Η ενεργειακή κρίση προηγήθηκε της ουκρανικής κρίσης, κατά την περίοδο ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας από την πανδημία, όταν η απότομη αύξηση της ζήτησης, σε συνδυασμό με προβλήματα στην προσφορά (η κρίση στην πολιτεία του Τέξας), προκάλεσαν έκρηξη των τιμών του φυσικού αερίου. Με την έναρξη του πολέμου η κρίση εκτροχιάστηκε.
Η Ευρώπη, μαζί με το δίπολο Ιαπωνία - Νότια Κορέα (και πιο πρόσφατα την Κίνα), αποτελούν τους βασικούς εισαγωγείς φυσικού αερίου και LNG. Η Βόρεια Αμερική είναι αυτάρκης. Οι βασικοί παγκόσμιοι εξαγωγείς είναι η Ρωσία και οι ΗΠΑ, που ελέγχουν το 50% της παγκόσμιας παραγωγής, και δευτερευόντως οι αραβικές χώρες και η Αυστραλία. Το Ιράν, με τα δεύτερα μεγαλύτερα αποθέματα, είναι εκτός αγοράς. Ο υπόλοιπος κόσμος, Αφρική, Λατινική Αμερική, πολλές ασιατικές χώρες, δεν καταναλώνουν άξιο λόγου φυσικό αέριο.
Η Ρωσία προμηθεύει το 40% του φυσικού αέριου της Ευρώπης και το 30% του πετρελαίου. Μόνο που το πετρέλαιο έχει δυνατότητα εναλλακτικών πηγών προμήθειας. Το φυσικό αέριο, αντίθετα, έχει λίγους παίκτες και το LNG δουλεύει σήμερα σε πλήρη δυναμικότητα. Ταυτόχρονα, είναι 30% πιο ακριβό από το φυσικό αέριο των αγωγών.
Η εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο είναι διαφοροποιημένη στην Ευρώπη. Μεγάλη εξάρτηση έχουν οι δύο μεγάλες χώρες - καταναλωτές (Γερμανία και Ιταλία απορροφούν το 75% του εισαγόμενου ρωσικού αερίου) και οι ανατολικές και βαλκανικές χώρες. Όσο πάμε δυτικά στην Ευρώπη, η εξάρτηση από το ρωσικό αέριο μειώνεται δραματικά.
Το ευρωπαϊκό μοντέλο ενέργειας και η κρίση
Το ευρωπαϊκό μοντέλο ενέργειας εδράζεται σε 4 πυλώνες. Πρώτον, τη spot ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου (Ολλανδία). Δεύτερον, το target model (τη διασύνδεση των γειτονικών εθνικών αγορών). Τρίτον, το χρηματιστήριο ενέργειας σε κάθε χώρα (όπου οι ΑΠΕ μπαίνουν πρώτες με σχεδόν μηδενικές τιμές, ακολουθούν τα πυρηνικά και ο άνθρακας και μετά το ακριβότερο φυσικό αέριο). Τέλος, την ευρωπαϊκή αγορά ρύπων (όπου αγοράζονται τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων από τις εταιρείες ενέργειας και τη βιομηχανία). Το ευρωπαϊκό σύστημα δίνει υπερβολική έμφαση στην ομαλή λειτουργία των αγορών, ενθαρρύνει τις ΑΠΕ, πιέζει τον άνθρακα και ενισχύει το φυσικό αέριο ως «μεταβατικό καύσιμο». Με την κρίση, πρακτικά κατέρρευσε.
Η ενεργειακή κρίση βρήκε την Ευρώπη απροετοίμαστη. Παρά την προηγούμενη ρωσο-ουκρανική κρίση του 2014, δεν έκανε καμία αλλαγή. Ούτε καν ενίσχυσε την πολιτική αποθεμάτων. Έτσι σήμερα, όταν εμφανίστηκε έλλειμμα στην αγορά (μικρή μείωση της ρωσικής προσφοράς, μηδενισμός των αμερικανικών εξαγωγών LNG στην Ευρώπη και στροφή γενικώς των εξαγωγών προς την Ασία), αυτό οδήγησε στην έκρηξη των τιμών στο χρηματιστήριο κατά 400%.
Αυτό είχε άνισες επιπτώσεις στις διάφορες χώρες. Ενώ οι τιμές αυξήθηκαν στα εθνικά Χρηματιστήρια Ενέργειας παντού, με μικρές η μεγαλύτερες διακυμάνσεις, οι τιμές του ρεύματος δεν είχαν την ίδια αύξηση. Όπου υπήρχαν διμερή συμβόλαια εταιρειών ενέργειας και επιχειρήσεων - καταναλωτών (περίπου το 50% της ευρωπαϊκής αγοράς ανήκει στην προθεσμιακή αγορά), η αγορά ηλεκτρισμού είδε αυξήσεις της τάξης του 20-25%. Αντίθετα, σε χώρες όπως η Ελλάδα, που όλη η ενέργεια, 100%, περνάει μέσα από το Χρηματιστήριο Ενέργειας, οι αυξήσεις του ρεύματος έφτασαν το 60-70%.
