Πλέον, με την παραίτηση του διοικητή της Frontex Leggeri, η κυβέρνηση είναι ο μόνος φορέας που συνεχίζει να αρνείται την κανονικοποίηση του φαινομένου των παράνομων επαναπροωθήσεων στον Έβρο και στο Αιγαίο. Αυτή και, φυσικά, η Εθνική Αρχή Διαφάνειας που υποτίθεται πως διεξήγε ανεξάρτητη έρευνα (κατά παραγγελία της κυβέρνησης) και δεν βρήκε τίποτα. Ή μάλλον διαπίστωσε την «εφαρμογή μιας δομημένης ροής διαδικασίας ενταγμένης σε ένα αυστηρό πρωτόκολλο ενεργειών και συντονισμένων δράσεων, που αποτελούν το πλαίσιο δραστηριοποίησης των αρμόδιων αρχών». Δηλαδή όλα καλώς καμωμένα. Να πούμε ότι πρόκειται για μια έρευνα που δεν δημοσιεύθηκε καν, παρά μόνο ανακοινώθηκε με ένα δελτίο τύπου. Η εξέλιξη αυτή, με την παραίτηση του Leggeri, μπορεί να θεωρηθεί μια μικρή νίκη στον αγώνα κατά της ατιμωρησίας των κρατικών εγκλημάτων, στον βαθμό που μπορούμε να ελπίζουμε, φυσικά όχι μένοντας άπραγοι και άπραγες, ότι αυτή δεν θα σημαίνει μόνο αλλαγή προσώπου αλλά και αλλαγή πολιτικής.
Η ρατσιστική και παράνομη πρακτική των επαναπροωθήσεων ήταν ευρέως γνωστή και τεκμηριωμένη εδώ και χρόνια. Ένα πάλαι ποτέ περιθωριακό φαινόμενο έγινε βασικό εργαλείο των αντιμεταναστευτικών πολιτικών την περίοδο μετά την Κοινή Δήλωση Ε.Ε.-Τουρκίας (παρά τις λακωνικές αρνήσεις του από την τότε κυβέρνηση, που απαξιούσε να δικαιολογήσει τη στάση της σε πείσμα των τεκμηριωμένων ερευνών ΜΚΟ και οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, Διεθνών Οργανισμών και δημοσιογράφων) και έπειτα κατέστη κεντρική και βασική πρακτική αναχαίτησης των ροών και ενός σαφούς βάρβαρου και κυνικού μηνύματος σε όσους/ες επιθυμούσαν να διασχίσουν τα σύνορα παράτυπα.
Οι επαναπροωθήσεις πια είναι πέραν πάσης αμφιβολίας το βασικό στοιχείο της ελληνικής αντιμεταναστευτικής πολιτικής, ένα εργαλείο ρατσιστικής βιοπολιτικής διαχείρισης των προσφύγων και των μεταναστών με όρους που παραβιάζουν ευθέως το εθνικό, διεθνές και ενωσιακό δίκαιο και συνεπάγονται την τέλεση σωρείας ποινικών αδικημάτων από όσους σχεδιάζουν και συμμετέχουν στις παράνομες επιχειρήσεις. Και θα πρέπει να το επαναλαμβάνουμε με κάθε ευκαιρία: οι επαναπροωθήσεις σκοτώνουν!
Η παραίτηση Leggeri σηματοδοτεί μια πιθανή απομόνωση για την κυβέρνηση και τον υπουργό Μετανάστευσης: οι κυνικές αποποιήσεις του φαινομένου και η κατηγορία εναντίον όσων μιλούν (τεκμηριωμένα) για αυτές ως θυμάτων ή υποστηρικτών της τουρκικής προπαγάνδας και των κυκλωμάτων διακινητών (εθνικοί, περιφερειακοί ανεξάρτητοι οργανισμοί για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, δημοσιογράφοι), πλέον δεν μπορούν να υποστηριχθούν ούτε από την κυβέρνηση. Βέβαια, ακόμη και στη διόλου τιμητική περαιτέρω υποβάθμιση της θέσης της χώρας στην παγκόσμια κατάταξη για την ελευθερία του Τύπου, εξέλιξη που δεν αποτελεί έκπληξη, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος βρήκε μια φαιδρή δικαιολογία για να διασκεδάσει της εντυπώσεις· έτσι και εδώ δεν θα αποτελέσουν έκπληξη ακόμη πιο επιθετικές αρνήσεις μιας εγκληματικής πολιτικής, ως τελευταίο «καταφύγιο» από την κατακραυγή.
