Με την ευκαιρία της Πρωτομαγιάς, μεταφράσαμε και παρουσιάζουμε σήμερα, με ελάχιστες περικοπές, άρθρο της Μέγκαν Ντέι με τίτλο «The Nazis stole May Day, but Socialists took it back», που δημοσιεύτηκε την περσινή Πρωτομαγιά στο καλό περιοδικό Jacobin, του οποίου η συγγραφέας είναι συνεκδότρια. (www.jacobinmag.com/2021/05/nazi-may-day-hitler-socialism).
Από τις ενδιαφέρουσες πληροφορίες που δίνει αυτό το κείμενο για τον εορτασμό αυτής της ημέρας στη Γερμανία κατά τη χιτλερική περίοδο, συγκρατήσαμε, μεταξύ άλλων, την ανακήρυξη της Πρωτομαγιάς ως εθνικής γιορτής (στην Ελλάδα η αργία της Πρωτομαγιάς νομοθετήθηκε από τη χούντα), την παρέλαση εργατών στη ναζιστική γιορτή σε οργανωμένους σχηματισμούς με επικεφαλής τους εργοδότες τους, στο όνομα της εξαφάνισης της έννοιας της ταξικής πάλης (την οποία, όπως θυμούνται οι παλιότεροι, είχε απαγορεύσει στην Ελλάδα ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης, υπουργός Εργασίας των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων Καραμανλή), και την απαγόρευση του ύμνου της Διεθνούς (όπως συμβαίνει στην Ουκρανία από το 2015). Αυτά τα λίγα, και τώρα ας πάμε όλες και όλοι στις διαδηλώσεις για την εργατική Πρωτομαγιά.
Χ.Γο.
Σήμερα γιορτάζουμε την Πρωτομαγιά με κόκκινες σημαίες, υψωμένες γροθιές και τραγούδια αλληλεγγύης, όπως κάνουν οι σοσιαλιστές εδώ και πολλές γενιές. Αυτές οι παραδόσεις διατηρούνται από την αρχή της γιορτής στον ύστερο δέκατο ένατο αιώνα, αλλά όχι χωρίς διακοπές.
Στη Γερμανία της δεκαετίας του 1930, η Πρωτομαγιά γιορτάστηκε στη σκιά της σβάστικας. Η επιβίωση της γιορτής μετά από αυτήν την αναίσχυντη απόπειρα φασιστικού σφετερισμού ενισχύουν τη σημασία τής συνέχισής της μέχρι σήμερα.
Απομάκρυνση από την «εσφαλμένη» αντίληψη
Την 1η Μαΐου 1933, ο Αδόλφος Χίτλερ στάθηκε μπροστά σε ένα πλήθος πεντακοσίων χιλιάδων ανθρώπων που είχαν συγκεντρωθεί στο αεροδρόμιο Τέμπελχοφ του Βερολίνου. Ο καιρός ήταν ζεστός και ηλιόλουστος, αυτός που οι Ναζί αποκαλούσαν «καιρό Χίτλερ», επειδή οι δημόσιες ομιλίες του συχνά συνέπιπταν με τέτοιες ευχάριστες ημέρες. Στο πλήθος βρίσκονταν εργάτες, εργοδότες, συνδικαλιστικοί ηγέτες και απλοί θεατές που πλήρωσαν είσοδο για να παρακολουθήσουν το μεγάλο γεγονός. Πίσω από τον Χίτλερ κρέμονταν έξι τεράστιες ναζιστικές πανό-σημαίες, ένα θεατρικό και επιβλητικό σκηνικό που είχε σχεδιάσει ο ναζιστής αρχιτέκτονας Άλμπερτ Σπέερ.
Δύο μήνες πριν, ο Χίτλερ είχε περάσει από το κοινοβούλιο το Διάταγμα για τον Εμπρησμό του Ράιχσταγκ, αναστέλλοντας τις πολιτικές ελευθερίες ως πρόσχημα για την εξουδετέρωση της σοσιαλιστικής αντιπολίτευσης. Το διάταγμα απαγόρευε το δικαίωμα των δημόσιων συναθροίσεων και ουσιαστικά καθιστούσε παράνομη την αριστερή αντίσταση. Τα μέλη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και του Κομμουνιστικού Κόμματος είχαν ήδη σταλεί στο νεόκτιστο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου, όπου είχαν αναγκαστεί να ποζάρουν για εξευτελιστικές φωτογραφίες κρατώντας πλακάτ που έγραφαν: «Είμαι άτομο με ταξική συνείδηση».
Επιπλέον ήταν σε εξέλιξη ένας εορτασμός της Πρωτομαγιάς, ενορχηστρωμένος από τον ίδιο τον Χίτλερ.
Μια ημέρα μίσους
Στη Γερμανία, όπως και αλλού, η Πρωτομαγιά ήταν, από το 1890, μια γιορτή των σοσιαλιστών και του εργατικού κινήματος. Οι εορτασμοί υπογράμμιζαν την ανάγκη της εργατικής τάξης όλων των εθνών να ενωθεί σε έναν κοινό αγώνα ενάντια στους καπιταλιστές και συχνά έπαιρναν τη μορφή μαζικών στάσεων εργασίας και συγκεντρώσεων με μαχητικούς ομιλητές. Αλλά αυτή η Πρωτομαγιά, ανακοίνωσε ο Χίτλερ, θα σηματοδοτούσε μια μόνιμη απομάκρυνση από αυτή την εσφαλμένη αντίληψη της γιορτής.
Επί αιώνες, είπε ο Χίτλερ σε μια ομάδα Γερμανών νέων κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας του πριν από τη συγκέντρωση, η πρώτη ημέρα του Μάη σηματοδοτούσε τον ερχομό της άνοιξης και γιορταζόταν με παραδοσιακές λαϊκές γιορτές σε όλη τη Γερμανία και την υπόλοιπη Ευρώπη. Όμως οι σοσιαλιστές είχαν σφετεριστεί αυτή την ψυχωφελή περίσταση και την είχαν θέσει στην υπηρεσία διχαστικών και κακόβουλων σκοπών. «Η ημέρα της νέας ζωής και της ελπιδοφόρας χαράς μετατράπηκε σε ημέρα διαμάχης και σύγκρουσης στο εσωτερικό της χώρας», είπε. Αποκάλεσε την Πρωτομαγιά «ημέρα μίσους».
Ο Χίτλερ εξέφρασε την πρόθεσή του να αποσπάσει τη γιορτή από τα νύχια των ριζοσπαστών που είχαν διαστρεβλώσει το νόημά της, στρέφοντας το έναν Γερμανό εναντίον του άλλου, ενώ θα έπρεπε να γιορτάζουν την κοινή κληρονομιά και τις παραδόσεις τους. «Το σύμβολο της ταξικής σύγκρουσης», είπε, «της ατέλειωτης σύγκρουσης και της διχόνοιας, γίνεται τώρα και πάλι σύμβολο της μεγάλης ενότητας και του εθνικού ξεσηκωμού».
Διαταξική ενότητα; Όχι ευχαριστώ
Στηριγμένη σ’ αυτή τη θέση η κυβέρνηση του Χίτλερ ανακήρυξε την Πρωτομαγιά εθνική εορτή, κάτι που δεν είχε κάνει πριν από αυτή η κυβέρνηση της Βαϊμάρης. Μετά τη μετονομασία της σε Ημέρα της Εθνικής Εργασίας, η συγκεκριμένη περίσταση αποσπάστηκε από τις εργατικές ενώσεις που συνδέονταν με την ταξική πάλη και συνδέθηκε με τη φασιστική ιδεολογία του Τρίτου Ράιχ.
Επιλέχθηκε ένα νέο σύνθημα για τη γιορτή, το οποίο φαινομενικά εξήρε την εργατική τάξη χωρίς να ενθαρρύνει την ταξική σύγκρουση: «Τιμήστε την εργασία και σεβαστείτε τον εργάτη». Ο Χίτλερ τόνισε ότι η επανασχεδιασμένη γιορτή θα τιμούσε τους γερμανούς εργάτες και ταυτόχρονα θα εκπροσωπούσε τη διαταξική γερμανική ενότητα, με τα εξής λόγια: «Είναι απαραίτητο να μάθουμε σε κάθε κοινωνική κατηγορία και τάξη τη σημασία των άλλων κοινωνικών κατηγοριών και τάξεων».
Αντιπροσωπείες εργαζομένων ήταν παρούσες στη συγκέντρωση στο αεροδρόμιο Τέμπελχοφ, αν και δεν είχαν πάει εκεί με το πνεύμα της αντίστασης στην τυραννία των αφεντικών τους, όπως τις προηγούμενες Πρωτομαγιές. Αντίθετα, η παρουσία τους είχε προσχεδιαστεί από τη ναζιστική κυβέρνηση και διαδήλωσαν σε οργανωμένους σχηματισμούς που επικεφαλής τους ήταν οι εργοδότες τους.
Παρόντες ήταν, επίσης, συνδικαλιστικοί ηγέτες που είχαν καιροσκοπικά συμμαχήσει με τους ναζί όταν η μοίρα των αριστερών κομμάτων άρχισε να ξεθωριάζει. Ο Χίτλερ τους είχε μεταφέρει αεροπορικώς στο Βερολίνο από όλη τη χώρα και τους υποδέχτηκε προσωπικά με την εξής διαβεβαίωση: «Θα δείτε πόσο αναληθής και άδικη είναι η άποψη ότι η επανάσταση στρέφεται εναντίον των Γερμανών εργατών».
Ο υπουργός προπαγάνδας του Τρίτου Ράιχ, Γιόζεφ Γκέμπελς, ήταν ακόμη πιο ειλικρινής από τον Χίτλερ σχετικά με την πρόθεση των ναζί να αντικαταστήσουν το σοσιαλιστικό όραμα της Πρωτομαγιάς με ένα φασιστικό, λέγοντας:
«Σε μια μέρα που σε παλιότερες εποχές ακούγαμε το κροτάλισμα των πολυβόλων και τα εμπνευσμένα από μίσος τραγούδια της ταξικής πάλης και της Διεθνούς, σ’ αυτό το πρώτο έτος της κυβέρνησης του Χίτλερ, ο γερμανικός λαός είναι παρών σε μια συγκέντρωση με ομόφωνη, ακλόνητη πίστη στο κράτος, τον λαό (Volk) και το γερμανικό έθνος στο οποίο όλοι ανήκουμε».
Όταν εκείνο το βράδυ ο Γκέμπελς επέστρεψε στο σπίτι του έγραψε στο ημερολόγιό του: «Αύριο θα καταλάβουμε τα σπίτια των συνδικάτων. Κανείς δεν μπορεί να περιμένει αντίσταση από πουθενά».
Στις 2 Μαΐου του 1933, την επομένη της πρώτης ναζιστικής Πρωτομαγιάς, οι μελανοχίτωνες εισέβαλαν στα γραφεία των συνδικάτων της χώρας, κατάσχεσαν τα κεφάλαιά τους και συνέλαβαν τα στελέχη τους. Από εκεί και μετά τα ανεξάρτητα συνδικάτα απαγορεύτηκαν στο Τρίτο Ράιχ. Αντικαταστάθηκαν από το Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο, η σημαία του οποίου απεικόνιζε ένα βιομηχανικό σύμβολο που περιέβαλε μια σβάστικα.
Μαγιόξυλα και σβάστικες
Πάντοτε η πρακτική των ναζί ήταν να απευθύνονται στους γερμανούς εργάτες οικειοποιούμενοι τις σοσιαλιστικές παραστάσεις και τη σοσιαλιστική ρητορική. Αυτή η στρατηγική εξηγεί πώς, παρά το γεγονός ότι ήταν θεμελιωδώς αντισοσιαλιστές και είχαν χυδαίες αντισυνδικαλιστικές αντιλήψεις, κατέληξαν να αυτοαποκαλούνται Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα.
Αρχικά, η Πρωτομαγιά δεν ήταν διαφορετική. Η φασιστική κυβέρνηση έφτιαξε αφίσες και καρτ-ποστάλ που απεικόνιζαν εργάτες να κρατούν εργαλεία και να στέκονται μπροστά σε σιλό εργοστασίων, μαζί φυσικά με ναζιστικά σύμβολα. Το 1934, το Τρίτο Ράιχ εξέδωσε, ακόμη, νομίσματα που προκαλούσαν ιδεολογική σύγχυση, που είχαν επάνω τους τη σβάστικα και τον αετό Ράιχσαντλερ μαζί με το σφυροδρέπανο.
Αλλά η πρόθεση οικειοποίησης από τους ναζί της Πρωτομαγιάς ήταν πάντοτε η απαγκίστρωσή της από τις σοσιαλιστικές (εργατικές) ενώσεις. Το 1934, η Πρωτομαγιά ονομάστηκε Εθνική Γιορτή του Γερμανικού Λαού. Ολοένα και περισσότερο, το επίσημο υλικό της γιορτής απεικόνιζε Γερμανίδες και Γερμανούς να χορεύουν γύρω από μαγιόξυλα που είχαν επάνω τους σβάστικες, φορώντας τις παραδοσιακές στολές ντριρντλ και άλλες λαϊκές ενδυμασίες.
