Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Είναι αυτές οι συναντήσεις. Συναντήσεις που δεν είναι προγραμματισμένες, που δεν είναι συντονισμένες. Συναντήσεις που και τα δύο μέρη δεν έχουν υπολογίσει, ούτε καν σκεφτεί πως μπορεί να προκύψουν. Τυχαία στον δρόμο, σε κάποιο μπαρ, σε κάποια μάζωξη. Και τότε πρόχειρες μικρές αναμνήσεις έρχονται στην επιφάνεια.
Παλιές στιγμές, ώρες που πέρασες με κάποιον, δεσίματα που χωρίς συγκεκριμένους λόγους δεν κατέληξαν σε φιλίες, συχνά συναπαντήματα σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο που στη συνέχεια σταμάτησαν, η επαφή μέσα από μια συγκεκριμένη εργασία που στη συνέχεια σταμάτησε. Πρόσωπα που ήρθαν και έφυγαν από τη ζωή μας χωρίς σημάδι και χωρίς αποτύπωμα, συνέχισαν παράλληλα με εμάς μια άλλη ζωή, πολλές φορές παρόμοια, πολλές φορές με άλλους κοινούς γνωστούς χαμένους και αυτούς. Άνθρωποι άλλοτε συμπαθείς και άλλοτε αδιάφοροι. Φίλοι φίλων, περαστικοί ή τυχαίοι.
Δεν είναι συναντήσεις που μας καθόρισαν, δεν είναι γνωριμίες που μας περιγράφουν. Και κάποιες φορές, ακόμα και τώρα η κουβέντα μπορεί να αποφευχθεί από ένα δήθεν βλέμμα που δεν εντόπισε τον άλλο, από μια μαγκωμένη στιγμή που δεν ξέρεις αν πρέπει να μιλήσεις στον άλλο ή δεν έχει νόημα, αν έχεις όρεξη ή αν έχει όρεξη, αν θυμάσαι το όνομα και αν αυτός ή αυτή θυμάται το όνομά σου. Μα κάποιες φορές θα μιλήσεις και συνήθως όλα θα τελειώσουν γρήγορα, με την ίδια ταχύτητα που τέλειωσε και η όποια συνάντησή σας στην όποια περίοδο της ζωής σας.
Αλλά κάποιες φορές, ειδικά αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, θα κάτσετε και θα ανταλλάξετε δυο κουβέντες, θα θυμηθείτε τους όρους της γνωριμίας και για λίγο θα τους επαναφέρετε ταυτόχρονα στην επιφάνεια. Ο ένας θα προσθέσει στην λεπτομέρεια του άλλου, γεμίζοντας με αληθοφάνεια μια στιγμή που ο χρόνος έχει ξεθωριάσει. Και τότε θα θυμηθείς. Μια ολόκληρη περίοδο της ζωής σου που έχει απομακρυνθεί. Συνήθειες και προγραμματισμούς που κόπηκαν απότομα, χωρίς να αφήσουν τίποτα πίσω. Εσένα που ήσουν κάποιος άλλος στην πορεία σου προς κάτι διαφορετικό. Και στη συνέχεια όλες τις εκδοχές του εαυτού σου που ακυρώθηκαν, για καλό ή για κακό. Τις στιγμές που έκανες τις επιλογές σου, τις στιγμές που σε καθόρισαν, τις απώλειες και τις γνωριμίες που στη συνέχεια θα σε σφράγιζαν.
Γιατί ο πραγματικός χρόνος δεν μετριέται με αριθμούς ή ημερομηνίες. Μετριέται με ανθρώπους. Με ενσαρκωμένα γεγονότα άσχετα με την σπουδαιότητά τους, απλωμένα μέσα στην μνήμη σαν σηματοδότες ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, ανάμεσα σε αυτό που συνέβη και όλα όσα θα μπορούσαν να έχουν συμβεί. Και είναι αυτά τα τυχαία πρόσωπα και οι εκ νέου τυχαίες συναντήσεις που φέρνουν αυτά τα κομμάτια του χρόνου στην επιφάνεια. Ακριβώς γιατί είχες λησμονήσει τα πρόσωπα αυτά και ακριβώς γιατί αυτά, ελεύθερα από τη θύμησή σου, κουβαλούν τον λησμονημένο σου χρόνο.
Την επόμενη φορά που θα συναντήσεις τα πρόσωπα αυτά μην τα αποφύγεις, μην συμπεριφερθείς σαν να μην τα είδες. Χαιρέτα τα, μίλα τους και αν βρεις χρόνο πιες μαζί τους μια μπύρα. Και επέτρεψε τους να σου παραχωρήσουν λίγο από τον χρόνο σου που χάθηκε μέσα στη θολή ανάμνηση, καθώς και εσύ με την σειρά σου θα τους παραχωρείς λίγο από τον δικό τους.
Πάντοτε έτσι βαδίζουμε. Όλοι μαζί. Κρατώντας ο ένας τον χρόνο του άλλου. Συμπληρώνοντας τις ψηφίδες σχεδόν άγνωστων προσώπων, ενώ άγνωστα χέρια σχηματίζουν εκ νέου το δικό μας πρόσωπο.