχασε πόντους, διεξάγοντας συνέδριο. Ωστόσο, αρκετές φορές τα κόμματα δεν κέρδισαν κιόλας. Και αναφέρομαι στα συνέδρια εκείνα που δεν εκπέμφθηκε κρυστάλλινα και προσεκτικά το μήνυμα της ενότητας. Και η εικόνα που βγήκε προς τα έξω -ασχέτως αν αυτή αντιστοιχούσε ή όχι στην πραγματικότητα- μετά το πέρας των εργασιών ήταν περισσότερο μια εικόνα σκληρής αντιπαράθεσης, παρά υγιούς διαλόγου και σύνθεσης των διαφορετικών απόψεων. Φυσικά γι’ αυτό δεν ευθύνεται αποκλειστικά ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και το όχι ιδιαίτερα φιλικό προς αυτόν μιντιακό σύστημα, που αναμφίβολα θα αξιοποιούσε και την παραμικρή παραφωνία. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο απαιτούταν μεγαλύτερη προσοχή, ώστε η θεμιτή για τα δημοκρατικά κόμματα ανταλλαγή ιδεών και η διαδικασία συνολικότερα να διεξαχθούν ομαλά και σε κλίμα ενότητας.
Με τις ομιλίες του ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να στείλει δύο κεντρικά μηνύματα. Το ένα ήταν οι 5+1 δεσμεύσεις του σε περίπτωση νέας διακυβέρνησης και το άλλο ήταν ότι ενίσχυσε το αίτημα της προοδευτικής διακυβέρνησης, απευθυνόμενος σε όλα τα κόμματα. Αυτά του δίνουν μία νέα ώθηση;
Ο σχεδιασμός που έγινε ήταν αναμφίβολα εξαιρετικά προσεγμένος και το διττό μήνυμα που επιχειρήθηκε να εκπεμφθεί ξεκάθαρο: Πρώτον, ένα μήνυμα επανεκκίνησης και αντεπίθεσης του κόμματος και δεύτερον ένα μήνυμα πρόσκλησης στις υπόλοιπες προοδευτικές δυνάμεις στη βάση ενός σαφούς προγραμματικού σχεδίου. Αν η εικόνα που δόθηκε προς τα έξω περιοριζόταν σε αυτά τα δύο μηνύματα, τότε αναμφίβολα ο ΣΥΡΙΖΑ θα ευνοούταν. Δεν είμαι, ωστόσο, απόλυτα βέβαιος ότι αυτό τελικά συνέβη. Και επαναλαμβάνω, ας μην υποτιμούμε την ικανότητα των ΜΜΕ να φιλτράρουν την πραγματικότητα, εστιάζοντας σε ορισμένες μόνο όψεις μιας ιστορίας.
Είχαμε πει σε παλαιότερες συζητήσεις πως ο ΣΥΡΙΖΑ αφήνει θολό στο σε ποιους απευθύνεται. Βλέπεις από το συνέδριο να έγινε σαφές;
Νομίζω ότι είναι σαφές το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ. Αφορά μια προσπάθεια που ως στόχο έχει τη δημιουργία κυβέρνησης μη δεξιών δυνάμεων, η οποία εκ των πραγμάτων -με βάση τουλάχιστον την έως τώρα στάση του ΚΚΕ και του ΜΕΡΑ25- απευθύνεται στο ΚΙΝΑΛ. Όπως αναλύσαμε και παραπάνω, νομίζω ότι το συνέδριο εξυπηρέτησε και αυτή τη στρατηγική. Μια στρατηγική αύξησης της πίεσης προς όλες τις δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικές να ανοίξουν τα χαρτιά τους. Το αν ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να απευθυνθεί κυρίως στην Αριστερά ή το Κέντρο νομίζω πως είναι δευτερεύον σε αυτή τη φάση. Το βασικό πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ έχει δύο όψεις: πρώτον δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα ελπιδοφόρο όραμα που θα εμπνεύσει την κοινωνία και δεύτερον δεν έχει ανακτήσει την αξιοπιστία του. Κατά πόσο δηλαδή μπορεί να πείσει ότι θα κάνει όσα λέει και υπόσχεται την επόμενη μέρα αλλά και κατά πόσο αυτά -εφόσον υλοποιηθούν- θα αλλάξουν σημαντικά την καθημερινότητα των πολιτών σε ατομικό επίπεδο. Και σε αυτή τη λογική θα πρέπει να πάψει να απαντάει στο πρόβλημα της αξιοπιστίας του με μια στάση ψευδο-δημοσιονομικής υπευθυνότητας. Το ερώτημα «που θα βρείτε τα λεφτά» όσο πειστικά και αν απαντάται δεν θα σταματήσει ποτέ να μπαίνει από τα ΜΜΕ. Γιατί τα τελευταία δεν αναζητούν ειλικρινώς απάντηση σε αυτό το ερώτημα αλλά αναπαράγουν πολύ συνειδητά το αφήγημα περί λαϊκισμού. Η ανάκτηση της χαμένης αξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ κυρίως αφορά στην επαναφορά του οράματος της κοινωνικά αναγκαίας αλλαγής και της ελπίδας και πολύ λιγότερο στη διεξοδική απάντηση ως προς το «που θα βρεθούν τα λεφτά», την οποία ο κόσμος δεν μπορεί έτσι κι αλλιώς να αντιληφθεί, καθώς δεν είναι εξοικειωμένος με τέτοια αριθμητικά μεγέθη.
Η πιο καινοτόμα απόφαση του συνεδρίου είναι η εφαρμογή ποσόστωσης φύλου 50-50 σε όλα τα όργανα. Είναι το πρώτο κόμμα στην Ελλάδα που το εφαρμόζει αυτό, ενώ είναι λίγα στην Ευρώπη που το έχουν επιλέξει. Μέχρι στιγμής δεν έχει ακουστεί ιδιαίτερα. Είναι κάτι που πρέπει να προτάξει;
Νομίζω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να κάνει σημαία αυτή την εξαιρετική πρωτοβουλία. Είναι μια επίκαιρη και ριζοσπαστική κίνηση που θα διακρίνει το κόμμα της Αριστεράς από τα υπόλοιπα. Μόνο όφελος θα έχει από τη συγκεκριμένη απόφαση. Είναι γνωστό πως γυναίκες συστηματικά αποθαρρύνονται από τη συμμετοχή τους στα κοινά λόγω των διακρίσεων, των περιορισμών και των αποκλεισμών που βιώνουν. Θετικό επίσης είναι το μήνυμα που στάλθηκε και αφορά σε μια συνολικότερη προσπάθεια για συμπερίληψη. Ένα μήνυμα να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ όχημα έκφρασης όχι μόνο των νέων και των γυναικών αλλά και της LGBTQ+ κοινότητας, των μεταναστών κλπ.
Τι διδάγματα παίρνουμε από τις γαλλικές εκλογές και την καταγραφή του Μελανσόν;
Η περίπτωση του Μελανσόν αποτελεί κατά τη γνώμη μου ένα από τα πιο ενδιαφέροντα εργαστήρια στον ευρωπαϊκό χώρο για το πώς μπορεί να βαδίσει η Αριστερά στην εποχή μας. Μια δύναμη που κατάφερε με ριζοσπαστικό πρόγραμμά να συσπειρώσει ανθρώπους από τη Σοσιαλδημοκρατία έως και την Άκρα Αριστερά. Μια δύναμη που έκανε μια εξαιρετική προσπάθειά επανανοηματοδότησης εννοιών, όπως η ελευθερία και τάχθηκε με σαφήνεια ενάντια στη βιοπολιτική, χωρίς την ίδια στιγμή να αντιταχθεί στην επιστήμη, πετυχαίνοντας στο πλαίσιο ενός προεδρικού συστήματος να εδραιωθεί ως ένας διακριτός τρίτος πόλος.