Τα μαγιόξυλα και άλλες δενδρόβιες παραστάσεις είναι συνδεδεμένες εδώ και πολλά χρόνια με την επαναστατική αριστερή πολιτική, τουλάχιστον από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά, και εμφανίζονται συχνά στη βρετανική σοσιαλιστική τέχνη, συμπεριλαμβανομένης της τέχνης της Πρωτομαγιάς. Όμως, στη ναζιστική περίπτωση τα μαγιόξυλα, τα στεφάνια και οι γιρλάντες είχαν σκοπό να θυμίζουν την ιδιαίτερη σύνδεση των εθνικά καθαρών Γερμανών με τη γερμανική ιστορία και τη γερμανική γη, ένας ρομαντικός εθνο-εθνικισμός που συνέδεε τις μυστικιστικές έννοιες της φυλής και της φύσης, του αίματος και του εδάφους. Σε συνδυασμό με τα ναζιστικά διακριτικά, δημιουργήθηκε ο λαός (Folk).
Στη διατριβή του «Φεστιβάλ και το Τρίτο Ράιχ» ο Γουίλιαμ Γουίλσον αναφέρει ότι υπήρχαν τρεις επίσημες εκδηλώσεις που «παρείχαν στο καθεστώς το ετήσιο εθνικό πλαίσιο εορτασμού του»: οι κομματικές συγκεντρώσεις στη Νυρεμβέργη, οι εορτασμοί της 1ης Μαΐου σε όλη τη χώρα, με τον μεγαλύτερο από αυτούς να πραγματοποιείται κάθε χρόνο στο Βερολίνο στο αεροδρόμιο Τέμπελχοφ, και το φεστιβάλ της συγκομιδής που γινόταν στην Κάτω Σαξονία σε ημερομηνία κοντά στην Ημέρα των Ευχαριστιών.
Το φεστιβάλ της συγκομιδής ήταν για τους γερμανούς αγρότες ό,τι ήταν ο νέος εορτασμός της Πρωτομαγιάς για τους γερμανούς εργάτες. Ο στόχος και στις δύο περιπτώσεις ήταν το ναζιστικό πρόγραμμα να προσελκύσει βασικά τμήματα του πληθυσμού που στη συνέχεια θα ενσωματώνονταν σ’ αυτό που οι ναζί αποκαλούσαν «εθνική κοινότητα»
Οι ναζιστικοί εορτασμοί της Πρωτομαγιάς περιλάμβαναν «μια πληθωρική επίδειξη σημαιών, λαβάρων και πρασινάδας, καθώς και ομιλίες, παρελάσεις και ραδιοφωνικές εκπομπές από το Βερολίνο.» Είχαν επίσης μεγάλα δημόσια συμπόσια με δωρεάν φαγητό και ποτό, τα οποία προσέλκυαν τις μάζες, ακόμη και εκείνες που δεν ήταν ιδιαίτερα γοητευμένες από τη ναζιστική ιδεολογία. Αυτές περιλάμβαναν και τους εργάτες, οι οποίοι θεωρητικά εξακολουθούσαν να τιμώνται από αυτές τις εθνο-εθνικιστικές εορταστικές εκδηλώσεις, αλλά δεν ξεχείλιζαν και τόσο από φασιστικό ενθουσιασμό.
Για ένα βαρέλι μπίρα
Η νέα Πρωτομαγιά ήταν δημοφιλής στη γερμανική μικροαστική τάξη, αλλά το 1935 οι αξιωματούχοι του Ράιχ είχαν απογοητευτεί από την αποτυχία της στρατηγικής τους να χρησιμοποιήσουν αυτή τη γιορτή για να ενσωματώσουν τους εργάτες στην εθνική κοινότητα.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, οι εργάτες υποχρεώνονταν όλο και περισσότερο από τους εργοδότες τους να συμμετέχουν στους εορτασμούς της Πρωτομαγιάς. Αυτοί που εμφανίζονταν εθελοντικά έδειχναν να ενδιαφέρονται πρωτίστως να φάνε και να πιούν, όχι να αποθεώσουν τον Χίλτερ ή να ακούσουν με προσοχή τις ομιλίες του Φύρερ που μεταδίδονταν από το Βερολίνο.
