Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζει να μονοπωλεί το διεθνές ενδιαφέρον, καθώς κλιμακώνεται επικίνδυνα, πράγμα αναμενόμενο εφ’ όσον αποτελεί το πρώτο στάδιο της σύγκρουσης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, για την εγκαθίδρυση της νέας ιεραρχίας ισχύος σε ένα διεθνές σύστημα που, εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία, βρίσκεται σε μετάβαση. Το γεγονός αυτό διευκολύνει τη δράση αναθεωρητικών χωρών στην ευρύτερη περιφέρειά τους, όπως λόγου χάρη η Τουρκία, η οποία προσπαθεί να πετύχει τους στόχους της και να επιβάλλει τους όρους της σε γειτονικά της υποσυστήματα, χρησιμοποιώντας όλα τα διαθέσιμα μέσα, της ένοπλης βίας συμπεριλαμβανομένης, που όμως δεν προκαλεί διεθνείς αντιδράσεις.
Ιδιαίτερο πεδίο ενδιαφέροντος της Άγκυρας αποτελεί ο αραβο-μουσουλμανικός κόσμος, όπου η Τουρκία υπό το ΑΚΡ προσπάθησε να προωθήσει το νέο-οθωμανικό της μοντέλο, κυρίως μετά τις εξεγέρσεις του 2011, οπότε σε όσες αραβικές χώρες έγιναν εκλογές, θριάμβευσαν τα ισλαμικά κόμματα. Το γεγονός αυτό έκανε την Τουρκία να θεωρήσει πως μπορεί να αναμειγνύεται στις αραβικές υποθέσεις και, μάλιστα, να αυτοανακηρύσσεται ως ο υποστηρικτής της πάλαι ποτέ «κοινής αραβικής υπόθεσης», δηλαδή της Παλαιστίνης, ή να αποκαλεί τον πρόεδρο Σίσι της Αιγύπτου δολοφόνο.
Παράνομες στρατιωτικές εισβολές
Η μεσανατολική πολιτική της Τουρκίας, όμως, συναντά σοβαρά εμπόδια, δεδομένου ότι και ο αραβικός κόσμος βρίσκεται σε περίοδο σημαντικών ανακατατάξεων, αν όχι ανατροπών, στα πλαίσια των οποίων παρατηρούνται συμπράξεις, αδιανόητες κατά το παρελθόν, όπως επίσης και νέες αντιπαλότητες. Όλα αυτά οφείλονται αφ’ ενός στην ενδυνάμωση του σουνιτικού πολιτικού Ισλάμ, που πλέον θεωρείται απειλή, ακόμα και από το Ριάντ, και αφ’ ετέρου στη μεσανατολική πολιτική Τραμπ, η οποία συνέβαλε τα μέγιστα στον περαιτέρω κατακερματισμό του αραβικού κόσμου και στην ενίσχυση του Ισραήλ. Αυτά εξηγούν και την αλλαγή της στάσης χωρών, όπως η Σαουδική Αραβία και η Αίγυπτος, έναντι του καθεστώτος Άσαντ στην Συρία, όπου το μέλλον της χώρας καθορίζεται από μη αραβικές δυνάμεις, όπως η Τουρκία, η οποία υποστηρίζει ισλαμιστές, το Ιράν, αλλά και η Ρωσία.