Φυσικά, ρόλο έπαιξαν δύο ακόμα παράγοντες. Το ενεργειακό μείγμα κάθε χώρας και η ρήτρα αναπροσαρμογής. Όπου υπάρχουν πολλές ΑΠΕ, πυρηνικά και άνθρακας, μπορεί το φυσικό αέριο να συμπαρέσυρε τις τιμές, λόγω του πανομοιότυπου τρόπου λειτουργίας των χρηματιστηρίων ενέργειας (όπου η ακριβότερη πηγή συμπαρασύρει τις φθηνότερες), αλλά οι αντιδράσεις των κυβερνήσεων ή των ρυθμιστικών αρχών επεδίωξαν να απομονώσουν την επίπτωση του φυσικού αερίου και να συγκρατήσουν το κόστος στους καταναλωτές. Πρακτικά, η Ισπανία, με το μοντέλο που επέλεξε, πουλάει στη μέση και όχι στην οριακή τιμή, και η Γαλλία, με τα πλαφόν στην κρατική εταιρεία ενέργειας, συρρίκνωσε το κομμάτι της ενέργειας που διαπραγματεύεται στο Χρηματιστήριο Ενέργειας. Κοινώς βρήκαν τρόπο να περιορίσουν το ειδικό βάρος της χρηματιστηριακής αγοράς και της επιρροής του φυσικού αερίου.
Οι ρήτρες αναπροσαρμογής είναι ο μηχανισμός μεταφοράς της τιμής της χονδρικής αγοράς ενέργειας στους καταναλωτές. Ο μηχανισμός αυτός επίσης διαφοροποιείται από χώρα σε χώρα. Μέσα στην κρίση ο μηχανισμός αυτός απέκτησε στρατηγική σημασία. Σε πολλές χώρες αποτέλεσε το κατεξοχήν πεδίο παρέμβασης με τη χρήση πλαφόν για ένα έτος (περίπου 30%) και την αναγκαστική μετατροπή των κυμαινόμενων σε σταθερά συμβόλαια (Βρετανία).
Η Ελλάδα και τα 4 στρατηγικά λάθη της Ν.Δ.
Η Ν.Δ. έκανε 4 στρατηγικά λάθη στην ενεργειακή πολιτική της.
Πρώτον, προχώρησε στη «βίαιη απολιγνιτοποίηση», μάλιστα υπέρ του φυσικού αερίου και όχι υπέρ των ΑΠΕ. Αναθεώρησε το εθνικό ενεργειακό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ (εγκεκριμένο από την Κομισιόν), που προέβλεπε σταδιακή απολιγνιτοποίηση μέχρι το 2030, γρηγορότερη ανάπτυξη των ΑΠΕ (με ενεργειακές κοινότητες, αυτοπαραγωγή νοικοκυριών, ΜΜεπιχειρήσεις) και σταθερή τη συμμετοχή του φυσικού αερίου. Με το νέο σχέδιο της Ν.Δ., ο λιγνίτης με 15% στο μείγμα μηδενίστηκε, το φυσικό αέριο από 40% έφτασε σχεδόν στο 60% (το υπόλοιπο είναι οι ΑΠΕ με 30%, λίγο πετρέλαιο και εισαγωγές).
Δεύτερον, ιδιωτικοποίησε το 17% της ΔΕΗ (το Δημόσιο είχε 51% πριν), με το οποίο αποδυναμώθηκε ο στρατηγικός ρόλος της ΔΕΗ και ο παρεμβατικός της ρόλος στην αγορά. Η ενεργειακή πολιτική της Ν.Δ. δομήθηκε γύρω από την πώληση του 17% της ΔΕΗ και τη μεγιστοποίηση της τιμής της μετοχής της.
Τρίτον, δεν προώθησε τη συγκρότηση της προθεσμιακής αγοράς που προβλεπόταν από την ίδρυση του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, αφήνοντας όλη την ενέργεια, να διαπραγματεύεται στην αγορά της «επόμενης μέρας» (με τις επιμέρους διορθώσεις της «ημερησίας αγοράς» και της «αγοράς εξισορρόπησης»).
