Αν πει κανείς ότι τρία χρόνια η ΝΔ τα βρήκε όλα εύκολα και με την πολιτική της τα έκανε ανυπόφορα, θα πέσει φωτιά να τον κάψει. Και οι πιο ορκισμένοι αντίπαλοι της ιδεολογίας της και της κυβερνητικής πολιτικής της εκτιμούν πως δεν είναι ό,τι καλύτερο να σου τύχουν στη θητεία σου μια πανδημία, που μπήκε ήδη στον τρίτο χρόνο, μια επέλαση της ακρίβειας και ένας πόλεμος, που κορυφώνει την ενεργειακή κρίση και προετοιμάζει μια επισιτιστική. Ίσως γι’ αυτό δεν ερχόταν, όσο νωρίς την προσδοκούσαν αρκετοί πολιτικοί αναλυτές, η φθορά από την άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας.
Τι άλλαξε στον τρίτο χρόνο
Τι συνέβη, όμως, και μπαίνοντας στον τρίτο χρόνο η δημοσκοπική φθορά άρχισε να γίνεται όχι απλά ορατή, αλλά απειλητική για την «επιτελική κυβέρνηση» και το κομματικό επιτελείο; Ήταν το γεγονός ότι για πρώτη φορά γίνονταν αισθητές από ευρύτατα κοινωνικά στρώματα οι επιπτώσεις από την άσκηση μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής, χωρίς την παρεμβολή μιας επιβεβλημένης νόθευσης με αναγκαίες δημόσιες παρεμβάσεις, απαγορευμένες υπό «κανονικές» συνθήκες.
Στα δύο πρώτα χρόνια της πανδημίας η δημόσια οικονομική και κοινωνική παρέμβαση για την αντιμετώπισή της μόνο νεοφιλελεύθερη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση της ΝΔ έκανε ό,τι μπορούσε, ώστε να μην ενισχυθεί το δημόσιο σύστημα υγείας με μόνιμα μέτρα και γενικά οι δημόσιες παρεμβάσεις να μην αφήσουν πίσω τους μόνιμα χαρακτηριστικά στην οικονομική και κοινωνική πολιτική, που θα νόθευαν το νεοφιλελεύθερο πιστεύω της και μετά την πανδημία. Οι αναγκαστικές δημόσιες δαπάνες δεκάδων δισεκατομμυρίων, καθώς και η σύσταση σε επίπεδο ΕΕ του Ταμείου Ανασυγκρότησης δημιουργούσαν συνθήκες «κεϋνσιανισμού χωρίς κοινωνική πολιτική», όπως χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί. Πάντως, μόνο τυπικά νεοφιλελεύθερες δεν θα τις χαρακτήριζες. Το γεγονός ότι αποκαλυπτόταν έτσι πως οι «νόμοι της αγοράς» δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν κρίσιμης σημασίας ζητήματα, δεν ενθάρρυνε μόνο την Αριστερά, ώστε να αναφέρεται με πειστικό τρόπο στο δικό της κοινωνικό και οικονομικό υπόδειγμα. Διευκόλυνε και την κυβέρνηση της ΝΔ να επικαλείται μια κοινωνική ευαισθησία, και να την εισπράττει σε μεγάλο βαθμό ως κοινωνική αποδοχή.
Αμιγής νεοφιλελευθερισμός
Είναι χαρακτηριστικό ότι με την επέλαση της ακρίβειας και, κατόπιν, της ενεργειακής κρίσης, η κυβέρνηση και προσωπικά ο κ. Μητσοτάκης αδράνησαν χαρακτηριστικά περιμένοντας μάταια κάποιο σήμα από τις Βρυξέλλες, που θα διαμόρφωνε ανάλογες ευνοϊκές γι’ αυτούς συνθήκες. Χωρίς αυτές, δηλαδή με το μόνο σχέδιο που γνωρίζουν, το αμιγώς νεοφιλελεύθερο, άφησαν εκτεθειμένη στα μάτια του κόσμου την πολιτική τους, την πολιτική της μη παρέμβασης στη λειτουργία της «αγοράς». Με μέτρα σπασμωδικά και πρόχειρα, που δεν ήταν σε θέση να αποτρέψουν τον καλπασμό των τιμών και την εκτίναξη των υπερκερδών, με παράλληλη καταβαράθρωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών, των αυτοαπασχολούμενων και των μικροεπιχειρηματιών, έπεισαν τους υφιστάμενους τις συνέπειες της πολιτικής τους ότι το νεοφιλελεύθερο σχέδιο δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τις κρίσεις, αφήνει στην «αγορά» ουσιαστικά την πρωτοβουλία να αντιδράσει (ποιος ξεχνάει τα μαθήματα που μας έκανε ο κ. Γεωργιάδης…) και όποιον πάρει ο χάρος.