Όμως, πέραν του ηγεμονισμού της, η Τουρκία πραγματοποιεί παράνομες στρατιωτικές εισβολές, και κατά το δοκούν, τόσο στη Συρία όσο και στο Ιράκ, λόγω του Κουρδικού Ζητήματος, το οποίο προσπαθεί να αντιμετωπίσει ανεπιτυχώς στο εσωτερικό της από το 1984 μέχρι σήμερα. Το πρόβλημα για την Άγκυρα διογκώνεται με τη μετατροπή των κουρδικών εδαφών στο βόρειο Ιράκ σε συνιστών κρατίδιο της ιρακινής Ομοσπονδίας το 2003, και επιδεινώνεται δραματικά με την εμφάνιση των Κούρδων της Συρίας ως η πλέον αξιόμαχη δύναμη για την αναχαίτιση –και εκδίωξη– των δυνάμεων του λεγόμενου Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και της Συρίας (ΙΚΙΣ). Έτσι, η Τουρκία μάλλον συνεργάστηκε παρά έπληξε το λεγόμενο ΙΚΙΣ, αφού κύριος στόχος της ήταν οι Κούρδοι της Συρίας, φοβούμενη ότι μπορεί να επαναληφθεί τα προηγούμενο του Ιράκ, δηλαδή να αναγνωριστούν οι κουρδικές περιοχές της Συρία ως συνιστών κρατίδιο σε μία μελλοντική ομοσπονδιακή Συρία. Τέλος, η αμερικανική υποστήριξη στου Κούρδους της Συρίας, οι οποίοι αποτελούν και το μοναδικό προγεφύρωμα των ΗΠΑ στη χώρα, απετέλεσε σημαντική αιτία έντασης μεταξύ Άγκυρας και Ουάσινγκτον.
Όσον αφορά το Ιράκ, η Άγκυρα προσπαθεί να βελτιώσει τις αμφιλεγόμενες σχέσεις της με την τοπική κουρδική κυβέρνηση στο Βόρειο Ιράκ, αλλά και με τη Βαγδάτη, με την οποία έχει αναπτύξει σημαντικές οικονομικές σχέσεις, να αποτρέψει την ενίσχυση των Κούρδων του ΡΚΚ και να ελέγξει συνοριακές περιοχές. Όσον αφορά τη Συρία, η Τουρκία ήδη έχει καταλάβει στρατιωτικά μεγάλα τμήματα της βόρειας Συρίας, που κατοικούνται κυρίως από Κούρδους, προσπαθώντας να διασπάσει τα εδάφη τους, να εγκαθιδρύσει ένα είδος προτεκτοράτου και να αλλοιώσει την πληθυσμιακή σύνθεση των περιοχών αυτών, μεταφέροντας εκεί μεγάλο αριθμό Σύριων προσφύγων από αυτούς που βρίσκονται στο έδαφός της.
Απουσία διεθνούς αντίδρασης
Παράλληλα, η Τουρκία θεωρεί ότι οι κούρδοι μαχητές της Συρίας βοηθούνται από το ΡΡΚ, το οποίο θεωρείται ότι έχει βάσεις στο βόρειο Ιράκ, παρά το γεγονός ότι οι Κούρδοι της Συρίας αρνούνται αυτήν την σύνδεση. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το 2019, με αμερικανική μεσολάβηση, είχε επιτευχθεί κατάπαυση των εχθροπραξιών μεταξύ της Τουρκίας και των Κούρδων της Συρίας. Ωστόσο, στις 22 Απριλίου, η Τουρκία βομβάρδισε το Κομπάνι και άλλες κουρδικές περιοχές στη Συρία, χωρίς να υπάρξει καμία διεθνής αντίδραση σχετικά με τους αυτούς νέους βομβαρδισμούς. Οι ίδιοι οι Κούρδοι της Συρίας υπογράμμισαν ότι οι νέοι τουρκικοί βομβαρδισμοί έπληξαν κατοικημένες περιοχές και όχι περιοχές στρατιωτικού ενδιαφέροντος.
