Τα αριστερά κόμματα στην Ευρώπη, κατά την περίοδο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, εξελίχθηκαν σε συνθήκες που τις χαρακτήριζαν η κατάρρευση του γοήτρου του σοβιετικού κόσμου, αφενός, και η εδραίωση της γοητείας κατά την «ένδοξη τριακονταετία» των παραλλαγών ενός καπιταλιστικού προτύπου, που γνώρισε πρωτόγνωρες επιτυχίες. Το πρότυπο αυτό, που οι διάφορες εκδοχές του απέκτησαν τα χαρακτηριστικά ενός σοσιαλδημοκρατικού προτύπου, ήταν το αποτέλεσμα των δυνατοτήτων ταχείας συσσώρευσης κεφαλαίου, κατά την περίοδο αυτή, αλλά και της προθυμίας τόσο του κεφαλαίου, όσο και των εκπροσωπήσεων του κόσμου της εργασίας για σύναψη ενός κοινωνικού συμβολαίου, το οποίο οδήγησε στην αύξηση της απασχόλησης, της κοινωνικής προστασίας και του βιοτικού επιπέδου των μισθωτών.
Το πρότυπο αυτό διαμόρφωσε για πρώτη φορά μια κοινωνικά γοητευτική εκδοχή του καπιταλισμού και για τις «μεσαίες» και μαζικές κατηγορίες των μισθωτών αποτέλεσε έναν ορίζοντα που παρέμεινε για όλη την περίοδο αυτή επιθυμητός. Όσο μάλιστα επιβίωναν και αυξανόταν οι θέσεις διανοητικής εργασίας, αποτελούσαν τη δεξαμενή των «οργανικών διανοουμένων» του συστήματος. Οι αντίστοιχες κατηγορίες στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο, δεν ασκούσαν καμία γοητεία, ούτε από την άποψη των συνθηκών ζωής τους, ούτε και από την άποψη των γνωσιακών ή τεχνολογικών ικανοτήτων τους. Με εξαίρεση τεχνολογικά προχωρημένες νησίδες, που δεν μπορούσαν να αποτελέσουν τον κανόνα, ούτε από την άποψη του βιοτικού επιπέδου, αλλά και από την άποψη των τεχνολογικών και οικονομικών επιδόσεων.
Το σπάσιμο του προσωπείου
Η εξάντληση των δυνατοτήτων μιας καπιταλιστικής συσσώρευσης ικανής να εξασφαλίσει την επιβίωση του κοινωνικού συμβολαίου, και να αναγνωρίσει θεσμικά την επέκταση του διανοητικού περιεχομένου της εργασίας σε όλο και περισσότερες κατηγορίες μισθωτών, αντιμετωπίστηκε από το κεφάλαιο με την υιοθέτηση του νεοφιλελεύθερου προτύπου με τα εξής χαρακτηριστικά:
-
την εξατομίκευση και αποδυνάμωση οργανωτικά του πλήθους της μισθωτής εργασίας,
-
την ενίσχυση μέσω της καλύτερης αμοιβής, και άλλων προνομίων, των μισθωτών με διοικητικά και οργανωτικά καθήκοντα και ρόλο στην εξέλιξη της τεχνολογίας,
-
την εξάρτηση σε μεγάλο βαθμό της κερδοφορίας του κεφαλαίου από την αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος της εργασίας,
-
την εξάρτηση της συντήρησης της μεγέθυνσης από τον δανεισμό.
Η υιοθέτηση του νεοφιλελεύθερου προτύπου οδήγησε στην καθιέρωση της αδυναμίας ή άρνησης των πολιτικών ηγεσιών που υιοθετούν νεοφιλελεύθερες πολιτικές σε ό,τι αφορά την επιβίωση και ασφαλή διαβίωση του πληθυσμού. Γίνεται αποδεκτή, αν δεν οικοδομείται, η ανασφάλεια όχι μόνο για το βιοτικό επίπεδο, αλλά και για την προστασία της υγείας, και την εξασφάλιση της αναπαραγωγής ενός βιώσιμου περιβάλλοντος.
Κατά την «ένδοξη τριακονταετία» επιτεύχθηκε μια συμπόρευση της διαδικασίας συσσώρευσης κεφαλαίου και της ικανοποίησης σε μεγάλο βαθμό των αναγκών της κοινωνίας. Το νεοφιλελεύθερο πρότυπο έχει αποδεσμεύσει αυτές τις δύο διαδικασίες και έχει μάλιστα θυσιάσει τη δεύτερη προς όφελος της πρώτης, παρά τις ασθενείς ή προβληματικές επιδόσεις της. Η επιστροφή σε ένα καθεστώς που έχει ως στόχο την ικανοποίηση των αναγκών του πληθυσμού, δεν μπορεί να βασιστεί στις ελληνικές συνθήκες σε μια ασθενή διαδικασία αύξησης του προϊόντος και σε στασιμότητα της συσσώρευσης. Η μόνη κατεύθυνση που μπορεί να καλύπτει αυτές τις ανάγκες, είναι η υιοθέτηση των μεθόδων του σχεδιασμού, που επιδιώκουν την αξιοποίηση παραγωγικών δυνατοτήτων, πόρων και ανθρώπινων ικανοτήτων. Πρόκειται για μεθόδους που δεν μπορούν να βασιστούν σε ένα λειτουργικό και αποτελεσματικό θεσμικό πλαίσιο, παρά από τη στιγμή που εξασφαλίζεται η δημοκρατική συμμετοχή της κοινωνίας, ικανή να επιτύχει τον ορισμό και την ικανοποίηση αυτών των αναγκών.
Αλληλέγγυα οργάνωση της παραγωγής
Ο διαχωρισμός του κόσμου της εργασίας ανάμεσα στην πλειοψηφία των επισφαλών και άνεργων μισθωτών και τους καλά αμειβόμενους κατόχους διοικητικών, οργανωτικών και τεχνολογικών γνώσεων, μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να ξεπεραστεί με τη δημιουργία ισχυρών συνδικαλιστικών οργανώσεων. Για την πολιτική και οργανωτική συγκρότηση του κόσμου της εργασίας, η μόνη προοπτική είναι η ταυτόχρονη δημιουργία θεσμών αλληλέγγυας οργάνωσης της παραγωγής και δημιουργία θεσμών συλλογικού σχεδιασμού των αναπαραγωγικών αναγκών της κοινωνίας. Και οι δύο αυτές κατηγορίες θεσμών θα επιτρέψουν να τεθούν υπό δημοκρατικό λαϊκό έλεγχο οι δημόσιες δραστηριότητες παραγωγής, προσφοράς κοινωνικών υπηρεσιών και προστασίας του περιβάλλοντος, αποφεύγοντας τη δημιουργία προνομιούχων κρατικών γραφειοκρατιών.
Αυτή η διαδικασία δημιουργίας νέων θεσμικών λειτουργιών, απαιτεί οργανωτικές και γνωσιακές αλλαγές αρκετά σημαντικότερες από αυτές που είχαν σχεδιαστεί την εποχή των μεγάλων προλεταριακών συγκεντρώσεων. Η επεξεργασία των στόχων είναι προϋπόθεση των θεσμικών αλλαγών και επομένως οι γνωσιακές λειτουργίες των πολιτικών συσπειρώσεων προηγούνται των θεσμικών αλλαγών, όσο κι αν το ζητούμενο είναι οι κοινωνικές συσπειρώσεις στη βάση της κοινωνίας. Η «γενική διάνοια» είναι μια πραγματικότητα που ευνοεί τόσο την επεξεργασία ενός σχεδιασμού, όσο και τη συγκρότηση των θεσμικών του στόχων, αν και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί το άθροισμα ολοκληρωμένων γνωσιακών δυνατοτήτων, αλλά μια γνωσιακή βάση που επιτρέπει τη δημιουργία θεσμών σχεδιασμού με νέους στόχους.
Στην ελληνική οικονομία είναι ορατή η ανάγκη πραγματοποίησης ενός παραγωγικού άλματος, που θα στηριχθεί κατά κύριο λόγο στην αξιοποίηση τόσο από ποσοτική, όσο και από ποιοτική άποψη του ανθρώπινου δυναμικού. Με ένα γενικό τρόπο δεν υπάρχει αδυναμία αξιοποίησης του υπάρχοντος ανθρώπινου δυναμικού, που αποτελεί την πραγματική βάση της ανάπτυξης. Γι’ αυτό είναι ένα θετικό από αυτή την άποψη στοιχείο η δυνατότητα αξιοποίησης του αλλοδαπού δυναμικού (μετανάστες και πρόσφυγες), όταν η πολιτική εξουσία κάνει αυτή την επιλογή. Οι θεσμικές διαδικασίες του δημοκρατικού σχεδιασμού έχουν τη δυνατότητα να καλύψουν με εσωστρεφείς παραγωγικές διαδικασίες τις αυξανόμενες αρνητικές επιπτώσεις των αλλαγών στις διαδικασίες παγκοσμιοποίησης, αλλά και την αποτελεσματική διαδικασία της ενεργειακής μετάβασης, όπως και της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, χωρίς συγκρούσεις με τον τοπικό κάθε φορά πληθυσμό, όπως και την εξασφάλιση σε μόνιμη βάση της προστασίας της υγείας του πληθυσμού.
Προϋποθέσεις για τα νέα αυτά χαρακτηριστικά της ανάπτυξης είναι η επιβολή μιας τάσης ελέγχου από το δημόσιο της δημιουργίας και παραχώρησης χρήματος, η οποία να ξεκινήσει σε περιφερειακό επίπεδο ενδεχομένως, πριν επεκταθεί. Μια τέτοια εξέλιξη απαιτεί την ολοκλήρωση της λειτουργίας μιας αναπτυξιακής τράπεζας, αλλά και την καθιέρωση του ελέγχου συστημικών τραπεζών από το δημόσιο. Μια τέτοια αλλαγή, ενώ παραμένει το ζήτημα της διαχείρισης τόσο του δημόσιου, όσο και του ιδιωτικού χρέους, απαιτεί φυσικά την καθιέρωση μιας νέας διαπραγμάτευσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που να περιλαμβάνει μια στρατηγική συμμαχιών και προτάσεις αναμόρφωσης του θεσμικού πλαισίου στο επίπεδο αυτό.