Με τους λογαριασμούς του πετρελαίου, του αέριου, του ηλεκτρικού, με τις αποδείξεις από το βενζινάδικο και από το σουπερμάρκετ στο χέρι, πολίτες που μέχρι χτες ανέχονταν την κυβέρνηση, τώρα από την απορία για την ουσιαστική αδράνειά της περνούν στο θυμό και από εκεί στην αγανάκτηση για το αδιέξοδο στο οποίο τους οδηγούν με την πολιτική τους. Στα χέρια των καταναλωτών τώρα δεν έρχονται οι λογαριασμοί που είναι αδύνατο να πληρωθούν, έρχονται κατά δεκάδες χιλιάδες οι εντολές διακοπής της σύνδεσης με το ηλεκτρικό. Στη θέση των μέτρων για την ανακούφιση των οικονομικών αδιεξόδων των νοικοκυριών έρχεται η πολυδιαφημισμένη εδώ και μήνες αύξηση του κατώτατου μισθού ανεπαρκέστατη, καθυστερημένη και ροκανισμένη ήδη από τον πληθωρισμό. Στη θέση της φορολόγησης των υπερκερδών από τις ανατιμήσεις έρχεται η αμφισβήτηση της ύπαρξής τους από τα ίδια τα πρωθυπουργικά χείλη. Στη θέση μέτρων που λαμβάνονται αλλού με κυβερνήσεις από δυνάμεις της Αριστεράς και της Σοσιαλδημοκρατίας, η νεοφιλελεύθερη ελληνική ορθοδοξία περιμένει πότε θα φτάσουν τα πράγματα στο μη παρέκει.
Αντιμέτωποι με την πραγματικότητα
Αυτή είναι η πραγματικότητα που αντικρίζουν κατάματα οι πολίτες. Την αρνούνται με διάφορα προσχήματα όσοι πιστεύουν πως η σωτηρία του κόσμου θα έρθει με την αυτοΐαση της «αγοράς» και την εκτίναξη των κερδών. Κι αυτό μας οδηγεί, ίσως, λίγο βαθύτερα από την αγανάκτηση, στην αρχή της κατανόησης.
Φαίνεται πως έχουν αρχίσει να το αντιλαμβάνονται και στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Και προσπαθούν να ανανεώσουν το «επιχείρημα» πως δεν υπάρχει εναλλακτική, συνεπώς η κυβέρνηση πράττει το μοναδικά ορθό, το καλύτερο δυνατό. Είναι χαρακτηριστικό ότι έγκυρος σχολιαστής, από τους πιο διεισδυτικούς, συμπεραίνει στην «Καθημερινή» ότι το μόνο που έχει να κάνει ο κ. Μητσοτάκης για να κερδίσει τους αντιπάλους του, είναι «να κρατήσει ζωντανή την πεποίθηση ότι οι άλλοι δεν μπορούν καλύτερα από αυτόν» (Μ. Τσιντσίνης, 23 Απρ.). Μόνο που όταν περιμένεις να σωθείς υποστηρίζοντας ότι οι άλλοι είναι χειρότεροι διαχειριστές από εσένα, έχεις φτάσει στο έσχατο σημείο της πολιτικής ένδειας. Κι αυτό είναι κακό σημάδι. Οπωσδήποτε, δεν έχει τίποτα από τον πάλιν ερχόμενο μετά δόξης νεοφιλελευθερισμό, που, ανόθευτος και ανεμπόδιστος, θα άπλωνε, λέει, την ευημερία απ’ άκρη σ’ άκρη σ’ όλη την κοινωνία.