Αυτό το Πάσχα το πέρασα στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, το Δημητρόπουλο Αιγιαλείας, όπου παρατήρησα με ενδιαφέρον κάτι που είχα προσέξει και σε άλλα μέρη της χώρας, όπου έτυχε να κάνω Πάσχα μέσα στα χρόνια της κρίσης (Θεσπρωτία, Ζάκυνθος, Χίος, Χανιά). Ο στίχος «λαός υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας» είναι αυτός (και ίσως ο μοναδικός) που το εκκλησίασμα ψάλει μαζί, ανεβάζοντας απότομα τη φωνή του, με κάποια επιδοκιμασία ή και ενθουσιασμό. Προφανώς, αντιλαμβάνεται λάθος το νόημα του στίχου, καθώς δεν αναφέρεται σε κάποια υπερύψωση του λαού, αλλά στη υπερύψωση αυτού που ευλογούν οι παίδες και ανυμνούν οι ιερείς. Ωστόσο, αυτή η παρανόηση γεννά αυτή την ξαφνική συμμετοχή του κόσμου στην ψαλμωδία.
Θρησκεία
Θεωρώ το συγκεκριμένο επαναλαμβανόμενο μοτίβο μια ένδειξη της λειτουργίας που η θρησκεία είχε, και φαίνεται να επανακτά, για ένα μέρος της κοινωνίας: μια υπόσχεση ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Ένα καταφύγιο, όπου η ισότητα υπάρχει σε συμβολικό επίπεδο. Είμαστε όλοι και όλες πρόσωπα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του δημιουργού, άρα ίσοι. Απ’ αυτό ακριβώς προέκυψε η απαίτηση για αναγνώριση και σεβασμό, και αυτή ήταν και η μεγάλη προσφορά του χριστιανισμού στις κοινωνίες της αρχαιότητας που μαστίζονταν από πολέμους και εκρηκτικές κοινωνικές αδικίες. Σε αυτή τη γραμμή άμυνας καταφεύγουν πολλοί άνθρωποι και σήμερα. Σε ένα πεδίο που δεν μπορούν να τους αρνηθούν τα ίσα δικαιώματα και (γιατί όχι;) τις απολαβές που θεωρούν ότι τους αντιστοιχούν καθότι μέλη του χριστιανικού σώματος. Όπως και τότε, έτσι και τώρα υπάρχει απαίτηση να μπει ένα όριο στην ανισότητα, την εκμετάλλευση, την καταπίεση, και κάθε λογής αδικία. Είμαστε ίσοι, σε τελική ανάλυση.
Έθνος
Ο Eric Hobsbawm θεωρούσε ότι οι συνταρακτικές αλλαγές που σάρωσαν Ανατολή και Δύση ήδη από τα τέλη του 20ού αιώνα αποπροσανατόλισαν τις κοινωνίες. Και, όπως υποστήριζε χαρακτηριστικά, προκειμένου να ερμηνεύσει την επάνοδο του εθνικισμού, «αν θεωρήσουμε ότι η επιστροφή στο παρελθόν είναι αδύνατη, τότε μας μένει ως γραμμή υποχώρησης η εθνότητα και η θρησκεία, κατά μόνας ή συνδυαστικά»1. Και εξηγούσε την άνοδο της ξενοφοβίας μέσω της ικανότητάς της να επιβεβαιώνει την ύπαρξη ενός «εμείς» που μπορεί να εξασφαλίσει στους χειμαζόμενους ανθρώπους αναγνώριση (και ό,τι αυτή συνεπάγεται). «Διότι το να ανήκουμε σε κάτι, κατά προτίμηση σε συνομαδώσεις με ορατά διακριτικά σημάδια συμμετοχής και αμοιβαίας αναγνώρισης, είναι πιο σημαντικό από ποτέ σε κοινωνίες όπου όλα συνωμοτούν για να διαλύσουν ό,τι συνέχει τους ανθρώπους σε κοινότητα. […] Και πώς γνωρίζουν οι άνθρωποι ότι ανήκουν σε αυτή την κοινότητα; Το γνωρίζουν επειδή μπορούν να προσδιορίσουν τους άλλους, που δεν ανήκουν ή που δεν θα έπρεπε να ανήκουν, που δεν μπορεί ποτέ να ανήκουν σε αυτήν. Με άλλα λόγια: δια της ξενοφοβίας»2.