Τέταρτον, τα τιμολόγια της ΔΕΗ απέκτησαν ρήτρα αναπροσαρμογής. Αυτή υπήρχε ανέκαθεν μόνο στα συμβόλαια των ιδιωτικών εταιρειών. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε αρνηθεί να μπει η ρήτρα αναπροσαρμογής στη ΔΕΗ. Μάλιστα η ρήτρα είναι στο 100%. Πρακτικά, οι καταναλωτές πληρώνουν αυτόματα όλες τις αυξήσεις μηδενίζοντας το ρίσκο των παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό είναι στα όρια της νομιμότητας, με βάση και τις τελευταίες ευρωπαϊκές Οδηγίες, που ρητά υπερασπίζονται την «προστασία των καταναλωτών».
Την επαύριο της κρίσης, η Ν.Δ. επέλεξε ως μοναδικό εργαλείο παρέμβασης την οριζόντια επιδότηση της κατανάλωσης της ενέργειας. Αυτό είναι η χειρότερη επιλογή και έχει ως βασική παρενέργεια ότι απλά επιδοτεί την έκτακτη κερδοφορία - κερδοσκοπία των εταιρειών ενέργειας.
Πέντε προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. για την αντιμετώπιση της κρίσης
Η διαφοροποίηση των εθνικών πολιτικών ανάγκασε την ίδια την Κομισιόν να μετακινηθεί από την άκαμπτη υποστήριξη του Ευρωπαϊκού Μοντέλου Ενέργειας και να νομιμοποιήσει προσωρινές παρεκκλίσεις από αυτό. Με τις κατευθύνσεις που δημοσίευσε, πρακτικά επιτρέπει τα πάντα.
Με βάση τις επιλογές που έκαναν οι κυβερνήσεις σε πολλές χώρες, υπάρχουν πέντε άμεσα μέτρα που μπορούν να ληφθούν.
Πρώτον, η επιβολή πλαφόν για ένα χρόνο στα τιμολόγια της ΔΕΗ και η μετατροπή των κυμαινόμενων σε σταθερά συμβόλαια.
Ο στρατηγικός ρόλος της ΔΕΗ, όπως και κάθε κρατικής ή ημικρατικής εταιρείας στην Ευρώπη, είναι αναντικατάστατος, λόγω του ειδικού βάρους που έχουν στην παραγωγή και τις αγορές. Η ΔΕΗ έχει 65% στη λιανική αγορά ενέργειας. Παράλληλα, διαθέτει μοναδικό μείγμα παραγωγής ενέργειας -υδροηλεκτρικά, λιγνίτη, φυσικό αέριο-, ενώ οι ιδιώτες ανταγωνιστές έχουν μόνο φυσικό αέριο. Και εκεί όμως η ΔΕΗ, με 5 μονάδες (έναντι 4 των ιδιωτών), ελέγχει το 50% της παραγωγής. Συνεπώς μπορεί να ελέγξει πλήρως τις κερδοσκοπικές τάσεις στην αγορά και να συγκρατήσει τις τιμές σε επιθυμητά επίπεδα. Το Δημόσιο, αν και με μειοψηφικό πλέον πακέτο μετοχών (34%), διατήρησε το μάνατζμεντ. Πρακτικά, η κυβέρνηση μπορεί να καθορίσει την πολιτική στη ΔΕΗ, ίσως με μικρότερη ελευθερία κινήσεων σε σχέση με πριν.
Η ΔΕΗ παίζει καθοριστικό ρόλο και στη χονδρική αγορά, στην «αγορά της επόμενης μέρας». Εκεί οι τιμές, ενώ κινούνται σχετικά «φυσιολογικά» τις ώρες υψηλής παραγωγής ΑΠΕ, έχουν την τάση εκτόξευσης στις περιόδους αυξημένης ζήτησης των μονάδων φυσικού αερίου. Έτσι, στο τέλος της ημέρας, στην τελευταία ώρα πρακτικά, διαμορφώνεται η τελική οριακή τιμή και με αυτήν πληρώνεται το σύνολο της προσφοράς (ΑΠΕ, λιγνίτης, υδροηλεκτρικά, φυσικό αέριο).
Η ΔΕΗ μπορεί να συγκρατήσει την οριακή τιμή και να αποτρέψει κερδοσκοπικές τάσεις στις μονάδες φυσικού αερίου. Με μία λέξη, χωρίς τη συναίνεση της ΔΕΗ δεν μπορεί να υπάρξει σημαντική κερδοσκοπία στη χονδρική αγορά και «ουρανοκατέβατα κέρδη». Οι ΑΠΕ πληρώνονται με τις συμβάσεις τους, η ΔΕΗ παίρνει τα επιπλέον κέρδη λόγω λιγνίτη και υδροηλεκτρικών (που θα όφειλε υπολογισμένα να μετατρέπει σε εκπτώσεις στους καταναλωτές) και τα υπερκέρδη στο φυσικό αέριο μπορεί εν δυνάμει η ΔΕΗ να τα αποτρέψει.
