Ο Εμίλ Ζάτοπεκ μιλάει στους δρόμους της Πράγας το 1968.


 

 

Για τον Εμίλ Ζάτοπεκ, τον αθλητή που αποκάλεσαν «άνθρωπο ατμομηχανή» έχουν γραφτεί πολλά βιβλία. Ο Τσεχοσλοβάκος που έγραψε τη δική του ιστορία στους Ολυμπιακούς Αγώνες από την πρώτη του εμφάνιση στο Λονδίνο το 1948 που κατέκτησε το χρυσό στα 10.000 μ., αλλά και το αργυρό στα 5.000 μ., αλλά και στους αγώνες του Ελσίνκι το 1952, όπου κέρδισε 3 χρυσά μετάλλια (στα 5.000 μ., 10.000 μ. και στον μαραθώνιο δρόμο) με ολυμπιακά ρεκόρ, σε διάστημα 8 ημερών. Ήταν ένας από τους πολλούς Τσεχοσλοβάκους που υπέγραψαν το μανιφέστο των 2.000 λέξεων του Λούντβικ Βάτσουλικ, το οποίο εξέφρασε το πνεύμα των ανανεωτικών αριστερών ιδεών και τάσσεται σαφώς στο πλευρό του μεταρρυθμιστή προέδρου Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ, ο οποίος εκλέχθηκε τον Ιανουάριο του 1968.
Γι’ αυτό τον τρομερό αθλητή, αλλά και ενεργό πολίτη τον Εμίλ Ζάτοπεκ, ο Γιαν Νόβακ και ο Γιάρομιρ 99 έφτιαξαν ένα ατμοσφαιρικό και συναρπαστικό graphic novel με φόντο την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Με τίτλο Εμίλ Ζάτοπεκ: «Αν δεν μπορείς άλλο, τρέξε πιο γρήγορα!» (εκδόσεις Καστανιώτης) οι δυο δημιουργοί αναπλάθουν την πορεία ενός εμβληματικού αθλητή ο οποίος εξακολουθεί να εμπνέει και να συγκινεί, από την πρώτη του συνάντηση με την ακοντίστρια Ντάνα Ίνγκροβα, τη μοναδική αγάπη της ζωής του, μέχρι όλα όσα δημιούργησαν τη στέρεη, πολύτιμη και επίκαιρη κληρονομιά του. Όλη η ιστορία του Ζάτοπεκ είναι μοναδική και δεν έχει προηγούμενο. Κι αυτό, τόσο γιατί ήταν ο αθλητής που ήταν, αλλά και γιατί κυριολεκτικά στη ζωή του υπήρχαν πολύ περισσότερες πιθανότητες, όχι απλώς να αποτύχει, όχι να μη γίνει αυτό που έγινε, αλλά να μην ασχοληθεί καν με τον αθλητισμό. Το ότι εντέλει ασχολήθηκε και μάλιστα υπό συνθήκες απολύτως μη «επαγγελματικές», το ότι άρχισε να τρέχει σε αγώνες, να διακρίνεται, να ξεχωρίζει, να αντιπαλεύει χίλιες δυο αντιξοότητες, και να γίνεται ο πρώτος στον κόσμο με χαώδη διαφορά από τον δεύτερο, ανήκει στον χώρο του θρύλου. Και όμως, είναι μαζί και πραγματικότητα.

Ο Ζάτοπεκ στήριξε από τη πρώτη στιγμή την ανανεωτική προσπάθεια του Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ, την Άνοιξη της Πράγας, που τα σοβιετικά τανκς έπνιξαν στο αίμα. Παρότι λόγω των ολυμπιακών μεταλλίων ήταν μέλος του στρατού με τον βαθμό του συνταγματάρχη, δεν δίστασε στιγμή και πήρε το μέρος της νόμιμης κυβέρνησης. Μάλιστα κατά την είσοδο των σοβιετικών τανκς στην Πράγα λέγεται ότι φορώντας τη στολή του συνταγματάρχη του τσεχοσλοβάκικου στρατού, βρέθηκε δίπλα στους συμπατριώτες του στα οδοφράγματα αντιστεκόμενος ως απλός πολίτης. Άλλες πηγές τον θέλουν να έστησε παράνομο δίκτυο ραδιοφωνικών σταθμών που μετέφερε όλες τις εξελίξεις για τη σοβιετική εισβολή σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Πράγας.