Εκτός, επίσης, αν αποδοθεί η «έλλειψη γνώσης» της κυβέρνησης για την εμπλοκή της Frontex στις παράνομες επιχειρήσεις (στις οποίες βέβαια συμμετέχουν και πρωτοστατούν κρατικοί υπάλληλοι) στην εξαιρετική ηθοποιία του παραιτηθέντος διοικητή. Τότε, φαντάζομαι ότι το υπουργείο θα λάβει πρωτοβουλία να αφαιρεθεί η βράβευση του Leggeri για τις υπηρεσίες του Οργανισμού στη μείωση των μεταναστευτικών-προσφυγικών ροών, εφόσον αυτή βασίζεται σε παράνομα μέσα, επικαλούμενη την πλάνη της. Αυτό φυσικά δεν θα μπορούσε να γίνει, καθώς τούτη η ενέργεια δεν είναι παρά η επικρότηση και διαφήμιση της απάνθρωπης και παράνομης πρακτικής των επαναπροωθήσεων, της έκθεσης των προσφύγων σε ακραίες και επικίνδυνες συνθήκες και των δολοφονιών στα σύνορα. Η βράβευση της αλληλεγγύης στο πρόσωπο του Ιάσονα Αποστολόπουλου θα ήταν μια κακοφωνία, καθώς θα αποτελούσε συμμετοχή στην ηθική της ανθρωπιάς και της προσφοράς, κάτι που είναι ξένο προς την κυβέρνηση, οπότε και εύλογα ακυρώθηκε. Μια κυβέρνηση που αγνοεί ακόμη και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στις περιπτώσεις που αυτό χορηγεί ασφαλιστικά μέτρα (διατάσσοντας την πολιτεία να μην επιστρέψει τους παγιδευμένους στις νησίδες του Έβρου πρόσφυγες, επαναπροωθώντας τους και προκαλώντας ακόμη και θανάτους), δεν θα μπορούσε να επιδοκιμάζει όσους τους διασώζουν από αυτήν.
Κλείνοντας, πρέπει να ειπωθεί πως δεν θα πρέπει να στρέφουμε τα βέλη αποκλειστικά στην ξενοφοβική κυβέρνηση: Η Ε.Ε. δεν θα μπορούσε, σε ρητορικό-συμβολικό επίπεδο, παρά να εκφράζει την ανησυχία της για τις επαναπροωθήσεις. Από την άλλη, εφόσον δεν έλαβε μέτρα για το σταμάτημα αυτής της παράνομης πρακτικής, που φυσικά δεν περιορίζεται μόνο στα ελληνοτουρκικά σύνορα, αλλά διαχέεται σε όλη σχεδόν την ευρωπαϊκή επικράτεια, θα πρέπει να καταδειχθεί ο υποκριτικός της ρόλος. Η αναστολή της έγκρισης της χρηματοδότησης της Frontex από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μέχρι να ολοκληρωθεί η έρευνα της OLAF μπορεί να σημάνει μια μεγαλύτερη λογοδοσία του Οργανισμού, αλλά μέχρι εκεί. Το νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση περιλαμβάνει προβλέψεις αναστολής βασικών διαδικαστικών εγγυήσεων σε καταστάσεις «κρίσεων» στα σύνορα, κάτι που ενδέχεται να επιφέρει τη θεσμοποίηση πρακτικών που παραβιάζουν την αρχή της μη επαναπροώθησης στις σκοτεινές ζώνες των υπό διαμόρφωση διαδικασιών. Γίνεται επομένως ξεκάθαρο: η Ε.Ε. είναι στα λόγια με τον πρόσφυγα, στην πράξη με τον δήμιό του.