Λίγες ημέρες νωρίτερα, η Τουρκία είχε ανακοινώσει νέα εισβολή στο βόρειο Ιράκ, την τρίτη κατά σειρά από το 2020, όπου σύμφωνα με την Άγκυρα υπάρχουν βάσεις του ΡΚΚ. Οι νέες αυτές ένοπλες επιθέσεις δικαιολογούνται από την Τουρκία ως απάντηση σε δύο βομβιστικές επιθέσεις που έγιναν τις προηγούμενες ημέρες στην Τουρκία και, μάλιστα, ο τούρκος πρόεδρος δήλωσε ότι τόσο η κεντρική κυβέρνηση του Ιράκ, όσο και η τοπική κουρδική κυβέρνηση του βόρειου Ιράκ υποστήριξαν την τουρκική επίθεση, πράγμα που διαψεύδουν βεβαίως τόσο η Βαγδάτη, όσο και το Ερμπίλ.
Ορισμένοι αναλυτές θεωρούν ότι το Ιράκ θα ήθελε να απαλλαγεί από την παρουσία του ΡΚΚ, το οποίο θεωρείται τρομοκρατική οργάνωση και από την Τουρκία, αλλά και από τη Δύση. Ωστόσο, οι τουρκικές επιδρομές στο βόρειο Ιράκ, που χρονολογούνται από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, δεν σταμάτησαν ποτέ, αφού κατά την Άγκυρα δεν πρόκειται για εισβολή, αλλά για πάλη κατά των τρομοκρατών του ΡΚΚ. Προφανώς, το Ιράκ δεν συμμερίζεται αυτήν την άποψη. Αντιθέτως, όπως δήλωσε ο ιρακινός πρόεδρος, Μπαρχάμ Σάλεχ, οι επιθέσεις της Τουρκίας συνιστούν παραβίαση της ιρακινής κυριαρχίας και απειλή για την ασφάλεια της χώρας του και ζήτησε από την Άγκυρα να σταματήσει τις επιθετικές ενέργειες.
Αναζωπύρωση των εντάσεων
Όμως, το βόρειο Ιράκ παρουσιάζει ενδιαφέρον και για το Ιράν, το οποίο τον περασμένο Μάρτιο έπληξε τοποθεσία στο Ερμπίλ, την πρωτεύουσα του κουρδικού κρατιδίου του Ιράκ, ισχυριζόμενο ότι εκεί βρίσκεται μία μυστική ισραηλινή βάση, η οποία κατά την Τεχεράνη χρησιμοποιείται για να πλήξει ιρανικές δυνάμεις στην Συρία. Έτσι, ο ιρανός πρόεδρος, Ιμπραήμ Ραϊζί προειδοποίησε το Ιράκ ότι δεν θα πρέπει να επιτρέψει τη χρήση του εδάφους του με τρόπο που να θέτει σε κίνδυνο την ιρανική ασφάλεια και ότι η χώρα του θα απαντήσει με τον κατάλληλο τρόπο στις ισραηλινές επιθέσεις. Ο ιρακινός υπουργός Εξωτερικών, από την πλευρά του, τόνισε ότι δεν υπάρχει καμία τέτοια βάση στην περιοχή και ότι η χώρα του δεν πρόκειται να χρησιμεύσει ως ορμητήριο εναντίον της ιρανικής ασφάλειας.
Όπως φαίνεται, κυοφορείται νέα ένταση μεταξύ Ιράν και Ισραήλ, πράγμα που φαίνεται να συμπίπτει με την επανέναρξη των συνομιλιών ΗΠΑ – Ιράν για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, και οι οποίες έχουν πολλές πιθανότητες να καρποφορήσουν, πράγμα στο οποίο αντιτίθεται το Ισραήλ, που θεωρεί το Ιράν ως υπαρξιακή απειλή εναντίον. Παρ΄ όλα αυτά, οι ΗΠΑ χρειάζονται και πάλι το πετρέλαιο του αραβο-περσικού Κόλπου, αφού στις νέες συνθήκες που δημιουργεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ πλήττεται και η Ουάσινγκτον προσπαθεί να αντικαταστήσει τους ενεργειακούς πόρους που διοχετεύονται από την Ρωσία προς την ΕΕ με δικούς της, αλλά και με αυτούς του Κόλπου ή και άλλων χωρών, όπως η Βενεζουέλα.