Όταν τα ρωσικά τανκς «έπνιξαν» την Άνοιξη της Πράγας ο Εμίλ Ζάτοπεκ κυνηγήθηκε από τους μπρεζνιεφικό καθεστώς της Τσεχοσλοβακίας. Τον απέπεμψε από τον στρατό και του δημιούργησε μεγάλο πρόβλημα επιβίωση. Εργάστηκε περιστασιακά ακόμα και ως οδοκαθαριστής, ενώ βρήκε δουλειά σε ορυχείο ουρανίου για την οποία μάλιστα αναγκαζόταν να φεύγει από το σπίτι του τουλάχιστον για 15 ημέρες το μήνα. Όλα αυτά ενώ είχε ήδη λάβει τον... τίτλο του δημόσιου κινδύνου από τη Σοβιετική Ένωση στις 2 Ιανουαρίου του 1969.

Η εξορία διήρκεσε τεσσεράμισι χρόνια. Το όνομά Ζάτοπεκ διαγράφηκε από τα σχολικά βιβλία: Η χρήση της φωτογραφίας ως προπαγανδιστικό υλικό σταμάτησε απότομα. Θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τη σωματική ταλαιπωρία, αλλά η εξορία και η ντροπή του στοίχισαν ψυχολογικά.

Στις αρχές της δεκαετίες του ‘70 υπογράφει, μετά από πιέσεις, έγγραφο μετάνοιας για όσα έκανε και δήλωσε το 1968, επιστρέφει στο υπουργείο των Σπορ, αλλά ουδείς από τους κυβερνώντες πλέον τον βλέπει με καλό μάτι. Του ανατίθενται καθήκοντα δευτερευούσης σημασίας, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας για ευνόητους λόγους.

Στο graphic novel των Νόβακ και Γιάρομιρ βλέπουμε στιγμιότυπα από τη ζωή του Ζάτοπεκ στην πρώην Τσεχοσλοβακία, υπό τη βαριά σκιά του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», μέσα σε ένα περιβάλλον τόσο εχθρικό που θα ισοπέδωνε οποιονδήποτε άλλον θα τύχαινε να βρεθεί στη θέση αυτού του μυθικού υπερπρωταθλητή. Θα τον δούμε να δουλεύει σκληρά σε εργοστάσιο υποδηματοποιίας, να ξεκινά –σχεδόν τυχαία– προπονήσεις με τον ένα και μοναδικό προπονητή που είχε στη ζωή του –κι αυτό μόνο για ένα μικρό διάστημα στην αρχή της σταδιοδρομίας του–, να ξεπερνά τα οικογενειακά και άλλα προβλήματα που ορθώνονταν διαρκώς μπροστά του, και –μ’ αυτό τον παράξενο τρόπο που ήξερε να τρέχει, κουνώντας χαρακτηριστικά το κεφάλι του και μοιάζοντας πάντα εξουθενωμένος και ένα βήμα πριν την εγκατάλειψη– να τα αφήνει όλα πίσω του. Όπως πίσω του άφηνε και όλους τους συναθλητές και ανταγωνιστές του, σπάζοντας το ένα μετά το άλλο όλα τα παγκόσμια ρεκόρ.

Ο Εμίλ Ζάτοπεκ στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 αποκαταστάθηκε εν μέρει και συνεργάστηκε με τον Οργανισμό Σωματικής και το Εθνικό Ινστιτούτο Αθλητισμού. Πλήρως αποκαταστάθηκε μετά την πτώση του «υπαρκτού», με απόφαση του προέδρου Βάτσλαβ Χάβελ στις 9 Μαρτίου 1990. Πέθανε στις 21 Νοεμβρίου 2000 στην Πράγα, σε ηλικία 78 ετών και τιμήθηκε μετά θάνατον με το μετάλλιο Πιερ ντε Κουμπερτέν.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet