Αν η Πέμπτη 7 Απριλίου, ημέρα κατά οποία επισκέφθηκε την Αθήνα η υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Βικτόρια Νούλαντ, αφήσει, όπως είναι βέβαιο, βαθύ και σε βάθος πολλών ετών αποτύπωμα στο γεωπολιτικό, ενεργειακό και διπλωματικό status της Ελλάδας στον «θαυμαστό καινούριο κόσμο» που αναδύεται μέσα από τη σύγκρουση στην Ουκρανία, η Μεγάλη Παρασκευή 22 Απριλίου ίσως αποδειχθεί αποφράδα ημέρα, ανοιχτή πληγή στις σχέσεις Ελλάδας–Ρωσίας για επίσης πολλά χρόνια.
Είναι η ημέρα που με ειδική πτήση αναχώρησαν με τις οικογένειές τους για τη Μόσχα οι 12 ρώσοι διπλωμάτες που, δύο εβδομάδες νωρίτερα, στις 6 Απριλίου, είχαν χαρακτηριστεί από την Αθήνα «ανεπιθύμητα πρόσωπα» (personae non gratae).
Η πρώτη αντίδραση της Μόσχας, την επομένη, έχει μια ιδιαίτερη φόρτιση, που καλό είναι να μην αντιμετωπιστεί επιπόλαια. «Το ελληνικό κράτος, που δημιουργήθηκε χάρη στη βοήθεια της Ρωσίας με πρώτο κυβερνήτη τον υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας, έμεινε ουσιαστικά χωρίς διπλωματικές σχέσεις με τη χώρα μας. Και αυτό παρά το γεγονός ότι μοιραζόμαστε την πίστη με τους Έλληνες, κληρονομούμε την ίδια παράδοση και γενικά δεν αρνηθήκαμε ποτέ να βοηθήσουμε τους Έλληνες φίλους μας», έγραψε στον λογαριασμό της στο Telegram η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα, υπενθυμίζοντας τη βοήθεια στην κατάσβεση των πυρκαγιών πέρσι το καλοκαίρι. Πρόσθεσε μάλιστα –συνδέοντας την απέλαση με την παρουσία τις ίδιες ημέρες στην Αθήνα της αμερικανίδας υφυπουργού Εξωτερικών, Βικτόρια Νούλαντ: «Ενέργειες όπως η απέλαση των Ρώσων διπλωματών για λόγους ευρωατλαντικής αλληλεγγύης, διαγράφουν το κοινό παρελθόν των δύο λαών».
Έσπευσαν την ίδια ημέρα κάποιες γραφίδες που ωμνύουν πειθήνια στο ιδεώδες της «ευρωατλαντικής αλληλεγγύης», να προτείνουν «να αφαιρεθεί από τον Βλαντίμιρ Πούτιν ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορος στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, που του είχε απονεμηθεί το 2018, όταν τη χώρα μας κυβερνούσαν οι Συριζανέλ», αλλά και τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορος του ΕΚΠΑ, που «του είχε απονεμηθεί επί πρυτανείας Μπαμπινιώτη…». Ελπίζεται κανείς από αυτούς να μην συγκαταλέγεται στο πλήθος των αποσπασμένων κονδυλοφόρων που απασχολούνται σε κρίσιμα υπουργεία, όπως το υπουργείο των Εξωτερικών.
Σε κάθε περίπτωση, στην Αθήνα κάποιοι λιγότερο αμετροεπείς και πιο προσγειωμένοι θεωρούν δεδομένο ότι αντίποινα θα υπάρξουν, ανεξαρτήτως του εάν η πρόκληση φτάσει ή όχι μέχρι την αφαίρεση των διδακτορικών τίτλων του Βλαντίμιρ Πούτιν. Άλλωστε, μόλις την προηγουμένη της απέλασης, το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών είχε ανακοινώσει ότι απελαύνει 37 Ολλανδούς, Βέλγους, Λουξεμβούργιους και Αυστριακούς διπλωμάτες σε συνέχεια άλλων απελάσεων διπλωματών από κράτη–μέλη της ΕΕ, ως αντίποινα για τη μαζική απέλαση περισσότερων από 200 ρώσων διπλωματών.
