Μια από τις μέρες των γιορτών έτυχε να πάω στο σούπερ μάρκετ μαζί με ένα φίλο που φιλοξενούσα με σκοπό να πάρουμε κάποιες προμήθειες για να ετοιμάσουμε τραπέζι. Ο φίλος είχε έρθει μετά από περίπου 2 χρόνια από την Μεγάλη Βρετανία για λίγες μέρες. Κατά το πέρασμα στα ταμεία προθυμοποιήθηκε να πληρώσει για να ανταποδώσει την φιλοξενία. Όταν βγήκε το τελικό ποσό τον είδα που χλόμιασε: «μα πήραμε όντως τόσα;». Το τελικό αποτέλεσμα ήταν κατά πολύ μεγαλύτερο από αυτό που περίμενε. Με πρόχειρους υπολογισμούς καταλήξαμε πως οι αντίστοιχες αγορές σε σουπερ μάρκετ της Μεγάλης Βρετανίας (και μάλιστα στην μετά το Brexit εποχή) θα ήταν περίπου στα 2/3 της τιμής που τελικά πληρώσαμε. «Πως τα βγάζετε πέρα;».
Πως τα βγάζουμε πέρα;
Ζούμε σε μια φτωχή χώρα με ακριβά προϊόντα. Ζούμε σε μια χώρα που μας αφήνει διαρκώς ανυπεράσπιστους. Οι τιμές, η ανεργία, οι όροι διαβίωσης, η συνολική διάλυση της δημόσιας σφαίρας, του δημοσίου χώρου όλες συνθέτουν ένα μωσαϊκό ταυτόχρονης και κάθετης υποβάθμισης. Μια πολλαπλή κατρακύλα σε κάθε τομέα της ζωής μας. Στο πώς ζούμε, στο πώς περνάμε τον χρόνο μας, στο πώς μεγαλώνουμε τα παιδιά μας. Και όλα αυτά μαζί με την διαρκή υπενθύμιση πως τα πράγματα θα πάνε όλο και χειρότερα.
Πέρα από τις συλλογικές λύσεις στις οποίες θα κατέληγε κάθε αριστερή ανάλυση πρέπει να δούμε πως θα τα βγάλουμε πέρα σε ατομικό επίπεδο. Είναι το σημείο που πρέπει να ορίσουμε τις ζωές μας από την αρχή, χωρίς βεβαιότητες. Αν μέσα στην πολλαπλή της πολιορκία, η πανδημία έφερε κάτι θετικό αυτό είναι η κατάλυση των βεβαιοτήτων. Μέσα σε δύο χρόνια μάθαμε να αντιμετωπίζουμε το μέλλον ως κάτι το άγνωστο, κάτι το διαρκώς καινούριο. Φτάσαμε στον βαθμό μηδέν της κοινωνικής μας ζωής, με άπλετο χρόνο για να την εξετάσουμε. Όταν για παράδειγμα μένεις στο κέντρο της Αθήνας και ξαφνικά κλείνουν τα μπαρ, τα θέατρα και οι κινηματογράφοι και οι φίλοι σου μένουν σε απόσταση μπορείς να κοιτάξεις τη ζωή σου και να πεις: Πώς ζούμε έτσι;
Μετά την πανδημία, το κέντρο των πόλεων μοιάζει κατά πολύ λιγότερο θελκτικό. Είναι σαν οι πόλεις να ορθώθηκαν εκ νέου πιο επιθετικά, πιο απάνθρωπα. Ταυτόχρονα η γενικευμένη χρήση του Airbnb μετατρέπει τις πόλεις σταδιακά σε διαδρόμους, σκορπισμένα ξενοδοχεία που καταστρέφουν τον κοινωνικό ιστό και τις γειτονιές εκτοξεύοντας τα νοίκια. Η πόλη μάς διώχνει. Μέσα στο τίποτα που προσφέρει η ασχήμια των ελληνικών πόλεων γίνεται πιο επιθετική, σχεδόν χλευαστική. Σε βάζει διαρκώς απέναντι στις ευθύνες σου και τις επιλογές σου. Σου υπενθυμίζει όμως πως τίποτε δεν είναι ισόβιο και πως κάθε αλλαγή έχει από το παρόν την απόσταση μιας επιλογής.
Η δουλειά από απόσταση –παρά τα τόσα αρνητικά της- σου δίνει την ευκαιρία να φύγεις. Να προσαρμοστείς σε μια νέα συνθήκη χωρίς η διαμονή σου να ταυτίζεται με την εύρεση εργασίας. Να σκεφτείς τους όρους της ζωής σου εκ νέου, με διαφορετικές ιεραρχήσεις. Ο κόσμος αλλάζει απότομα. Μέρα με την ημέρα, μέσα στην ανασφάλεια, την αβεβαιότητα, τον άνυδρο μέλλοντα. Και δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να προσαρμοστούμε. Με τους όρους που εμείς θα επιλέξουμε. Φεύγοντας. Όχι υποχρεωτικά από την πόλη ή από την χώρα αλλά από αυτό το βάλτωμα του παρόντος. Και κάθε ταξίδι ξεκινά με ένα πρώτο βήμα.