Οι εργαζόμενοι στις προβλήτες II και ΙΙΙ της Cosco συνεχίζουν, όπως άλλωστε είχαν προγραμματίσει, τις κινητοποιήσεις τους, αφού η διοίκηση της εταιρείας εξακολουθεί να παίζει …κρυφτό.
Η αντιπρόταση που κατατέθηκε πριν από λίγες ημέρες από την πλευρά της διοίκησης, προέβλεπε μόνο αυξήσεις στις αποδοχές και αυτές ελάχιστα πάνω από τον τρέχοντα πληθωρισμό, στο μάξιμουμ δηλαδή 10%. Ωστόσο, χωρίς να υποτιμά κανείς το καθαρά οικονομικό σκέλος, οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν μία σειρά από άλλα προβλήματα, τα οποία οι τοποτηρητές της κινεζικής εταιρείας εξακολουθούν να κάνουν ότι δεν υπάρχουν.
Είναι δυνατόν εν έτει 2022 οι εργαζόμενοι στο λιμάνι να μην πληρώνονται βαρέα και ανθυγιεινά; Είναι δυνατόν να μην καταβάλλονται οι επιπλέον προσαυξήσεις της νυχτερινής εργασίας; Νοείται να μην πληρώνονται το 75% της προσαύξησης, όταν εργάζονται Κυριακές και αργίες;
Και όμως, με νομικά τερτίπια και δημιουργική λογιστική όλα τα προηγούμενα χρόνια η διοίκηση της Cosco απέφευγε όλα τα σχετικά κόστη. Και ακόμα και τώρα, που το σωματείο βάζει επιτακτικά τα εν λόγω ζητήματα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, η Cosco σφυρίζει αδιάφορα, επιχειρώντας, όπως όλα δείχνουν, να κερδίσει χρόνο.
Πόσο χρόνο; Θα δείξουν οι αμέσως επόμενες ημέρες. Οι εργαζόμενοι θα λάβουν πάντως κανονικά μέρος στη μεγάλη απεργιακή κινητοποίηση της 1ης Μαΐου, θα δώσουν το μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν τον αγώνα τους χωρίς χειροπιαστά κέρδη και θα περιμένουν μία πιθανή ρελάνς της διοίκησης, η οποία αυτή τη φορά δεν θα αφορά μόνο τις αποδοχές τους, αλλά και τα εν γένει δικαιώματά τους.
Οι πληροφορίες που υπάρχουν μέχρι στιγμής αναφέρουν ότι η αντιπρόταση θα παραδοθεί επισήμως στους εργαζόμενους μέχρι και τις 6 Μαΐου, οπότε μέχρι τότε δεν προβλέπονται θεαματικές εξελίξεις, εκτός και αν ξαφνικά η εταιρεία σκληρύνει τη στάση της.
Το γεγονός πάντως ότι οι εργαζόμενοι επιμένουν και επαναλαμβάνουν τις κινητοποιήσεις, σημαίνει ότι στις γραμμές τους υπάρχει αποφασιστικότητα και κίνητρο να συνεχίσουν. Ο φόβος έχει «σπάσει» και αυτό δεν ήταν εύκολο να κατακτηθεί, παρά τις πρόσφατες συνδικαλιστικές νίκες σε «δύσκολους» χώρους, όπως οι διανομείς, οι οποίες σημειωτέον ήρθαν με τεράστια κοινωνική στήριξη, ιδίως από τη νέα γενιά.
Επίσης, ο απεργιακός πυρετός ίσως να μην είναι εντελώς άσχετος με το γεγονός ότι αν και βρισκόμαστε στην αρχή της τουριστικής σεζόν, 50.000 θέσεις εργασίας στη βαριά βιομηχανία της χώρας παραμένουν κενές. Φαίνεται ότι οι χαμηλά αμειβόμενες δουλειές, με τις άθλιες συνθήκες εργασίας δεν επιλέγονται πλέον ούτε από τους νέους, που προτιμούν να εξαντλήσουν τις δυνατότητες να βρουν κάτι καλύτερο, από το να εξοντωθούν στα τουριστικά κάτεργα καθ' όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού.
Η συνειδητοποίηση της δύναμής τους, η αναγνώριση ότι ο κόμπος έχει φτάσει πλέον στο χτένι, αλλά και οι διαρκώς επιδεινούμενες οικονομικές συνθήκες, φέρνουν τους εργαζόμενους του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα σε κατάσταση αγωνιστικής εγρήγορσης. Στο λιμάνι ιδιαίτερα, ο κόσμος που βρίσκει μεροκάματο γνωρίζει άριστα ότι η Cosco καταγράφει επί σειρά ετών τεράστια κέρδη, ελέγχοντας το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας και η γνώση αυτή λειτουργεί ως αγωνιστικό «λίπασμα».
Εννοείται ότι μέσα στις τάξεις των εργαζόμενων μπορεί να καταγράφονται διαφορετικές απόψεις ως προς τον τρόπο και την τακτική της δράσης, ωστόσο, αν και οι εν γένει περιστάσεις είναι εξαιρετικά πιεστικές, ολοένα και περισσότερος κόσμος παρουσιάζεται αποφασισμένος να διεκδικήσει δυναμικά όσα του ανήκουν.
Σ’ αυτό παίζει αναμφισβήτητα ρόλο και το εν γένει πολιτικό κλίμα που διαμορφώνεται τον τελευταίο μήνα. Οι κυβερνητικές παλινωδίες, οι εξοργιστικές δηλώσεις, η αδράνεια στα φαινόμενα ληστρικής αισχροκέρδειας στους λογαριασμούς ενέργειας, έχουν θυμώσει τον κόσμο, ο οποίος αφού παρέμεινε επί δύο και πλέον χρόνια μέσα στο τούνελ της πανδημίας, περίμενε ότι θα μπορούσε να κάνει στη ζωή του μία νέα, αισιόδοξη αρχή. Συμβαίνει όμως το ακριβώς αντίθετο, την ίδια ώρα που ο παράγοντας της ενσυναίσθησης απουσιάζει εντελώς από το κυβερνητικό στρατόπεδο.
Οι λιμενεργάτες της Cosco παίρνουν, λοιπόν, τη σκυτάλη από άλλους εργαζόμενους, οι οποίοι στο πρόσφατο παρελθόν βροντοφώναξαν ότι δεν πάει άλλο. Μεταξύ τους και αυτοί τους οποίους η εταιρεία αντιμετωπίζει ως εργαζόμενους εξαιρετικά μειωμένων δικαιωμάτων. Αυτούς, δηλαδή, που υπογράφουν συμβάσεις ορισμένου χρόνου και κάνουν μέχρι 16 μεροκάματα το μήνα. Αυτούς που κοντολογίς έχουν μισή δουλειά, άρα και μισή ζωή, όπως χαρακτηριστικά τονίζουν. Οι πιεστικές υποχρεώσεις όμως δεν «κόβονται» στη μέση, ούτε και οι λογαριασμοί. Η οργή είναι συναίσθημα που η κυβέρνηση δείχνει να αγνοεί, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τα προβλήματα. Σ’ αυτό τη μιμούνται και οι πανίσχυροι εργοδότες φίλοι της.