Το 1938, ο πόλεμος ήταν στον ορίζοντα, το ηθικό ήταν πεσμένο και η εθνική διάθεση νευρική και ασταθής. Η λαϊκή συμμετοχή στους ναζιστικούς εορτασμούς της Πρωτομαγιάς είχε αρχίσει να μειώνεται. Επίσημες αναφορές σημείωναν ότι πολλοί Γερμανοί θεωρούσαν τους καιρούς «πολύ σοβαρούς για τέτοιες γιορτές». Δεν ήταν μόνο οι απολίτικοι εργάτες που έχαναν το ενδιαφέρον τους για τη ναζιστική Πρωτομαγιά, στον βαθμό που είχαν ενδιαφερθεί αρχικά. Μετά από πέντε χρόνια με σβάστικες και μαγιόξυλα, η καινοτομία είχε εξαντληθεί ακόμη και για τους πιο ένθερμους οπαδούς του καθεστώτος, που η προσοχή τους είχε πια αποσπαστεί λόγω της πολυπλοκότητας της ζωής στο Τρίτο Ράιχ και της επιδεινούμενης διεθνούς κατάστασης.
Η κυβέρνηση του Χίτλερ συνέχισε να ενθαρρύνει τους εορτασμούς της Πρωτομαγιάς σε όλη τη διάρκεια των πρώτων ετών του πολέμου, αλλά η κλίμακα τους μειώθηκε δραστικά. Σε πολλές περιπτώσεις, οι εορταστικές εκδηλώσεις μεταφέρθηκαν από τους δρόμους στα εργοστάσια, και ήταν απλώς η αφορμή για να δίνουν οι εργοδότες ένα βαρέλι μπίρα στους εργάτες. Ακόμα και σ’ αυτήν την περίπτωση, συνήθως έπρεπε να ασκηθεί πίεση στους εργάτες για να είναι παρόντες.
Η καμπάνα του θανάτου για τη ναζιστική Πρωτομαγιά χτύπησε το 1942, όταν το καθεστώς ανέβαλε τη γιορτή της 1ης Μαΐου για να μη διακοπεί η παραγωγή εν καιρώ πολέμου. Μεταφέρθηκε σε ένα σαββατοκύριακο και πέρασε σχετικά απαρατήρητη. Τα μαγιόξυλα με τις σβάστικες είχαν ήδη αρχίσει να εξαφανίζονται. Τώρα ακόμα και οι απελπισμένες κρασοκατανύξεις στα εργοστάσια έφταναν στο τέλος τους.
Μια διεθνής υπόθεση
Η αριστερή αντιπολίτευση στο Τρίτο Ράιχ κατεστάλη σχεδόν σε σημείο ανυπαρξίας. Το Νταχάου ήταν εκεί και περίμενε τους πολιτικούς κρατούμενους. Οι διαφωνούντες που εξέφραζαν δημόσια τις απόψεις τους έθεταν τους εαυτούς τους σε κίνδυνο.
Παρ’ όλα αυτά, τα πρώτα χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ, είχαν διατηρηθεί στη Γερμανία κάποια αποδιοργανωμένα και αποκεντρωμένα παράνομα σοσιαλιστικά δίκτυα. Απομονωμένοι πυρήνες μαρξιστών, με τα περιορισμένα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους, αναλάμβαναν περιστασιακά το έργο να υπενθυμίζουν στους εργάτες τις μαρξιστικές καταβολές της Πρωτομαγιάς.
Οι πιο τολμηροί ήταν στο Βερολίνο, όπου τα πρώτα χρόνια του Ράιχ οι σοσιαλιστές κρέμασαν κάποια αντιναζιστικά πανό στους δρόμους και μοίρασαν στα εργοστάσια φυλλάδια που εξηγούσαν το πραγματικό νόημα της γιορτής. Μη μπορώντας να πραγματοποιήσουν συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις, τιμούσαν τη γιορτή διοργανώνοντας «συγκεντρώσεις για καφέ και συζήτηση», παρατηρεί ο Γουίλσον. Έχοντας τον φόβο να τραγουδήσουν την Διεθνή μήπως ακουστούν, τραγουδούσαν απολίτικα τραγούδια για να κρατούν ψηλά το ηθικό τους.
Καθώς περνούσαν τα χιτλερικά χρόνια, οι κηδείες για συντρόφους που είχαν σκοτωθεί από τους ναζί ήταν μια από τις ελάχιστες μορφές ανοιχτής συνάθροισης που είχαν στη διάθεσή τους οι σοσιαλιστές, με τους πολιτικούς τους λόγους να εκφωνούνται πια μόνο ως επικήδειοι. Σε μια κηδεία στο Αμβούργο, ένας πρώην ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος εκφώνησε έναν συγκλονιστικό λόγο που είχε ως αποτέλεσμα οι τρακόσιοι παρευρισκόμενοι σοσιαλιστές να υψώσουν τις γροθιές τους, φωνάζοντας «Ελευθερία!». Η Γκεστάπο αντιλήφθηκε αυτήν την πρακτική και έκτοτε σε διάφορες κηδείες άρχισε να συλλαμβάνει σοσιαλιστές.
Αυτή η μέρα μας ανήκει
Στο τέλος του 1936, ενός έτους κατά το οποίο έντεκα χιλιάδες Γερμανοί συνελήφθησαν για «παράνομη σοσιαλιστική δραστηριότητα», δεν μπορούσε πια να μιλήσει κανείς για μια ισχυρή εσωτερική αριστερή αντιπολίτευση. Αλλά η Πρωτομαγιά είναι μια διεθνής υπόθεση. Είχε υποβαθμιστεί και είχε στολιστεί με σβάστικες στη Γερμανία, αλλά σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο εξακολουθούσε να χαρακτηρίζεται ως σοσιαλιστικό γεγονός, ως ημέρα μαζικής αντίστασης στην εκμετάλλευση και την καταπίεση.
Αυτό εξακολουθούσε να ισχύει στην περιφέρεια της διευρυμένης επικράτειας του Ράιχ, πέρα από τα παλιά γερμανικά σύνορα. Το 1944, Εβραίοι σοσιαλιστές την γιόρτασαν στο γκέτο της Βαρσοβίας. Ένας από αυτούς που συμμετείχαν σ’ αυτή τη γιορτή θυμήθηκε:
«Ποτέ άλλοτε δεν είχε ακουστεί η Διεθνής σε συνθήκες τόσο διαφορετικές, τόσο τραγικές, σε ένα μέρος όπου ένα ολόκληρο έθνος είχε αφανιστεί και συνέχιζε να αφανίζεται. Τα λόγια και η μουσική αντηχούσαν μέσα στα απανθρακωμένα ερείπια και αποτελούσαν, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, μια ένδειξη ότι η σοσιαλιστική νεολαία εξακολουθούσε να αγωνίζεται στο γκέτο και ότι ακόμα και μπροστά στον θάνατο δεν εγκατέλειπε τα ιδανικά της».
Αυτός ο εορτασμός της Πρωτομαγιάς διαδραματίστηκε κατά τη διάρκεια της εξέγερσης στο γκέτο της Βαρσοβίας, όταν νεαροί Εβραίοι αγωνιστές πήραν τα όπλα και ξεκίνησαν μια αιματηρή εκστρατεία αντεκδίκησης εναντίον των στρατιωτών της Βέρμαχτ και των SS που τους είχαν φυλακίσει και τρομοκρατήσει, έχοντας επίσης δολοφονήσει τους φίλους και τις οικογένειές τους. Σ’ αυτήν την περίπτωση το αρχικό πνεύμα της Πρωτομαγιάς ήταν ζωντανό και ακμαίο, καθώς οι καταπιεσμένοι άνθρωποι ξεσηκώθηκαν ενάντια στους καταπιεστές τους - σαν να ήθελαν να πουν: «Αυτή η μέρα ανήκει σ’ εμάς, όχι σ’ εσάς».
Το 1945, το Τρίτο Ράιχ έφτασε στο τέλος του, και μαζί του οι προσπάθειές του να σφετεριστεί και να εξαφανίσει τον σοσιαλισμό. Η Πρωτομαγιά επέζησε του ναζιστικού καθεστώτος. Σήμερα, συμμετέχοντας στους εορτασμούς, ας πενθήσουμε για εκείνους τους σοσιαλιστές που οι ζωές τους χάθηκαν από τη ναζιστική καταστολή. Και ας γιορτάσουμε το γεγονός ότι η σοσιαλιστική εκδοχή της Πρωτομαγιάς επέζησε της φασιστικής.
Μετάφραση: Χάρης Γολέμης