Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Το 1922, ο Κώστας Βάρναλης δημοσιεύει στο περιοδικό «Μαύρος γάτος» το γνωστότερο ίσως ποίημα του. Το ποίημα είναι φυσικά «Οι μοιραίοι». Στο ποίημα αυτό, ο Βάρναλης καταφέρνει με μοναδικό τρόπο να συνδυάσει μια γλώσσα τελείως καθημερινή, με αστικά μοτίβα και τρέχοντες διαλόγους, με έναν αβίαστο λυρισμό. Ο χώρος της υπόγειας ταβέρνας, τα πρόσωπα όπως προκύπτουν από τους σύντομους διαλόγους, η επιγραμματική καταγραφή των βασάνων της ζωής και η εξατομίκευσή τους πολλαπλασιάζει την αίσθηση της πραγματικότητας και δίνει με ακρίβεια την εικόνα των κατώτερων τάξεων σε μια δεδομένη συγκυρία. Αυτό όμως που κάνει το ποίημα να ξεχωρίζει από μια απλή κατάθεση σοσιαλιστικού ρεαλισμού είναι η λεπτή ειρωνεία που κατοικεί πίσω από την συμπάθεια του ποιητή προς τους μοιραίους. Γιατί αν οι τέσσερις πρώτες στροφές του ποιήματος περιγράφουν τις συνθήκες και το κλίμα της παρέας στην ταβέρνα, οι τελευταίες δύο στροφές φέρνουν ουσιαστικά στην επιφάνεια το νόημα του ίδιου του ποιήματος:
«—Φταίει το ζαβό το ριζικό μας! —Φταίει ο Θεός που μας μισεί!/ —Φταίει το κεφάλι το κακό μας!/ —Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!/ Ποιός φταίει; ποιός φταίει; Κανένα στόμα/ δεν το ’βρε και δεν το ’πε ακόμα. //Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα/ πίνουμε πάντα μας σκυφτοί./ Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα/ όπου μας έβρει μας πατεί./ Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,/ προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!»
Το κεντρικό θέμα του ποιήματος γίνεται αυτό το επαναλαμβανόμενο «Ποιος φταίει». Η κεντρική αίσθηση της μοίρας, όπως προκύπτει από τον τίτλο αλλά και από τους στίχους, της αναπόφευκτης δηλαδή τύχης που είναι προδιαγεγραμμένη και απαράβατη. Οι μοιραίοι είναι μαζί και άβουλοι λόγω δειλίας, εγκλωβισμένοι στην αναμονή ενός θαύματος που δεν διεκδικούν. Αλλά αυτός ακριβώς ήταν ο ιστορικός ρόλος του κομουνισμού. Η μετατροπή του πεπρωμένου σε ελευθερία και της φύσης και του τυχαίου σε αιτιότητα. Ακόμα και αν έναν αιώνα μετά, ο κόσμος μοιάζει άρδην αλλαγμένος, το αίτημα για χειραφέτηση των ανθρώπων παραμένει σταθερό.
Αυτό το επαναλαμβανόμενο «Ποιος φταίει» πλανάται πάνω από τα κεφάλια μας όλες τις τελευταίες εβδομάδες. Ένα «ποιος φταίει» τεχνηέντως επιμερισμένο και προσαρμοσμένο στις επιμέρους πηγές που γεννάνε την συλλογική ακρίβεια. «–Φταίει ο πόλεμος στην Ουκρανία. – Φταίνε οι παλιές συσκευές που καιν πολύ –Φταίει πάνω απ όλα η πανδημία – Φταίει ο θεός που μας μισεί.» Μια συντονισμένη εκστρατεία δικαιολογιών για την πολλαπλή επέλαση της ακρίβειας διατυπώνεται από κυβερνητικά και μιντιακά χείλη ώστε να κρύψουν τις πραγματικές ευθύνες πίσω από την επερχόμενη εξαθλίωση. Φταίνε λοιπόν για μια ακόμη φορά όλοι οι άλλοι. Ο πόλεμος που ακρίβυνε τις τιμές (τις τιμές που ακρίβυναν πολύ πριν έρθει ο πόλεμος), φταίνε αυτοί που δεν πάνε να δουλέψουν σε συνθήκες γαλέρας στον τουρισμό, φταίνε οι τζαμπατζήδες που δεν έχουν το φιλότιμο να κόψουν το φαί για να πληρώσουν την ΔΕΗ. Οποιοδήποτε πέρα από την κυβέρνηση και τα συμφέροντα που εξυπηρετεί, τα εξωφρενικά προνόμια που παραχωρεί σε αριστοκράτες συνοδοιπόρους.
«Οι μοιραίοι» εκατό χρόνια μετά περιγράφουν το δρόμο των απαντήσεων στη σημερινή συγκυρία. Πρώτον τη διατύπωση του φταιξίματος με σαφήνεια και πέρα από γενικόλογες υποθέσεις και μετάθεση ευθυνών. Και δεύτερον την λύση πέρα από το θαύμα. Μια απάντηση που δεν θα περιγράφει απλώς μια αλλαγή του διαχειριστή της πολιτικής και της οικονομίας, αλλά που θα μετατρέπει τους «μοιραίους» από άβουλους σε ενεργητικά υποκείμενα που θα εμπλέκονται στη διαμόρφωση του ριζικού.
Οτιδήποτε άλλο είναι ομοιοκαταληξίες για να περνά η ώρα.