Δεύτερον, η επιβολή από τη ΡΑΕ πλαφόν στην «αγορά της επόμενης μέρας», όταν θεωρεί ότι οι τιμές ξεφεύγουν ή υπάρχουν υπόνοιες εναρμονισμένων πρακτικών και κερδοσκοπίας. Μέχρι στιγμής η ΡΑΕ είναι παθητικός παρατηρητής. Πότε και πώς μπορεί να παρέμβει, είναι δοκιμασμένο. Η εμπειρία υπάρχει. Όταν η ΔΕΗ ήταν αναγκασμένη να προσφέρει ενέργεια στους ανταγωνιστές της λόγω δεσπόζουσας θέσης (ΝΟΜΕ), γινόταν υπολογισμός του μεταβλητού κόστους κάθε μονάδας της ΔΕΗ επί τρία χρόνια.
Με την ίδια μεθοδολογία μπορεί σήμερα να αποτυπώνεται το πραγματικό κόστος και το φυσιολογικό κέρδος των 9 μονάδων φυσικού αερίου. Είναι μια εφικτή άσκηση για τη ΡΑΕ, προκειμένου να θέτει αφενός πλαφόν σε κάθε ημερήσια διαπραγμάτευση που τείνει να εκτροχιαστεί, αλλά και να υπολογίζει (και να φορολογούνται) τα υπερκέρδη κάθε μονάδας και να επιστρέφουν στους καταναλωτές. Κυβέρνηση και ΡΑΕ φαίνεται ακόμα να ψάχνουν αν υπάρχουν εναρμονισμένες πρακτικές, υπερκέρδη ή αν υπάρχει μέθοδος αυτά να υπολογιστούν.
Τρίτον, η μεγάλη μείωση του πλαφόν στη «ρήτρα αναπροσαρμογής του 100%» και η μετατροπή όλων των συμβολαίων υποχρεωτικά σε σταθερά για ένα χρόνο. Αυτό θα ωθήσει τις εταιρείες ενέργειας να εξορθολογίζουν τις προμήθειες, να αποθεματοποιούν και να ασφαλίζονται έναντι απότομων διακυμάνσεων. Αυτό μπορεί να το κάνουν ήδη, αλλά αποκομίζουν επιπρόσθετα κέρδη και όχι οφέλη για τον καταναλωτή.
Τέταρτον, επιβάλλεται η ενεργοποίηση, σχεδόν καταναγκαστικά, της προθεσμιακής αγοράς, πρώτα από όλα για μεγάλες κατηγορίες επιχειρήσεων, καθώς και για κατηγορίες καταναλωτών. Εδώ χρειάζεται σαφές κανονιστικό πλαίσιο. Με διαρκώς μεταβαλλόμενο ενεργειακό κόστος, οι τουριστικές και οι βιομηχανικές επιχειρήσεις, η εστίαση, οι μεταφορές και πληθώρα άλλων κλάδων είναι αδύνατον να λειτουργήσουν.
Πέμπτον, η μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης και του ΦΠΑ. Τα προηγούμενα μέτρα, σε όποιον συνδυασμό και να επιλεγούν, μειώνουν ουσιαστικά το δημοσιονομικό κόστος. Αυτό διευκολύνει τη λήψη ουσιαστικών φορολογικών μέτρων για την επιδότηση των ευάλωτων νοικοκυριών, μεγάλων κατηγοριών καταναλωτών (συνταξιούχων, μισθωτών, αγροτών) και τη στήριξη των επιχειρήσεων.
Εν κατακλείδι, η ενεργειακή κρίση αντιμετωπίζεται με δύο τρόπους στην Ευρώπη. Πρώτον, με τον έλεγχο της προσφοράς ενέργειας και της ρύθμιση των αγορών και, δεύτερον, με την επιδότηση της κατανάλωσης. Οι προοδευτικές κυβερνήσεις επέλεξαν την πρώτη στρατηγική. Οι συντηρητικές τη δεύτερη. Και οι δύο επέβαλαν μέτρα φορολόγησης των «ουρανοκατέβατων κερδών». Ο κατάλογος των παρεμβάσεων των κυβερνήσεων σε όλες τις χώρες είναι αρκούντως κατατοπιστικός. Θλιβερή εξαίρεση είναι η Ελλάδα, που είναι ουραγός στη λήψη μέτρων και πρωταθλητής στην αδράνεια - και αναπόφευκτα στις αυξήσεις. Δεν χρειάζεται να ληφθούν όλα τα μέτρα ταυτόχρονα. Ένας συνδυασμό από αυτά αρκεί, έτσι που να διασφαλίζει τη μη διοχέτευση ενέργειας στις εξαγωγές ή να μεριμνά για την ενεργειακή επάρκεια. Οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. είναι σαφείς και απόλυτα εφικτές.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Αυγή