Η Αθήνα περίμενε η απάντηση της Μόσχας να υπάρξει πριν από το τέλος της Μεγάλης Εβδομάδας. Θα χρειαστεί να περιμένει. Την Τετάρτη η Ρωσία απέλασε 3 νορβηγούς διπλωμάτες ως αντίποινα για την απέλαση από το Όσλο ισάριθμων ρώσων διπλωματών εβδομάδες πριν. Θεωρείται ότι το ανάλογο θα συμβεί με το Γενικό Προξενείο στο Νοβοροσίσκ, στην ευρύτερη περιοχή ευθύνης του οποίου κατοικούν οι περισσότεροι από τους περίπου 100.000 ελληνικής καταγωγής πολίτες της Ρωσικής Ομοσπονδίας, και για το οποίο το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών ανησυχεί εύλογα ότι θα μείνει ακέφαλο, ως απάντηση της Μόσχας στην κίνηση της Αθήνας να συμπεριλάβει έναν γενικό πρόξενο στα υψηλόβαθμα διπλωματικά στελέχη που επέλεξε να απελάσει.
Από την απάντηση της Μόσχας θα φανεί πόσο σοβαρή για το μέλλον των σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες είναι η απειλή που υποκρύπτεται στη δήλωση της εκπροσώπου του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, ότι «το ελληνικό κράτος έμεινε ουσιαστικά χωρίς διπλωματικές με τη χώρα μας». Χωρίς αμφιβολία κάτι τέτοιο θα καθιστούσε την Ελλάδα ιδιαίτερα ευάλωτη στον «κόσμο μετά την Ουκρανία». Ήδη η χώρα μας, εξαιτίας της στάσης που έχει από την αρχή κρατήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη στην ουκρανική κρίση, βρίσκεται πολύ ψηλά στον κατάλογο των «μη φιλικών χωρών» που, πέραν όλων των άλλων, θα κληθούν να πληρώνουν το ρωσικό φυσικό αέριο με ρούβλια, επί ποινή πλήρους διακοπής των προμηθειών, όπως συνέβη με την Πολωνία και τη Βουλγαρία το πρωί της Τετάρτης, μετά την άρνησή τους να συμμορφωθούν.
Η εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο θα διαρκέσει, παρά τα περί υγροποιημένου αερίου και καλωδιακής παροχής ηλεκτρικής ενέργειας από τα αιγυπτιακά παράλια. Το θέμα είναι βέβαιο ότι θα απασχολήσει κεντρικά τη συνάντηση του αμερικανού προέδρου με τον έλληνα πρωθυπουργό στις 16 Μαΐου στον Λευκό Οίκο.
Θα είναι η δεύτερη φορά που ο Κυριάκος Μητσοτάκης περνάει την είσοδο της προεδρικής κατοικίας. Η πρώτη ήταν επί προεδρίας Τραμπ, τότε που διαβεβαίωνε τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι μπορούν να θεωρούν την Ελλάδα δεδομένη.
Μοιραία θα το επαναλάβει και αυτή τη φορά. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει προ πολλού επιλέξει, ως πρώτη και εσχάτη καταφυγή, να προσδεθεί στις ΗΠΑ. Επιμένει να συμπορεύεται άβουλος με την επιλογή της Ουάσινγκτον να επιδιώξει, στα όρια ακόμη και της θερμής αναμέτρησης με τη Μόσχα, τη διεθνή απομόνωση της Ρωσίας ακόμη και μετά τη λήξη του πολέμου στην Ουκρανία, πιέζοντας σε αυτή την κατεύθυνση και τρίτες χώρες που, στο «όνομα τη ευρωατλαντικής αλληλεγγύης», είναι πρόθυμες να διακινδυνεύσουν το μέλλον των σχέσεων τους με χώρες και λαούς με τους οποίους μοιράζονται, ελέω Γεωγραφίας και Ιστορίας, ένα «κοινό παρελθόν».
Θα μπορούσε ο πρωθυπουργός να είχε αντλήσει ένα χρήσιμο δίδαγμα από την εσπευσμένη, την κακείν κακώς φυγή των Αμερικανών από το Αφγανιστάν. Από την πτώση, έστω, της Σαϊγκόν ακριβώς 47 χρόνια από σήμερα, στις 30 Απριλίου του 1975. Δεν το κάνει. Μοιραίος και άβουλος, επιμένει να αρνείται στη χώρα να εντάξει αυτό το δίδαγμα στους σχεδιασμούς της μπροστά σε ένα μέλλον που διαγράφεται άδηλο.