Επανέρχεται, λοιπόν, το έθνος ως «φαντασιακή κοινότητα» που μπορεί να εξασφαλίσει στα μέλη του δικαιώματα και οφέλη. Σε τελική ανάλυση, ως μέλη του ίδιου έθνους οι άνθρωποι είναι ίσοι. Με τα λόγια του Miroslav Hroch, «όταν αποτυγχάνει η κοινωνία, έρχεται ως ύστατη εγγύηση το έθνος»3. Και έτσι ακριβώς πρέπει να δούμε την καταφυγή πολλών σύγχρονων ανθρώπων στο έθνος, ως απόρροια της έκρηξης της ανασφάλειας και της κοινωνικής ρευστοποίησης από την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού και μετά. Η διάρρηξη του σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου εγκαινίασε μία εποχή διακινδύνευσης –και για πολλούς/ές ατομικής και οικογενειακής κατάρρευσης. Η υποχώρηση στη φαντασιακή επικράτεια του έθνους ήταν η καταφυγή σε ασφαλές έδαφος, όπου υφίσταται σε συμβολικό τουλάχιστον επίπεδο η ισότητα, η οποία στηρίζει –έστω και αμυντικά– απαιτήσεις κοινωνικής δικαιοσύνης.
Δημοκρατία
Τι μας λένε, όμως, όλα αυτά για τη δημοκρατία; Μας λένε τουλάχιστον τέσσερα πράγματα. Πρώτον, ότι η δημοκρατία τοποθετείται σε μια γενεαλογία προσπαθειών του ανθρώπινου γένους για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη. Δεύτερον, ότι, αν πολλοί άνθρωποι εμπιστεύονται ξανά το έθνος και τη θρησκεία, είναι γιατί η δημοκρατική υπόσχεση για επέκταση της πολιτικής ισότητας και στα άλλα πεδία της ζωής έμεινε ανικανοποίητη και πλέον δεν υφίσταται καν. Τρίτον, οι αποτυχίες της δημοκρατικής πολιτείας να εξασφαλίσει κοινωνική δικαιοσύνη δεν σήμανε την παραίτηση των ανθρώπων από την επιδίωξή της, σήμανε μόνο την υποχώρηση σε χώρους συμβολικής ισοτιμίας, όπου κανένα μέλος της κοινότητας δεν θεωρείται (αν και μόνο θεωρητικά) περιττό ή ανυπεράσπιστο. Τέταρτον, η δημοκρατία, αν και δεν πρέπει να συμβιβαστεί με τον ανορθολογισμό της θρησκείας και τους αποκλεισμούς με τους οποίους είναι σύμφυτη η ιδέα του έθνους, δεν μπορεί να συμβιβαστεί ούτε με την ανορθολογική ιδέα ότι οι ανισότητες είναι φυσικές και αναπόδραστες (πολλώ δε μάλλον επωφελείς), ούτε με τους κάθε λογής αποκλεισμούς που συνεπάγεται.
Επομένως, η διαχείριση μιας νεοφιλελεύθερης δημοκρατίας δεν μπορεί να είναι ο ορίζοντας της Αριστεράς, διότι δεν είναι ο ορίζοντας της κοινωνίας, ούτε καν της συντηρητικής. Άρα, το «σοσιαλισμός (με δημοκρατία και ελευθερία) ή βαρβαρότητα» δεν μπορεί να είναι σύνθημα, πρέπει να είναι πρόγραμμα, το πρόγραμμα μιας δημοκρατίας χωρίς επιθετικό προσδιορισμό (κοινοβουλευτική, αστική, λαϊκή, ριζοσπαστική, κ.λπ.). Διότι ή κρατεί ο δήμος ή δεν κρατεί. Τα υπόλοιπα είναι κολοκύθια με τη ρίγανη.
Σημειώσεις:
-
Eric Hobsbawm, Για τον εθνικισμό, Θεμέλιο, 2021, σ. 314
-
Στο ίδιο, σ. 318
Στο ίδιο, σ. 313